Σκορπίσαμε «σαν του δρυ τα φύλλα» σε όλες της γωνιές της γης. «Αλλά φέτος επιστρέφουμε στον Εγρηγόρο μας» έγραφε την περασμένη Πέμπτη, ο Σωτήρης Χατζημανώλης, ο αρχισυντάκτης μας, αναφερόμενος στο Παγκόσμιο Αντάμωμα των συγχωριανών του, στον Εγρηγόρο, «τον μικρό, ηλιόλουστο και ιδιαίτερα γραφικό οικισμό στη βορειοδυτική Χίο».
«Να αναλάβουν τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας –και ούτω καθ’ εξής– το δέσιμο με τον τόπο. Για να γίνει, όμως, αυτό πρέπει να τα μάθουμε ν’ αγαπούν αυτόν τον τόπο. Εμείς δεν έχουμε παρά μόνο να τα πάμε εκεί. Τα υπόλοιπα αφήστε και θα τα κάνει η ζωή. Το χρωστάμε στα παιδιά μας αυτό το ταξίδι. Το χρωστάμε στον εαυτό μας, που ζει με τη λαχτάρα να ξαναδεί αδέλφια, συγγενείς, παλιούς φίλους, συγχωριανούς . Κι επειδή δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο, δεν το επιτρέπει ο αδυσώπητος χρόνος, απευθύναμε κάλεσμα σε όλους τους συγχωριανούς, στη Χίο, στην Αθήνα, στην Αμερική, στην Αυστραλία και όπου αλλού βρίσκονται. Για να βρεθούμε εκεί από τις 31 Ιουλίου μέχρι και τις 15 Αυγούστου» συνεχίζει.
Πιο κάτω αναφέρεται στο CD που θα παρουσιαστεί στο «Παγκόσμιο Αντάμωμα» και αναφέρει: «Την ίδια περίοδο, θα παρουσιαστεί και ένα CD με τραγούδια που έγραψε και μελοποίησε ο Παντελής Θαλασσινός σε στίχους της Ευγενίας Ασλανίδη και έχουν κεντρικό τους θέμα τον Εγρηγόρο και το αντάμωμά μας. Ένα CD του οποίου έχω την τιμή να είμαι παραγωγός».
Στον γράφοντα αυτή τη στήλη, ο Σωτήρης έκανε την τιμή να χαρίσει το όμορφο, από κάθε πλευρά, δισκάκι και να καταφέρει να με κάνει, να θυμηθώ, να νοσταλγήσω, να… κλάψω. Αν ήμουν και «το πρώτο παιδί» στα ηλεκτρονικά, θα προσπαθούσα να σας παρουσιάσω στην οθόνη του υπολογιστή σας τους συντελεστές, την κ. Ασλανίδη, τον κ. Θαλασσινό και τους μουσικούς και μετά θα απολαμβάναμε, όλοι μαζί, το τραγούδι.
Εννέα τραγούδια. Το ένα καλύτερο από το άλλο. Ποιο να πρωτοδιαλέξεις; Τα άκουσα δεκάδες φορές. Εγώ δεν είμαι από τους τυχερούς να έχω Εγρηγόρο. Έχω, όμως, την παλιά μου γειτονιά, της Αθήνας μου, στο μυαλό και στην ψυχή μου, όπως ήταν τότε. Έτσι θα την κρατάω, μέσα μου, όσο ζω.
Σας το είπα. Δεν μπορώ να σας βάλω το δίσκο να τον ακούσετε. Θα ήθελα να σας μιλήσω και για τα εννέα τραγούδια του δίσκου, μα δεν μας φτάνει ο χώρος. Θα σας πω, για τους στίχους μερικών απ’ αυτά, και θα σιγοτραγουδάω, ελπίζοντας, ότι μέσα στην ησυχία της νύχτας, θα ακούσετε τους στίχους, τη μουσική και το… κλάμα.
«Τι ξέρω εγώ από ξενιτιά / Εγώ δεν έφυγα ποτέ μου. / Δεν ξέρω εγώ από ξενιτιά / Τι να σου απαντήσω Θεέ μου / Η δική μου η ξενιτιά είναι που έρχεται Λαμπρή χωρίς Χριστός Ανέστη / Η δική μου η ξενιτιά είναι που δεν μυρίζει η γειτονιά βασιλικό κι ασβέστη / που για κηδείες μοναχά σημαίνουν οι καμπάνες / και δεν προβάλουν στις αυλές τ’ απομεσήμερο οι μάνες / να φωνάξουν δυνατά Γιάννη, Σωτήρη, Μαρία, μαζευτείτε και νύχτωσε πια».
Και η στιχουργός-ποιήτρια κ. Ευγενία Ασλανίδη, συνεχίζει να… μιλά για το ερημωμένο της χωριό και τη δική της ξενιτιά στο Θεό και σε… μας που ξέρουμε ο καθένας τη δική του ξενιτιά. Ο καθένας το ερημωμένο του χωριό, την τσιμεντένια, έρημη, πολύβουη πόλη του, την πικραμένη του ψυχή.
«Τι ξέρω εγώ από ξενιτιά /εγώ δεν έφυγα ποτέ μου /δεν ξέρω εγώ από ξενιτιά/ τι να σου απαντήσω Θεέ μου. Η δική μου ξενιτιά είναι η αβάστακτη σιωπή που κάθεται στις στράτες. Η δική μου η ξενιτιά το λεωφορείο που περνά με δίχως επιβάτες. Είναι θρανία αδειανά και έρημες αλάνες./ Πόρτες κλειστές ερμητικά, που δεν προβάλουν πια οι μάνες. Να φωνάξουν δυνατά Γιάννη, Σωτήρη, Μαρία, μαζευτείτε και νύχτωσε πια».
Και στο πρώτο τραγούδι του δίσκου, «Με δυο ρολόγια», που είναι και ο γενικός του τίτλος, πάλι η ίδια στιχουργός, η κ. Ευγενία Ασλανίδη, «μιλάει» και ο κ. Θαλασσινός τραγουδάει τις δύο πατρίδες… Ακούστε τους: «Εδώ π’ απλώνεται η θάλασσα και σμίγει με τον απέραντο γαλάζιο ουρανό / Η μέρα άρχιζε προτού η νύχτα φύγει και τελείωνε με τον εσπερινό.
Εδώ που φτάνει μια ελιά κι ένα αμπέλι /να ιστορίσουν μια πανάρχαια διαδρομή,/ απ’ την ανέχεια η μάνα έβγαζε μέλι και ο πατέρας απ’ την πέτρα το ζουμί. Με δυο πατρίδες η ζωή μου συνεχίζει, με δυο ρολόγια ταξιδεύω στο καιρό. Όμως στις ρίζες η καρδιά όλο γυρίζει και τις ποτίζει με τ’ αθάνατο νερό. Εδώ διδάχτηκα της φύσης τη σοφία / με πέντε γράμματα και ένα φυλαχτό/ Έχω ακόμα μια παλιά φωτογραφία /παιδί ξυπόλητο που έπαιζε κρυφτό. Εδώ ονειρεύτηκα αντίκρυ το Αιγαίο/ με μια επίμονη στα στήθη μου φωτιά, σαν το πουλί θα βγω ψηλά στο Πελιναίο/ να συναντήσω τη Θεά της ξενιτιάς. Με δυο πατρίδες η ζωή μου συνεχίζει, με δυο ρολόγια ταξιδεύω στον καιρό. Όμως στις ρίζες η καρδιά μου όλο γυρίζει και τις ποτίζει με τ’ αθάνατο νερό».
Καλό σας ταξίδι αγκαλιά με τη δική σας ξενιτιά στο σύννεφο της θύμησης και της νοσταλγίας.