Έχουν περάσει έξι χρόνια από τότε που η Ελλάδα διεκδίκησε μία θέση στο διεθνές πολιτικό προσκήνιο, ως το χειρότερο παράδειγμα χώρας που ταλανίζεται από μία χρόνια κρίση, γονατισμένη από τις συνδυαστικές επιπτώσεις του τεράστιου δημόσιου χρέους, της διαφθοράς, των υπέρογκων δαπανών, του νεο-φιλελεύθερου δογματισμού και τα απόνερα της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης.
Αντιμέτωπη με τεράστια ποσοστά ανεργίας, σκληρά μέτρα λιτότητας, αυξημένες ανισότητες και άδικη φορολογία, η χώρα πασχίζει να σταθεί στα πόδια της, με την μεσαία τάξη της να έχει σχεδόν αφανιστεί και κάθε τομέα της οικονομίας να ασφυκτιά.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, υπάρχει ένας τομέας που ανθίζει. Αφήνοντας πίσω το αρχικό σοκ, ο τομέας των Τεχνών, παρά την πρωτοφανή έλλειψη πόρων, έχει περάσει στην αντεπίθεση, απαντώντας στην κρίση με μία έκρηξη δημιουργικότητας. Το έργο μιας σειράς καλλιτεχνών, συγγραφέων, μουσικών και ποιητών επιχειρεί μία λεπτομερή ανατομία της ελληνικής ψυχής και περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο το αποτέλεσμα της επιβολής μέτρων λιτότητας στον κοινωνικό ιστό της Ελλάδας, αποτελώντας ένα εργαλείο κατανόησης αυτού που συμβαίνει στην χώρα, καλύτερο ίσως από τις αναλύσεις ενός στρατού οικονομολόγων.
Αυτό τουλάχιστον φαίνεται πως πιστεύει η Karen Van Dyck, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης, η οποία κατέχει την έδρα Σύγχρονης Ελληνικής Λογοτεχνίας «Κίμων Δούκας» στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών, όπου διευθύνει το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών και διδάσκει (μεταξύ άλλων) Σύγχρονα Ελληνικά, Λογοτεχνία Ελληνικής Διασποράς και Μετάφραση.
Πρόσφατα, η καθηγήτρια Van Dyck επιμελήθηκε μίας εξαιρετικής συλλογής ποιημάτων, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Austerity Measures: The New Greek Poetry» (κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Penguin).
«Όταν υπάρχουν λιγότερα για όλους, οι άνθρωποι παλεύουν, αρπάζουν, σκληραίνουν. Τον τελευταίο καιρό, η Ελλάδα και τα Βαλκάνια ζουν με πολύ λιγότερα από αυτό που τους αναλογεί», γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου η Karen Van Dyck, συμπληρώνοντας: «Από την άλλη, όμως, υπάρχει πολύ περισσότερη ποίηση. Ποιητές γράφουν συνθήματα στους τοίχους, διαβάζουν στις πλατείες σε θέατρα και άδεια κτίρια (…) τραγουδούν σε πορείες διαμαρτυρίας, γράφουν blog και ανεβάζουν ποίηση στο διαδίκτυο, συνασπίζονται με καλλιτέχνες και μουσικούς, διδάσκουν σε εκπαιδευτικά εργαστήρια για μαθητές και μετανάστες. Μέσα στη δυστυχία και την αναταραχή, νέα ποίηση εμφανίζεται παντού, ένα σώμα πολύ μεγάλο και πολυσυλλεκτικό για να ταιριάξει βολικά σε οποιαδήποτε ιδεολογική όχθη».
«Η ΕΛΛΑΔΑ ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ»
Αυτού του είδους η ποίηση ανθολογείται στο δίγλωσσο βιβλίο που επιμελήθηκε η καθηγήτρια και που παραθέτει στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση μία σειρά ποιημάτων που προέρχονται από μια ευρεία γκάμα πηγών. Γραπτά καταξιωμένων ποιητών παρατίθενται δίπλα στα σκαριφήματα των ράπερ, ενώ στο βιβλίο εμφανίζονται πολλά μη ελληνικά ονόματα, σε μια εντυπωσιακή επίδειξη ετερογένειας που δεν είναι συνήθης, όταν μιλάμε για την Ελλάδα. «Αποφάσισα να οργανώσω την ανθολογία γύρω από τα σημεία όπου εμφανίζεται η ποίηση, αντί για την συνήθη αλφαβητική, χρονολογική, ή θεματική ταξινόμηση», λέει η ίδια, εξηγώντας πώς δημιουργήθηκε αυτή η συλλογή ποιημάτων. «Ένιωσα πως έτσι θα έδινα στον αγγλόφωνο αναγνώστη μια καλύτερη αίσθηση της δυναμικής και της ποικιλομορφίας της ποιήσης. Συμβαίνει παντού. Όχι μόνο στα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά σε αυτοσχέδια blog, σε θέατρα, σε εγκαταλελειμένες αποθήκες, σε καφέ, σε χωριά στα σύνορα, ακόμη κι εκτός Ελλάδας. Επίσης, αυτή η προσέγγιση μού επέτρεψε να συστήσω ποιητές που δεν ήταν ήδη γνωστοί στους συνηθισμένους λογοτεχνικούς κύκλους», προσθέτει. Πόσο αντιπροσωπευτικό του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού είναι το αποτέλεσμα, κατά την γνώμη της; «Η απάντηση αυτή έχει τόσες εκφάνσεις όσο και η ποίηση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο» απαντά, δίνοντας μερικά παραδείγματα.
«Ο Γιάζρα Χάλεντ (σ.σ. Τσετσένος μετανάστης στην Ελλάδα) βλέπει την ποίησή του ως ένα είδος πολιτικής δραστηριότητας. Δεν έρχεται από το τυπογραφείο, αλλά από το ορυχείο. Ο Δούκας Καπάνταης πιστεύει ότι δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική. Η Έλενα Πέγκα είναι πιο κοντά στο East Greenwich Village (της Νέας Υόρκης) παρά στη Θεσσαλονίκη. Το μόνο στο οποίο συμφωνούν όλοι είναι ότι η Ελλάδα ξεπερνά τα γεωγραφικά και γλωσσικά σύνορα ενός εθνικού κράτους. Το βιβλίο δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικό με την παραδοσιακή έννοια της πολιτικής εκπροσώπησης. Και όχι, ούτε με την λογοτεχνική έννοια της μίμησης. Για να εκπροσωπήσεις κάτι, δεν πρέπει να πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, ορισμένο που χρήζει εκπροσώπησης; Για αυτούς τους ποιητές, η σύγχρονη Ελλάδα, όπως η αλεπού στο ποίημα της Κατερίνας Ηλιοπούλου, είναι κάτι υπεράνω ορισμού. Είναι αυτό που αναζητάς, όχι αυτό που πιάνεις».
«Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ»
Φιλελληνίδα, με την πιο πλήρη έννοια του όρου, η Karen Van Dyck είναι μεταξύ των λίγων ακαδημαϊκών ανά τον κόσμο που μπορούν να ισχυριστούν ότι κατανοούν σε βάθος την ελληνική ποίηση, όπως έχει εξελιχθεί ανά τους αιώνες. Και όμως, βρέθηκε και η ίδια προ εκπλήξεως, όταν, κατά τη διάρκεια της αναζήτησης ποιημάτων για τα «Μέτρα Λιτότητας», ανακάλυψε έργα που της επέτρεψαν να εξάγει ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την κατάσταση της ελληνικής ποίησης σήμερα.
Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής
«Διαπίστωσα με έκπληξη ότι πολλοί ποιητές γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ πεζού και έμμετρου λόγου στα γραπτά τους» λέει χαρακτηριστικά. «Υπάρχει, επίσης, ένα νέο αφηγηματικό στοιχείο που παραπέμπει στην παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και σε τραγούδια όπως «Του γιοφυριού της Άρτας», αλλά συνομιλεί ταυτόχρονα και με τις διεθνείς λογοτεχνικές τάσεις, όπως είναι το ρεύμα του ‘flash fiction’. Με εντυπωσίασε επίσης πολύ η ριζική αναμόρφωση του δεκαπεντασύλλαβου στίχου, του λεγόμενου πολιτικού. Ο Γιάννης Ευθυμιάδης τον απλώνει σε 27 συλλαβές, στο ποίημά του όπου με δεξιοτεχνία διαλογίζεται γύρω από το θέμα ενός άντρα που πέφτει από το World Trade Centre. Αυτοί οι ποιητές μοιάζουν ατρόμητοι σε επίπεδο δομής, ανοιχτοί σε οποιαδήποτε φόρμα κι αυτό ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν έχουν τίποτε να χάσουν». Αυτό το αίσθημα, ότι δεν έχεις να χάσεις τίποτε μπορεί να είναι απελευθερωτικό, ιδιαίτερα σε εποχές καταπίεσης.
Η Karen Van Dyck το γνωρίζει αυτό καλά, όντας μία από τις κατεξοχήν αυθεντίες στην ποίηση της επταετίας της δικτατορίας των συνταγματαρχών, την οποία ανέλυσε στο βιβλίο της «Η Κασσάνδρα και οι λογοκριτές στην ελληνική ποίηση 1967-1990». Παρά το ότι αποφεύγει να συγκρίνει τη σημερινή κατάσταση με τη Χούντα (όπως κάνουν πολλοί στην Ελλάδα), βλέπει αρκετές ομοιότητες, τουλάχιστον ως προς το ρόλο της ποίησης ως μέσο κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού.
«Στη διάρκεια της δικτατορίας, οι ποιητές και κυρίως οι ποιήτριες χρησιμοποιούσαν τα μαθήματα της λογοκρισίας προς όφελός τους. Ελλειπτική, παραλογική και γεμάτη αμφισημία, η ποίησή τους μας έλεγε ότι δεν μπορούμε να παίρνουμε τίποτε τοις μετρητοίς» εξηγεί. «Τα τελευταία χρόνια, είναι πάλι οι ποιητές και ειδικά οι γυναίκες που αντλούν έμπνευση από τη γενιά του ’70, όπως η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και η Τζένη Μαστοράκη και έχουν στραφεί στον κόσμο των ονείρων και της μυθολογίας για να ξαναγράψουν για δύσκολους καιρούς. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο έργο των ποιητών που γράφουν για το (εξαμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό) «Φρμκ.», όπως η Φοίβη Γιαννίση, η Άννα Γρίβα, η Κατερίνα Ηλιοπούλου και η Ευτυχία Παναγιώτου, αλλά και ο Γιάννης Ευθυμιάδης και ο Γιάννης Στίγκας.
Η ομοιότητα ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο διαφορετικές ιστορικές στιγμές έγκειται στην αίσθηση ότι η ποίηση μπορεί να μας πει κάτι που οι ειδήσεις και οι πολιτικοί δεν μπορούν. Η διαφορά, πιστεύω πως είναι αυτό ακριβώς που οι ποιητές τώρα θεωρούν δεδομένο: έχουν πρόσβαση στα πάντα μέσω του διαδικτύου. Η ελληνική γλώσσα περιλαμβάνει τόσες πολλές υβριδικές φόρμες – όπως είναι τα ελληνοαγγλικά «grenglish», αλλά και αντίστοιχα ελληνοαλβανικά και ελληνοτουρκικά υβρίδια. Η ελληνικότητα είναι κάτι χωρίς σύνορα, έχει νομαδικό χαρακτήρα και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση δεν αποτελεί απαραίτητη παιδεία για έναν Έλληνα ποιητή. Το ίδιο χρήσιμη μπορεί να είναι η γνώση του αραβικού φεμινισμού ή της ‘Code Poetry’ (σ.σ. λογοτεχνικού είδους που συνδυάζει την ποίηση με τον κώδικα προγραμματισμού υπολογιστών)».
ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Αυτή η προσέγγιση δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένου του πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον της Karen Van Dyck για την ελληνική γλώσσα. «Από πολύ μικρή ηλικία έμενα σε πόλεις με πολύ ισχυρές ελληνικές κοινότητες – τη Μελβούρνη, το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και πρόσφατα την Κωνσταντινούπολη» λέει.
«Με συνάρπαζε πάντοτε το ελληνικό αλφάβητο και η γλώσσα στο σύνολό της. Το 1974 θυμάμαι να πηγαινοέρχομαι με το τρένο από το σπίτι μου στο South Melbourne, την ενορία όπου διακονούσε ο πατέρας μου, στο σχολείο μου, το Presbyterian Ladies College. Πήγαινα σε ένα ιδιωτικό αυστραλιανό σχολείο (και όχι σε ένα δημόσιο αμερικανικό), φορούσα στολή και γαλάζιες κορδέλες στα μαλλιά, έτρωγα πάβλοβα και κρεατόπιτες… Όλα ήταν καινούργια αλλά αυτό που με πάθιασε ήταν τα συνθήματα στους τοίχους κατά της χούντας που έγραφαν οι Έλληνες μετανάστες. Ήθελα να μάθω τι λένε. Ήταν ένας τρόπος να ταυτιστώ με το αίσθημα του πόσο ξένη ένιωθα. Ένας τρόπος να μάθω να τα αποκρυπτογραφώ. Στο PLC άρχισα να μαθαίνω ρωσικά, ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθήσω, αλλά δεν βρήκα όλα τα γράμματα που έψαχνα – το ‘ξ’, για παράδειγμα, έλειπε. Ήταν μακρύς ο δρόμος της συνειδητοποίησης ότι πρόκειται για Ελληνικά και της εκμάθησης αυτής της άλλης γλώσσας, αλλά αυτό ακριβώς ήταν η ανταμοιβή μου. Μόνο πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου μου για την ποίηση στον καιρό της δικτατορίας, αντιλήφθηκα εν τέλει το αίσθημα επείγοντος και την πολιτική διάσταση που είχα συναισθανθεί βλέποντας αυτά τα γραπτά στους τοίχους». Τι είδους επίδραση μπορεί να είχαν αυτά τα αντιδικτατορικά ορνιθοσκαλίσματα στους τοίχους της Μελβούρνης, σε μία εκπατρισμένη νεαρή Αμερικανίδα; «Με έκαναν να θέλω να ξέρω πώς σχετίζονται οι λέξεις με την πολιτική» εξηγεί. «Με έκανε να προσέχω τις γενικεύσεις. Μού δίδαξε ότι, αν θέλεις να κατανοήσεις την ευρύτερη εικόνα, θα πρέπει να δεις τις λεπτομέρειες. Επίσης με έκανε να σκεφτώ από τη θέση του ενδιάμεσου, του μεταφραστή. Μολονότι δεν αποτελώ επισήμως μέρος της διασποράς, ούτε έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, είμαι Ελληνίδα λόγω δουλειάς και εμπειρίας. Ο συνεχής αγώνας μου να σκεφτώ για την ελληνική γλώσσα στο πλαίσιο άλλων πολιτισμών και γλωσσών, η απόφασή μου να μεγαλώσω τους τρεις γιους μου με την ελληνική γλώσσα και να διδάξω ελληνική λογοτεχνία και μετάφραση εκτός Ελλάδας έχουν όλα συμβάλλει στο να διαμορφώσουν την αντίληψή μου για τον κόσμο, η οποία είναι πολύ κοντά σ’ εκείνη του Κ. Π. Καβάφη, της Όλγας Μπρούμα και της Αντιγόνης Κεφαλά».
Φυσικά, αυτή η κοσμοθεωρία έχει επηρεαστεί από πολύ περισσότερα πράγματα πέρα από τη γλώσσα. «Θυμάμαι να αναρωτιέμαι γιατί κάθε μεταναστευτικό κύμα ξεσπούσε πάνω στο επόμενο» λέει. «Καβγάδες ξεσπούσαν στο ζυθοποιείο Foster’s, όπου εργάζονταν πολλοί από τους γονείς των παιδιών στην ενορία τoυ South Melbourne. Πώς μπορείς να φανταστείς μορφές ανεκτικότητας, χωρίς να διαγράφεις την ιστορία; Πώς να σκέφτεσαι από την οπτική γωνία του μη προνομιούχου, ακόμη κι όταν έχεις γίνει μέρος της μεσαίας τάξης; Η Αυστραλία μού έμαθε ότι το να είσαι μειονότητα και να παραμένεις μειονότητα, είναι μείζον κατόρθωμα».