Γέλαγε ο Γιάννης σαν τύχαινε να βρεθούμε, να πιούμε κάτι και να σχολιάσουμε, καλοπροαίρετα, αυτούς που… «φεύγουν». «Πάει και ο Βαγγέλης, μας άφησε χρόνους. Ας είναι ελαφρύ το… χώμα… Το δικό μου, Κωστάκη, θα είναι οπωσδήποτε ελαφρύ, γιατί θα είναι το χώμα της πατρίδας μας, το χώμα του νησιού μου. Αυτό θα με σκεπάσει εμένα, γιατί, στα στερνά μου, θα πάω στο νησί μου και θα μείνω εκεί μέχρι την τελευταία μου πνοή».

Αυτά έλεγε ο φίλος μου ο Γιάννης και αυτά τα έχουν πει πολλοί και τα είπαν στο παρελθόν και θα τα λένε και στο μέλλον, όσο διαρκέσει, για τον καθένα μας, αυτό, το ακαθόριστο και αβέβαιο, που το έχουμε βαπτίσει μέλλον. Κατά τη γνώμη μου, το μέλλον έχει και άμεση σχέση με το… όνειρο. Μέλλον και όνειρο είναι αδέλφια δίδυμα που ήταν σιαμαία και τα… ξεκολλήσανε. 

Ας επανέλθουμε στο φίλο μου τον Γιάννη (που ήταν και παραμένει με δύο Ν) και ας δούμε λίγο το ιστορικό του, το που και πως του και ας τον αφήσουμε να ονειρεύεται το αυριανό του όνειρο μια και κατάφερε να δει και να ζήσει το… χθεσινό. 

Θα κάνω μια παρένθεση, λέγοντας πως όταν, για πρώτη φορά, άκουσα την μικρή νησιώτικη ιστορία του Γιάννη, συνειδητοποίησα πως όλοι, κατά κάποιον τρόπο, κουβαλάμε μια ιστορία μικρή ή μεγάλη στη πλάτη μας. Αξίζει να την γράψουμε, αξίζει να τη λέμε ή και να την… τραγουδάμε. Το σπίτι του, όπως έλεγε, ήταν το τελευταίο του χωριού, το πιο φτωχό. Κοντά στη θάλασσα, δίπλα. 

Σαν είχε μεγάλο κύμα, ακούμπαγε στο βράχο που ήταν λίγα μέτρα πριν από το κεφαλόσκαλο της αυλής. Ο πατέρας το είχε κτίσει ψηλά. Ήξερε και από χτίσιμο κι ας ήταν ψαράς. Δικό του ψαροκάικο, όμορφο. «Σμαραγδή» τ’ όνομα του πλεούμενου. 

«Άλλη φορά θα σου πω την ιστορία του γιατί τα άψυχα που έχουν ιστορία, αποκτούν και ψυχή. Παύουν να είναι άψυχα» λέει ο Γιάννης. Επανέρχομαι και θα διαλέξω, τα καλύτερα, θα περικόψω τις λεπτομέρειες για να χωρέσουν στον περιορισμένο χώρο που έχω. 

«Φτωχική οικογένεια. Ο πατέρας ψάρευε σαν ο καιρός το επέτρεπε. Αν έπιανε δέκα ψάρια στον πάγκο της Λαϊκής που θα τα πουλούσε, έφταναν έξη από αυτά μια και δύο-τρία από τα μεγαλύτερα τα χάριζε στους … «πιο φτωχούς από μας» που συναντούσε στο δρόμο από το ψαροκάικο μέχρι την πλατεία που στήνανε τη «λαϊκή». 

Δύο αδέλφια, ο Γιάννης και ο μικρότερος, κάπου δύο χρόνια, αν θυμάμαι καλά το όνομα αυτού Φώτης. 

Ο Γιάννης ξενιτεύτηκε, ήρθε στην Αυστραλία καλοπαντρεύτηκε και έκανε μεγάλη, όπως λένε, περιουσία. Ένα αγόρι, όλο κι όλο, ο γιος τους, μεγάλωσε, σπούδασε, παντρεύτηκε και ζει στην Αγγλία, με τις ευχές του Γιάννη και της γυναίκας του, μια και δεν γινόταν αλλιώς. Ο Φώτης, αδελφός του Γιάννη έμεινε στο νησί, κοντά στους… γέρους. 

Ο Γιάννης φρόντιζε για τους γέρους, από μακριά και ο Φώτης πιστεύοντας πως ο αδελφός του εύρισκε τα χρήματα στους δρόμους της Μελβούρνης του ζήταγε συνέχεια λεφτά για να φτιάξουν το σπίτι γιατί… «είναι έτοιμο να πέσει και να πλακώσει τα γερόντια». 

Το σπίτι πίστευαν όλοι πως τα γερόντια θα το άφηναν στο Φώτη που είχε μείνει κοντά τους, αλλά το άφησαν και στα δύο αδέλφια. Ο Φώτης φαγώθηκε να το πουλήσουν, γιατί είχε… ανάγκη. Ο δικός μας, ο Γιάννης, αγόρασε το μερίδιο του αδελφού του, στη τιμή που θα μπορούσε να αγοράσει ένα διώροφο στην πλατεία Συντάγματος.

Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Ο Γιάννης ανακοίνωσε στη γυναίκα του την επιθυμία του να περάσει τα τελευταία του χρόνια στο νησί: «Της είχα πει να πάμε. Το καλοκαίρι θα ζούσαμε στο σπιτάκι μου το πατρικό, που το έχω κάνει κούκλα και το χειμώνα στη Χώρα, στην πρωτεύουσα. Θα πηγαίναμε δύο φορές το χρόνο στην Αγγλία να δούμε το παιδιά και το καλοκαίρι θα ερχόντουσαν, στις διακοπές τους, στο νησί. 

Δεν ήθελε. Περνάει τον περισσότερο χρόνο της στην Αγγλία να είναι κοντά στο γιο μας και στην νεογέννητη εγγόνα μας που έχει, ευτυχώς, το όνομά της. Στη Μελβούρνη πηγαίνει και κάθεται δύο μήνες να δει τις αδελφές της. Εμένα με έχει ξεχάσει. Μόνο ο συνεταιρισμός μας ενώνει. Τα ακίνητά μας, που ευτυχώς δεν μπορεί να κανείς να τα… κουνήσει». Ο Γιάννης ήλθε πέρσι στη Μελβούρνη. Έδειχνε και ήταν ευτυχισμένος. Σαν γύρισε στο νησί μιλούσαμε συχνά και τα λέγαμε τηλεφωνικώς. Δεν είναι λίγες μέρες που έλαβα ένα γράμμα του. 

Σας μεταφέρω λίγα και αυτά που θεωρώ κατάλληλα για…ανηλίκους: «…έχεις υποσχεθεί πως θα έλθεις το Σεπτέμβριο. Ωραίος μήνας στο νησί, ωραίος καιρός, κι’ έχουν φύγει οι περισσότεροι τουρίστες. Οι μπατιρο-τουρίστες φεύγουν μόλις αρχίσουν οι βροχές. Σας περιμένω. Έλα με την γυναίκα σου, έλα με τα παιδιά και τα εγγόνια σου, έλα με τους σαράντα κλέφτες, αρκεί να το ξέρω. Ψαρεύω, διαβάζω, κολυμπάω, πίνω το ουζάκι μου, πίνω το κρασάκι μου, συνοδευόμενα από τα μεζεδάκια του Θανάση που έχει τη μικρή ταβέρνα και από τα σπέσιαλ του Σεφ Γιάννη, εμού του ιδίου αυτοπροσώπως. Το αυτοκινητάκι που σου έλεγα, το Σιτροέν που σ’ αρέσει, δουλεύει ακόμα. Ρολόι σκέτο. Το βραδάκι στη χώρα. Πότε κανένα σινεμά, πότε κανένα θέατρο, αν έλθει κανένας θίασος και πότε κανένα ζαχαροπλαστείο, με θέα την πλατεία, χαζεύω νιους και γέρους που πηγαινοέρχονται. Στο είπα πως φίλους καλούς δεν έχω στο νησί. Γνωστούς πολλούς. 

Ο βιβλιοπώλης μου είναι συμπαθής. Μου μοιάζει τίμιος. Ανησυχώ για την πατρίδα. Δεν πάμε καλά ή μάλλον δεν ξέρουμε που πάμε. Προσωπικά νοιώθω πολύ καλά και ας επιμένει ο γιατρός μου πως είμαι άρρωστος. Λέει πως πρέπει να πάω στην Αθήνα για εξετάσεις. Εγώ του λέω πως αν πάω στην Αθήνα θα πάω στην Ακρόπολη, στο Μουσείο και θα πάω να φάω εκεί που μου είπες. Έχω γράψει το όνομα και την οδό. Θα τα πούμε τον Σεπτέμβρη. Κωστή, θυμάσαι που σου έλεγα πως θέλω να πεθάνω στο νησί μου γιατί το χώμα είναι πιο ελαφρύ. Είναι πολύ πιο ελαφρύ, το ζύγισα.