“Ο δάσκαλός μου στο δημοτικό σχολείο μας έλεγε συχνά ότι ένα αγριολούλουδο μπορεί να μεταφυτευτεί σε έναν κήπο στα προάστια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να ριζώσει και να ανθίσει εκεί”.

Ο Μιχάλης Καρής (Καραογλανίδης) πάντα ένιωθε να τον αγγίζει αυτή η ιστορία, καθώς ταυτιζόταν με το αγριολούλουδο. Άλλωστε κι ο ίδιος “μεταφυτεύτηκε”, όταν ήταν πέντε ετών, από το χωριό του, τον Βαθύλακκο Κοζάνης, στη Μελβούρνη.

“Ήταν πολύ σοκαριστική εμπειρία αυτή για μένα” θυμάται, καθώς του έρχονται στο μυαλό οι εικόνες του ταξιδιού του, πάνω στο υπερωκεάνειο “Πατρίς”. “Οι γονείς μου ήθελαν να δραπετεύσουν από την φτώχεια, αλλά εγώ ήμουν ευτυχισμένος στο χωριό, ήταν ένα πολύ ζωντανό μέρος. Και μετά, από εκεί, ήρθα σ’ αυτήν την μεγαλούπολη, με τους μεγάλους δρόμους και τα σύγχρονα σχολεία. Πώς μπορεί να προσαρμοστεί ένα παιδί από το χωριό;”

Αυτό το ερώτημα τον συνοδεύει καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του. Διχασμένος ανάμεσα σε δύο χώρες, βρήκε ένα μέσο προσαρμογής στον κινηματογράφο. Γιατί ο Μιχάλης Καρής είναι ο πρώτος Ελληνοαυστραλός κινηματογραφιστής που γύρισε ταινία, περιγράφοντας την εμπειρία των ανθρώπων της ελληνικής παροικίας και είναι αυτό του το έργο που τον καθιστά ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στους συναδέλφους του στο Εθνικό Αρχείο Εικόνας και Ήχου της Αυστραλίας (National Film and Sound Archive − NFSA): να δουλεύει για τον οργανισμό (στον τομέα αρχειοθέτησης και επεξεργασίας υλικού βίντεο), έχοντας ταυτόχρονα δικό του υλικό ως μέρος της συλλογής.

Το εν λόγω υλικό αποτελείται από μερικές ταινίες μικρού μήκους, γυρισμένες μεταξύ 1976 και 1979, που συνθέτουν μέρος της φιλμογραφίας του. Σημαντικότερη από αυτές είναι η ταινία “Ένας καημός της ρωμιοσύνης” (“A Face of Greekness”), μία ασπρόμαυρη, βουβή ταινία δώδεκα λεπτών, την οποία μπορεί κανείς να δει στο διαδίκτυο (στην σελίδα που έχει αφιερώσει το NFSA στον Καρή), αλλά που θα προβάλλεται επίσης στο παράλληλο πρόγραμμα προβολών που έχει στηθεί γύρω από το μεγάλο αφιέρωμα στον Martin Scorsese που παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στο Αυστραλιανό Κέντρο Κινούμενης Εικόνας (Australian Centre for the Moving Image – ACMI) στη Μελβούρνη.

Η ταινία αποτελεί μέρος ενός ειδικού προγράμματος της Αυστραλιανής Ταινιοθήκης, με τίτλο ‘Misfits and Misdemeanours’ που τιμά τον μεγάλο Αμερικανό σκηνοθέτη με μία σειρά έργων που αποτίουν φόρο τιμής στα θέματα και τους χαρακτήρες που εμφανίζονται συχνά στο έργο του (στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι νέοι που ζουν στο περιθώριο των μεγαλουπόλεων). Παρά το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην καριέρα του ενός σκηνοθέτη και του άλλου, οι δυο κινηματογραφιστές έχουν ένα κοινό σημείο. Και οι δύο επηρεάστηκαν από τον Ηλία Καζάν, τον σπουδαίο Ελληνοαμερικανό δημιουργό. Ο Καρής, μάλιστα, αναφέρει το “America, America”, του Καζάν ως βασική επιρροή για το “Ένας καημός της ρωμιοσύνης”, ένα ταινιάκι σχεδόν ερασιτεχνικό.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΟΑΥΣΤΡΑΛΙΑΝΗ ΤΑΙΝΙΑ

Ο Καρής ήταν μόλις 19 ετών όταν το γύρισε, αντλώντας έμπνευση από την ελληνική παροικία της Μελβούρνης. Εκείνη την εποχή, η ιδέα μιας πολυπολιτισμικής Αυστραλίας κέρδιζε έδαφος και μια σειρά οργανισμών, όπως το Victorian Film Corporation και το State Film Centre συνέβαλαν στην δημιουργία ταινιών που κατέγραφαν την εμπειρία των μεταναστών στην Αυστραλία. Με την ενθάρρυνση του επιτυχημένου σκηνοθέτη Paul Cox (ο οποίος τότε είχε μόλις ολοκληρώσει την ταινία-ορόσημο “Kostas”, μία επιτυχημένη παραγωγή με πρωταγωνιστή τον Τάκη Εμμανουήλ, στον ρόλο ενός Έλληνα ταξιτζή στην Μελβούρνη), ο Καρής νοίκιασε τον εξοπλισμό και επιστράτευσε φίλους και συγγενείς προκειμένου να γυρίσει την ταινία.

O Μιχάλης Καρής

O Μιχάλης Καρής, την ώρα του γυρίσματος μίας ταινίας ντοκιμαντέρ στην Ακρόπολη. Φώτο: Έφη Αλεξάκη

Όσο για την επιλογή να γυρίσει μία βουβή ταινία (δίνοντας έτσι πρωταγωνιστικό ρόλο στην συγκλονιστική μουσική του Σάββα Χριστοδούλου), αυτό προέκυψε από ανάγκη. “Δεν είχα μηχανήματα ηχοληψίας, αλλά ακόμη κι αν είχα, δεν θα ήξερα πώς να τα χρησιμοποιήσω” θυμάται. “Ήταν πιο εύκολο να γυρίσω μία βουβή ταινία”. Αυτή η επιλογή τόνισε ιδιαίτερα την ατμόσφαιρα της ταινίας και τής επέτρεψε να αντέξει στον χρόνο. Προβλήθηκε μάλιστα και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, αν και ο Καρής δεν κατάφερε να παρευρεθεί.

Κυρίως, όμως, η ταινία αυτή ήταν το διαβατήριό του για την Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της Αυστραλίας, στην οποία δεν ήταν εύκολο να μπει κανείς. Για μία ακόμη φορά, ο Καρής μεταφυτεύτηκε, όπως το αγριολούλουδο στην ιστορία του δασκάλου του, από την Μελβούρνη στο Σίδνεϊ, όπου ομολογεί πως τού ήταν ακόμη πιο δύσκολο να ανθίσει.

“Στο Σίδνεϊ έχασα τον ενθουσιασμό μου” παραδέχεται. “H Μελβούρνη ήταν ιδανική πόλη για να γυρίζει κανείς ταινίες εκείνη την εποχή”. Παρ’ ότι δεν εγκατέλειψε το σινεμά, γυρίζοντας αρκετές ταινίες μικρού και μεσαίου μήκους, καθώς και ντοκιμαντέρ, τελικά βρέθηκε στα στούντιο μετεγγραφών του οργανισμού Film Australia, ψηφιοποιώντας την τεράστια συλλογή του, για να μεταπηδήσει στο NFSA, όταν οι δύο οργανισμοί συγχωνεύτηκαν.

“Στην αρχή πίστευα ότι αυτή η δουλειά δεν θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον” λέει για την καθημερινή του ασχολία, ομολογώντας ότι σιγά σιγά άρχισε να τον συναρπάζει. Η δουλειά του είναι να μετατρέπει υλικό από φιλμ και βίντεο σε ψηφιακή μορφή και να το καθιστά προσβάσιμο για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Είναι ένα δύσκολο έργο.

“Έρχεται κάθε μέρα τόσο πολύ υλικό στα χέρια μας -κυρίως από δελτία ειδήσεων- που θα χρειαστούν αιώνες για να το ψηφιοποιήσουμε όλο”, λέει, εξηγώντας ότι προτεραιότητα έχουν οι βιντεοταινίες, καθώς αυτές είναι πιο ευαίσθητες από το φιλμ.

ΕΝΑ ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟ ΑΡΧΕΙΑΚΟ ΥΛΙΚΟ

Είναι, επίσης, μία δουλειά που τον έχει τοποθετήσει σε μία προνομιακή θέση. “Πάντοτε έχω το νου μου για να εντοπίσω υλικό που σχετίζεται με τους Έλληνες” λέει. “Υπάρχει πολύ υλικό για την ζωή των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία το οποίο περιμένει κάποιον να το ανακαλύψει και να το αξιοποιήσει: σκηνές από την ζωή στην Μελβούρνη, στα ελληνικά μαγαζιά, στις εκκλησίες κ.ο.κ.” Είναι το υλικό που ο ίδιος θέλει να χρησιμοποιήσει για τα σχέδια που έχει κατά νου. “Σκέφτομαι να κάνω κάτι χρησιμοποιώντας αρχειακό υλικό” λέει, εξηγώντας ότι, μάλλον, θα είναι κάτι που θα σχετίζεται με την δική του εμπειρία: την άφιξη των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία. Παράλληλα, ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για τον γέροντα Παΐσιο, τον Αγιορείτη μοναχό που αγιοποιήθηκε το 2015 και ο οποίος θεωρείται σύγχρονος προφήτης από πολλούς ακολούθους του. Ο Παΐσιος είχε επισκεφθεί την Αυστραλία στην δεκαετία του ’70 και ο Καρής ψάχνει να μιλήσει με ανθρώπους που τον συνάντησαν τότε.

Σε τελική ανάλυση, όλα έχουν να κάνουν με την μνήμη – κι αυτό είναι το κοινό σημείο της κινηματογραφίας και της αρχειοθέτησης. “Πράγματι, το NFSA είναι μία αποθήκη μνήμης” λέει. “Μπορούμε να συνθέσουμε μία ιστορία από όλες αυτές τις αναμνήσεις που υπάρχουν στα αρχεία, όλα αυτά τα αποσπάσματα ταινιών του παρελθόντος”. Η ίδια η λέξη “μνήμη” βάζει το μυαλό του σε σκέψεις.

“Πρόσφατα ήταν το μνημόσυνο του πατέρα μου. Δεν θεωρώ τυχαίο το ότι αυτή η συνέντευξη γίνεται τώρα που τον θυμάμαι”, λέει, εξηγώντας ότι έχει ήδη κατά νου να κάνει μία ταινία γι’ αυτόν, με υλικό από ιδιωτικά ταινίακια απου έχει γυρίσει όλα αυτά τα χρόνια, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αυστραλία. Γιατί, κατά βάθος, ο Μιχάλης Καρής παραμένει το πεντάχρονο αγόρι στο κατάστρωμα του “Πατρίς” που κρατά το χέρι του πατέρα του, νοσταλγώντας το χωριό του. “Έχω φωτογραφική μνήμη, οπότε όταν ξαναπήγα, ήξερα ακριβώς πού να πάω, αλλά όλα είχαν αλλάξει” θυμάται.

*Το αφιέρωμα στον Martin Scorsese στο ACMI (στο Federation Square) θα διαρκέσει μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου. Η ταινία “Ένας καημός της ρωμιοσύνης” θα είναι διαθέσιμη προς θέαση για τους επισκέπτες της ταινιοθήκης, αλλά μπορεί να την δει κανείς και στο διαδίκτυο, στην σελίδα του Μιχάλη Καρή στον ιστότοπο του National Film and Sound Archive (www.nfsa.gov.au/blog/2016/05/03/introducing-michael-karris).