Άλλο ήταν το σημερινό μου θέμα κι άλλα τελικά θα γράψω. Ήθελα να σας πω δυο λόγια και δεν φτάνουν μόνο δύο λόγια για να αναλύσεις και να κάνεις πεζό ένα ποίημα σαν το «Αν» του Κίπλινγκ. Θα μου δοθεί η ευκαιρία μια κάποια άλλη φορά και είμαι σίγουρος ότι θα σας αρέσει. Πάμε παρακάτω και ας έλθουμε στην περίπτωση του Βαγγέλη, που επιμένει να εξηγεί πώς δέχονται στον ουρανό τις παρακλήσεις μας και να έχει εξελιχθεί σε… Τρωικό Πόλεμο η σχέση με τη σύζυγό του, την κ. Ασπασία, που επιμένει να παρακαλεί τους αγίους χωρίς να κρατάει τις προτεραιότητες και χωρίς να υπολογίζει τους πραγματικά έχοντες ανάγκη βοηθείας.
«Τι σταυροκοπιέσαι πάλι Ασπασία; Θα μου πεις, χωρίς να ντραπείς, ότι παρακαλάς την Παναγία να βοηθήσει το γιο μας τώρα που του ανοίξαμε καινούργιο μαγαζί. Να παρακαλάς να του δώσει μυαλό, κρίση και σοβαρότητα. Μαγαζί είχε και δεν το πρόσεξε. Μαγαζί είχε και το έχασε. Λέγε, λοιπόν, στις προσευχές σου προς τη Μεγαλόχαρη, να τον φέρει στα συγκαλά του, γιατί οι γονείς του δεν είναι αστείρευτες πηγές χρημάτων και ότι του πατέρα του, έχει εξαντληθεί, τελείως η… υπομονή.
Στις προσευχές, Ασπασία μου, υπάρχει προτεραιότητα. Δεν μπορεί ν’ ακούσει εσένα ο Μεγαλοδύναμος, όταν την ίδια στιγμή μια άλλη μάνα τον παρακαλεί να σώσει το παιδί της που έχει μεταφερθεί, αιμόφυρτο, στο νοσοκομείο μετά από ένα φρικτό αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σ’ αυτά τα πράγματα υπάρχουν προτεραιότητες, το είπαμε αυτό. Και θύμισέ μου να σου πω τη διαρρύθμιση που υπάρχει στο ουρανό, για να καταλάβεις πώς γίνονται αποδεκτές οι παρακλήσεις και οι αιτήσεις βοηθείας. Για σκέψου. Για συγκεντρώσου. Για φέρε την εικόνα στο μυαλό σου.
Έχει γενέθλια το παλικάρι, έκλεισε τα δεκαεπτά. Της νεολαίας οι χαρές, της εποχής μας οι ρυθμοί, πάει και ο δεκαεξάχρονος της διπλανής της πόρτας, να ευχηθεί, να πιει και να χορέψει. Ήρθαν κάποιοι, νεαροί ακάλεστοι και λόγο με το λόγο ο δεκαεξάχρονος της διπλανής της πόρτας πεσμένος κάτω με κάποιες μαχαιριές, πληγές και αίματα. Η μάνα από πάνω του, χτυπιέται, κλαίει και παρακαλεί. Ίσως να είναι ίδια η ώρα που παρακαλάς κι εσύ, την Παναγιά, να έχει καλό κατευόδιο το μαγαζί του γιου μας. Αγαπητή μου Ασπασία, στεφάνι και καμάρι μου, κατά τη γνώμη τη δική σου, την σοφή, ποιανής μάνας η προσευχή θα έπρεπε να εισακουστεί πρώτη; Η δική σου για το μαγαζί του γιου σου ή της μάνας του σφαγμένου παλικαριού;
Σ’ έχω παρακαλέσει να σοβαρευτείς. Είσαι χριστιανή, πιστή και πηγαίνεις στην εκκλησιά για να προσευχηθείς. Λέγε μερικά «ευχαριστώ» παραπάνω για ό,τι μας δίνει. Ευχαρίστησέ Τον για ό,τι ζητάμε και δεν μας το δίνει, μια και είναι, σχεδόν βέβαιο, ότι δεν το χρειαζόμαστε. Μην εκπλήσσεσαι γιατί τις περισσότερες φορές ζητάμε αυτά που δεν μας ανήκουν αυτά που έχουν οι διπλανοί και δεν τα χαίρονται. Να θυμάσαι αυτά που σου έχω πει και δεν τα πρόσεξες. Μοιάζει με παραμύθι για μεγάλα παιδιά κι είναι τόσο αληθινό που δεν μπορείς να μην το δεχτείς.
Είναι από τις ιστορίες, από τις περιγραφές που δεν μπορείς να απορρίψεις ή τις δέχεσαι λέγοντας… «έτσι θα πρέπει να είναι ή… κάπως έτσι». Εκεί επάνω, στον ουρανό, Ασπασία μου, τα πάντα είναι τέλεια οργανωμένα. Μια πολύ μεγάλη αίθουσα, στρέμματα και στρέμματα, με χιλιάδες αγγέλους που καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, λαμβάνουν, απ’ όλο τον κόσμο εκατομμύρια αιτήσεις για βοήθεια και άλλου είδους επιθυμίες. Τα κατεπείγοντα πάνε σε άλλη αίθουσα και τα επείγοντα σε άλλη.
Σε ποιον υπέβαλε την παράκλησή του ο άνθρωπος; Στο Χριστό; Στην Παναγία; Σε άλλον Άγιο ή στον άγγελό του; Εξετάζεται ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε πιστός έκανε την αίτησή του, την παράκλησή του ή την προσευχή του. Αλλού πάει το κλάμα της μάνας που χάνει το παιδί της και αλλού κάποιου που παρακαλάει να κερδίσει το λαχείο. Πόσες από τις παρακλήσεις πρόλαβαν ν’ ακουστούν και πόσοι, με κλάματα, ευχαρίστησαν και υποσχέθηκαν το… τάμα;
Εκείνο που είναι άξιο θαυμασμού είναι ταχύτατη μετάβαση των υπέρ επειγόντων περιστατικών. Αμέσως ενημερώνεται ο παραλήπτης της αίτησης, της προσευχής ή της παράκλησης και με ένα νεύμα δίνει την εντολή. Κάπου αλλού, πιο μακριά, είναι μια άλλη μεγάλη αίθουσα που καταγράφει τις άμεσες αντιδράσεις όσων έλαβαν την… βοήθεια άνωθεν, για λόγους στατιστικής. Είπε ευχαριστώ; Άναψε τη λαμπάδα που έταξε; Έκλαψε; Πήγε στην εικόνα του αγίου που είχε παρακαλέσει να πει ευχαριστώ και να προσκυνήσει;
Στην άκρη, εκεί στο τέλος είναι μια άλλη αίθουσα που κάθονται δύο-τρεις γερασμένοι και κουρασμένοι άγγελοι που δέχονται καινούργιες αιτήσεις κάποιων που ξέχασαν να πουν ευχαριστώ, για κάποιες προηγούμενες που ικανοποιήθηκαν και επανέρχονται δειλά-δειλά με καινούργια αίτηση. Είναι αυτοί για τους οποίους γράφει στο τοίχο της αίθουσας: «Δεν πειράζει, δεχτείτε την καινούργια αίτησή τους. Απ τη χαρά τους, την προηγούμενη φορά, ξέχασαν να πουν ευχαριστώ».
Γιατί κυρία Ασπασία μου, είναι καλύτερα να μη ζητάμε τίποτα. Γιατί είναι προτιμότερο να λέμε ευχαριστώ γι’ αυτά που έχουμε και γι’ αυτά που δεν έχουμε. Πες ένα ευχαριστώ, έτσι στον αέρα, γι’ αυτά που χαρήκαμε, γι’ αυτά που θυμόμαστε, γι’ αυτά που πέρασαν και μας συγκίνησαν, αυτά που μας ακούμπησαν. Άνοιξε την πόρτα μας και μόλις δεις την ηλιαχτίδα να πατάει στο σκαλοπάτι πες χαμογελαστή στον ήλιο… καλημέρα.