Η κάθε μου επιστροφή στην Κύπρο καταντάει όλο και περισσότερο καβαφική – συγκεκριμένα «Ιθακίζει» θάλεγα με τις περιστροφές:
Πάντα στον νου σου νάχεις την [Κύπρο].
…Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
…Η [Κύπρος] σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η [Κύπρος] δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η [Κύπροι] τι σημαίνουν.
(Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Ιθάκη», 1910)
… να περιστρέφονται συνεχώς στο μνημειακό μου θώκο.
Από τον καβαφικό μαρασμό της «Η Πόλις» (1894), στον Παλαμικό πατριωτισμό («Στην Κύπρο την αέρινη/τη μακαρία γή/η αγνή ψυχή δεν έσβησε/και ζή και ζή και ζή!», «Κύπρος», 1901) και τις εξάψεις ενός (Γιάννη) Ρίτσου, όπου η Κύπρος γίνεται «Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο» («Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο», 1974), και επιστροφή πάλι στον Σεφέρη, «Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ/δε χρειάζεται μακρύ καιρό/για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,/δε χρειάζεται μακρύ καιρό/το κακό για να σηκώσει το κεφάλι» («Σαλαμίνα της Κύπρος», 1955), καταλήγουμε στο «δικό» μας Kύπριο Παντελή Μηχανικό που μας κεντρίζει και μας προκαλεί με το πρώτο σύμβολο της Κύπρου, την Αφροδίτη:
Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό.
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με το βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή.
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα. «Αφροδίτη» (1975).
Η ποίηση (όπως και η μουσική) πάντα μου προσφέρεται διεξοδικά σε στιγμές στωικές, εμπνέοντας και εμπλουτίζοντας συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές, προκλήσεων και διλημμάτων (σε αυτό βοηθά η ελληνική γλώσσα – μια πλούσια γλώσσα του υποκειμένου, της ποίησης, του Ευαγγελίου, της φιλοσοφίας, όπως, και της πολιτικής και των μαθηματικών).
Η επάνοδός μου αυτή τη φορά, για περισσότερο από τη συνηθισμένη χρονική περίοδο, μου επέτρεψε να εγκλιματιστώ σε αυτό που ο κοινωνιολόγος Πανταζής Τερλεξής κατονόμασε το 1971 στην «κυπριακή πραγματικότητα» – ο Kύπριος ποιητής και λόγιος Κύπρος Χρυσάνθης θα πάει ένα βήμα πιο πέρα το 1973 με την προειδοποίηση ότι η λογοτεχνία (πόσο μάλλον η πολιτική και η δημόσια ζωή) κινδυνεύουν να καταντήσουν «απομιμήσεις» της κυπριακής πραγματικότητας.
Όταν συνέχεια συναναστρέφεσαι με τους «υψηλά» πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, και διπλωματικούς κύκλους, πραγματικά διακινδυνεύεις να χάσεις την αφή και την ύφη της κοινωνικής καθημερινότητας. Για μένα βαρόμετρο της κυπριακής πραγματικότητας παραμένει πάντα η αγαπημένη μου αδελφή που στα ακρινά αστικά όρια της Λευκωσίας, στην Πάνω Δευτερά, ενατενίζεται μεταξύ του πολυπόθητου μας Πενταδάχτυλου και της αστικής απλωσιάς μιας πρωτεύουσας που μου φαίνεται όλο και περισσότερο ξενική.
Άλλωστε η απόσχιση του Κυπριακού από την κυπριακή κοινωνική πραγματικότητα και συνάμα καθημερινότητα, συντελεί όχι μόνο στην αποσύνθεση μιας οποιασδήποτε αίσθησης δικαίωσης αλλά αποτελεί μαρασμό μιας παράδοσης αγώνων που η μνήμη τους απειλείται να εξουδετερωθεί στον εναγκαλισμό αυτών που ο Κώστας Μόντης ονομάζει «Τα ‘σοκολατόπαιδα’» (Πικραινόμενος εν εαυτών, 1975).
Το Κυπριακό προσεγγίζεται από δύο σκοπιές: ως το μέγα εθνικό θέμα που απασχολεί την πολιτική (και όχι μόνο) ελίτ και το πώς αναδιπλώνεται μέσα στην ρευστότητα της καθημερινότητας. Και ενώ πριν την οικονομική κρίση, και το αυτοαποκαλούμενο «κούρεμα», υπήρχε μια λαϊκή ανοχή (που πολλοί το ερμήνευσαν ως «λαϊκή εντολή») στο πώς ο πολιτικός κόσμος, η άνιση κατανομή εξουσίας -ακόμη και στο ίδιο το κράτος με τις αμοιβές και τα μονοπώλιά του- τώρα αυτά τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Οι πρόσφατες κυπριακές βουλευτικές εκλογές στις 22 Μαΐου αποτελούν ένα μικρό δείγμα αυτής της συνέπειας. Πρώτη δύναμη αναδείχτηκε η «αποχή» με 33,26% (επίσημα αποτελέσματα του Υπουργείου Εσωτερικών), που αν προσθέσεις τα άκυρα (2,12%), τα λευκά (0,96%), και το ότι κάτω του 10% από τους 23.000 νέους Κύπριους ψηφοφόρους ψήφισαν, τότε η «αποχή» ξεπερνά το 40%. Επίσης για πρώτη φορά εκλέγονται οκτώ κόμματα στην κυπριακή Βουλή συμπεριλαμβανομένου και του ΕΛΑΜ (Εθνικό Λαϊκό Μέτωπο – το αδελφικό αντίστοιχο κόμμα της ελλαδικής Χρυσής Αυγής).
Από πολιτικής σκοπιάς γίνεται λόγος για την διαμόρφωση ενός κεντρώου «πατριωτικού» χώρου που αντιτάσσεται στον διπολισμό του ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ, Δεξιά-Αριστερά, Κυβέρνηση-Αντιπολίτευση, με υπονοούμενα ότι τάσσονται κατά της ΔΔΟ (Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας).
Στους σφοδρούς επικριτές και όσους απορρίπτουν τη ΔΔΟ συγκαταλέγεται και το ΕΛΑΜ που μαζί με τα κεντρώα ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ (που επίσημα απόρριψε το ΔΔΟ), τη Συμμαχία Πολιτών, την Αλληλεγγύη και τους Οικολόγους, συγκροτούν μια εκλογική δύναμη του 40,44% – με δεδομένα τα πρόσφατα έγκυρα εκλογικά αποτελέσματα της 22ης Μαΐου που δεν εξαιρεί από το σύνολο το αινιγματικό (ως προς τις προθέσεις του έναντι μιας ομοσπονδιακής λύσης) 40% της αποχής.
Μια μουδιασμένη ανησυχία επικρατεί στην Κύπρο γύρω από το Κυπριακό. Ο ετεροθαλής κυνισμός που δεσπόζει στη σύγχρονή εποχή, η αμηχανία της Φιλελεύθερης Δεξιάς-Aριστεράς, η κρίση μιας εκλιπαρούσας δημοκρατίας που στενάζει κάτω από την πίεση της αδικίας, διαφθοράς και μετριότητας, η αλλόκοτη εσωστρέφεια και κοσμοπολίτικη ματαιοδοξία μιας νεολαίας που εξιδανικεύει την ηδονοβλεψία με επικοινωνιακό τους απόθεμα το απρόσωπο και μονολογικό FACEBOOK, επισκιάζει και το κυπριακό πεπρωμένο. Και ενώ πολλοί βιάστηκαν να συγκρίνουν την κοινωνική κρίση του «κουρέματος» με αυτήν που επέφερε η εισβολή στην Γενιά του ’74, δυστυχώς οι μετέπειτα γενιές γαλουχήθηκαν σε ευνοϊκές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες ώστε να καθιστούν τα «καλομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» – δανειζόμενος, με μια μικρή παραλλαγή, τον τίτλο του ιστορικού καθηγητή Κώστα Κωστή, «Τα Κακομαθημένα Παιδιά της Ιστορίας: η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος-21ος αιώνας» (εκδόσεις Πατάκη, 2013).
Ενώ οι πολιτικές εξελίξεις στο Κυπριακό απειλούν να προσπεράσουν την κοινωνική ετοιμότητα, ο κίνδυνος να μας βρουν απροετοίμαστους – για μια ακόμη φορά – θα οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια σε «κερδισμένους» και «αδικημένους». Πολύ φοβάμαι ότι για πολλαπλή φορά οι σταυρωτές φιδο-οχιές του Σεφέρη θα πλεχτούν «πάνω στην κακή γενιά/ τη μοίρα μας.» (Β’ Μυκήνες, 1935). Πέρα από τον στενό κύκλο των ελίτ και τα ΜΜΕ, η αίσθηση του momentum, μια κινητικότητας (και της συνεπαγόμενης κινδυνολογίας που την επισκιάζει) στο κυπριακό αφήνει, προς το παρόν τον «κοινό» Κύπριο, αδιάφορο.
Και όμως μέσα σε αυτό τον κυκεώνα της μισαλλοδοξίας και του πεσιμισμού, βρήκα και έριδες ελπίδας ότι μερικά μαθήματα από το 2004 έχουν μαθευτεί. Καινοτομία η εκδήλωση του Κυπριακού Ακαδημαϊκού Διάλογου (βλ. «Νέος Κόσμος», 22 Ιουνίου 2016) όπου οι δύο αρχηγοί, Νίκος Ανατασιάδης και Μουσταφά Ακιντζί, σε κοινή δημόσια εμφάνιση, υιοθέτησαν μια θετική αφήγηση σχετικά με τα οφέλη και αξίες στην καθημερινότητα των Κυπρίων από ένα ομοσπονδιακό κράτος. Όπως σχολίασε η αδελφή μου, που παρευρέθηκε μαζί μου, ήταν η πρώτη φορά που άκουσε από τους πολιτικούς της μια αντικειμενική και αμερόληπτη πληροφόρηση για τα οικονομικά οφέλη που θα επιφέρει μια ομοσπονδιακή λύση. Κρίμα, πρόσθεσε, που ήταν στα Αγγλικά και απευθυνόταν σε ένα ακροατήριο ελίτ! Το αν αυτή η (επικοινωνιακή) εκστρατεία – ή η «επίθεση θετικότητας» που χαρακτηρίζει το πολιτικό μάρκετινγκ – των Αναστασιάδη-Ακιντζί θα υπερτερήσει ή όχι, ο χρόνος (σύντομα) θα δείξει. Ένα πάντως είναι σίγουρο, ότι αυτός ο κύκλος συνομιλιών ίσως αποτελέσει και την τελευταία ευκαιρία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στην ομοσπονδιακή του βάση.