Προβάδισμα 52% δίνει στο Εργατικό Κόμμα νέα δημοσκόπηση, έναντι 48% για τον κυβερνητικό Συνασπισμό Φιλελεύθερων-Εθνικών. Η δημοσκόπηση, που διεξήχθη από την εταιρεία ερευνών Reachtel, για λογαριασμό του καναλιού Seven, έδειξε σαφή άνοδο του Εργατικού Κόμματος, όχι όμως και του αρχηγού του, Bill Shorten, ο οποίος, στην ερώτηση «ποιος είναι ο καταλληλότερος πρωθυπουργός», απέσπασε τις προτιμήσεις του 36,9% των ερωτηθέντων, πολύ πίσω από το 63,1% του πρωθυπουργού, Malcolm Turnbull. 

Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι ο συνολικός βαθμός ικανοποίησης των πολιτών από τον πρωθυπουργό βρίσκεται σε πτώση: από το εντυπωσιακό 41,1% που είχε σημειώσει στις 21 Ιανουαρίου, έπεσε στο -7,4% στις 26 Μαΐου. Αντιστοίχως, ενώ η δημοτικότητα του Malcolm Turnbull πέφτει σταθερά από την ημέρα της ανόδου του στην εξουσία, ο αντίστοιχος βαθμός ικανοποίησης για τις επιδόσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανεβαίνει. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, έφτασε από -43,6% (στις 21 Ιανουαρίου) στο -7,8% (19 Μαΐου). 

Στις επιμέρους ερωτήσεις για τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, ενδιαφέροντα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν ως προς το τι είναι αυτό που θα κρίνει το διακύβευμα των επερχόμενων εκλογών. Ο κυβερνητικός συνασπισμός φαίνεται να κερδίζει την εμπιστοσύνη των ερωτηθέντων για την ικανότητά του να διαχειριστεί την ασφάλεια των συνόρων (55,9% έναντι 44,1% που εμπιστεύεται το Εργατικό Κόμμα) και την οικονομία (52,6% έναντι 47,4%), ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση παίρνει εντυπωσιακό προβάδισμα στην εμπιστοσύνη των πολιτών στο ζήτημα της διαχείρισης των υπηρεσιών υγείας (62,5% έναντι 37,5% που εμπιστεύεται την κυβέρνηση) και της Παιδείας (60.4% έναντι 39,6%). 

Αυτό, παρά το ότι η τρίτη προεκλογική εβδομάδα σημαδεύτηκε από την αποκάλυψη ότι το Εργατικό Κόμμα δεν θα αποσύρει τις αλλαγές στο «Schoolkids Bonus», το επίδομα που χρηματοδοτεί κάθε οικογένεια με $430 για κάθε παιδί στο δημοτικό σχολείο και $856 για το γυμνάσιο και το οποίο καταργείται από την 1η Ιουλίου. Παρά το ότι η αντιπολίτευση έχει ασκήσει σφοδρή κριτική στην κυβέρνηση για την κατάργηση του επιδόματος, το οποίο ξεκίνησε επί κυβέρνησης Gillard, απέσυρε προεκλογικά οποιαδήποτε δέσμευση για επαναφορά του, δίνοντας λαβή στην κυβέρνηση για να κατηγορήσει το Εργατικό Κόμμα για κυνισμό και υποκρισία.

ΚΑΝΕΙ ΠΙΣΩ 

ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ 

ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

Το Εργατικό Κόμμα έδωσε και άλλη μία αφορμή για τέτοιου είδους κριτική, όταν ο Bill Shorten παραδέχθηκε ότι, αν εκλεγεί πρωθυπουργός, θα διατηρήσει τις αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα που εφαρμόζει τώρα η κυβέρνηση, μειώνοντας την κρατική σύνταξη που χορηγείται σε δικαιούχους με μεγάλη περιουσία, παρά το ότι πολέμησε τον νόμο στο Κοινοβούλιο, κατηγορώντας τον Συνασπισμό ότι αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τους συνταξιούχους. 

Ως δικαιολογία γι’ αυτήν τη στροφή 180 μοιρών, ο αρχηγός της αντιπολίτευσης επικαλέστηκε την κατάσταση της οικονομίας. «Πιστεύουμε ότι αυτή η πολιτική της κυβέρνησης ήταν κακοσχεδιασμένη και συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι αυτές οι αλλαγές δεν είναι οι καλύτερες δυνατές και γι’ αυτό καταγράψαμε την διαφωνία μας, όταν τις υπερψήφισαν οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι», δήλωσε ο Bill Shorten. «Αλλά τώρα είχαμε την πιο πρόσφατη εκτίμηση για την οικονομία και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή η κυβέρνηση έχει αιφνιδιάζει τους Αυστραλούς και μαζί κι εμάς – έχουν τριπλασιάσει το έλλειμμα και, υπό την ηγεσία του Malcolm Turnbull, διακινδύνευσαν την πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ. 

Βλέποντας τα τελευταία στοιχεία που αποκάλυψε μόλις την περασμένη εβδομάδα η Κυβέρνηση, δεν πιστεύουμε ότι είμαστε σε θέση να αποκαταστήσουμε τις αλλαγές που έκαναν». Οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό θα εξοικονομήσουν 2,4 δισ. δολάρια στην επόμενη τετραετία, ενώ το κόστος της επαναφοράς του σχολικού επιδόματος εκτιμάται σε 4,5 δις. 

Η διαμάχη για την οικονομία κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο την τελευταία εβδομάδα, με τον Υπουργό Οικονομικών, Scott Morrison, να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ύστερα από το λάθος του στην κοστολόγηση του οικονομικού προγράμματος της αντιπολίτευσης, το οποίο χαρακτήρισε ως «μαύρη τρύπα» 67 δισ. δολαρίων. 

Ύστερα από την αποκάλυψη ότι ο υπουργός υπερκοστολόγησε κατά $18 δισ. δολάρια το πρόγραμμα, η αντιπαράθεση των δύο κομμάτων κλιμακώθηκε, παραμένοντας εστιασμένη στις υποσχέσεις της αντιπολίτευσης, η οποία ισχυρίζεται ότι θα βρει τους πόρους για την κοινωνική πολιτική, από την φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων. 

Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι λεπτομέρειες αυτής της αντιπαράθεσης δεν φάνηκε να ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη, αποτελώντας μια χαμένη ευκαιρία για την κυβέρνηση να επιτεθεί στην αντιπολίτευση εκεί που είναι το αδύνατό της σημείο: η οικονομική διαχείριση. Αντ’ αυτού, μεγαλύτερο αντίκτυπο φάνηκε να έχει στη δημόσια σφαίρα η κριτική του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το πρόσωπο του Donald Trump, και των «τρελών ιδεών του», που έδωσαν λαβή στον πρωθυπουργό να προβεί σε νουθεσίες, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ είναι φίλη και σύμμαχος χώρα της Αυστραλίας και η κριτική στην πολιτική ηγεσία της χώρας μπορεί να διαταράξει τις ομαλές σχέσεις. 

ΕΝΙΑΙΟ ΜΠΛΟΚ ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ – ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ Ο ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ

Ήταν μία μοναδική ευκαιρία για τον πρωθυπουργό να κατηγορήσει κάποιον αντίπαλο για ακραίες θέσεις, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της εν εξελίξει προεκλογικής περιόδου, προσπαθεί να υποβαθμίσει τις αντίστοιχες ακραίες θέσεις στελεχών της κυβέρνησής του. Πρώτα ήταν οι εμπρηστικές δηλώσεις του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, Peter Dutton, περί «αγράμματων» προσφύγων που διεκδικούν θέσεις εργασίας και προνοιακά επιδόματα από τους Αυστραλούς, ενώ το πρόσφατο κρούσμα ήρθε από τον ίδιο τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης – και αρχηγό του Εθνικού Κόμματος-Barnaby Joyce, ο οποίος συνέδεσε την εισροή μεταναστών χωρίς έγγραφα από την Ινδονησία με την πολιτική απαγόρευσης εξαγωγών ζώων από την Αυστραλία. Τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και η υπουργός Εξωτερικών, Julie Bishop, αναγκάστηκαν να παρέμβουν πυροσβεστικά και να προσφέρουν εξηγήσεις στην κυβέρνηση της Ινδονησίας, εκτροχιάζοντας τον δημόσιο διάλογο. 

Σύμφωνα με τους αναλυτές, εκεί έγκειται και η βασική διαφορά της προεκλογικής εκστρατείας, όπως διεξάγεται από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Ο μεν πρωθυπουργός φαίνεται να διεξάγει μία προσωπική -και προσωποκεντρική- καμπάνια, βγαίνοντας προς τα έξω μόνος του, εκταμιεύοντας την ακόμη υψηλή δημοτικότητά του και επιχειρώντας να αποστασιοποιηθεί από τα υπόλοιπα μέλη του κόμματός του – και ειδικότερα από τα πιο «απρόβλεπτα». Αντιθέτως, το Εργατικό Κόμμα διεξάγει μια πιο «ομαδική» προεκλογική εκστρατεία, με τα προβεβλημένα στελέχη του -την Tanya Plibersek, τον Anthony Albanese, την Penny Wong και τον Tony Burke-, να παίρνουν θέση στο προσκήνιο, συχνά επισκιάζοντας τον αρχηγό τους, αλλά κερδίζοντας συνολικά τις εντυπώσεις. 

Ωστόσο, η τηλεοπτική αντιπαράθεση των δύο αρχηγών είναι ένα γεγονός κατεξοχήν προσωποκεντρικό. Η χθεσινή αναμέτρηση, η πρώτη επίσημη των δύο διεκδικητών της πρωθυπουργίας, αποτέλεσε και την ουσιαστική έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Το δημοσκοπικό προβάδισμα του Εργατικού Κόμματος σίγουρα έδωσε αέρα στον Bill Shorten. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι τέτοιου είδους τηλεοπτικά debate δεν κρίνουν σε καμία περίπτωση την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος, ωστόσο δίνουν τον τόνο της προεκλογικής περιόδου – ειδικότερα σε ό,τι αφορά το διακύβευμα. Και από ό,τι φαίνεται, στις πέντε εβδομάδες που υπολείπονται μέχρι τις κάλπες, θα κυριαρχήσει η συζήτηση για την οικονομία.