Η Ειρήνη Σταυρακάκη τοποθετεί μεθοδικά τους τρεις πρωταγωνιστές επί σκηνής και μετά ξετυλίγει με την ίδια μεθοδικότητα και καθαρότητα μυαλού, το σενάριο.
Πρόκειται για ένα έργο που μόνη της -από δική της εσώτερη ανάγκη- παίζει ξανά και ξανά, γιατί ο στόχος είναι ιερός.
«Εντάξει. Έχασα εγώ τη μητέρα μου, μετά από μια άνιση, γενναία μάχη με τον εχθρό, αυτό όμως δεν θα πρέπει να μείνει χωρίς συνέχεια, χωρίς να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Εξάλλου αυτό θα ήθελε και η ίδια που με σύμμαχο την επιστήμη, μέχρι την τελευταία στιγμή, έδινε μια γενναία μάχη με τον καρκίνο. Ήταν μια μάχη άνιση, της έδωσε όμως, όπως φάνηκε στην εξέλιξη, πάνω από τέσσερα πολύτιμα χρόνια ζωής, από αυτά που είχαν προβλέψει οι γιατροί».
Η Ειρήνη Σταυρακάκη έχασε τη μητέρα της πριν τρία χρόνια από καρκίνο των ωοθηκών. Πρόκειται για έναν ύπουλο, όσο και αδυσώπητο εχθρό, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι μέχρι τώρα δεν έχει κατορθώσει η επιστήμη να εντοπίσει αυτή τη μορφή του καρκίνου, έγκαιρα.
Ο λόγος ότι τα συμπτώματα που παρουσιάζει, εκτός του ότι έρχονται με μεγάλη καθυστέρηση για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, είναι πολύ εύκολο να ταυτιστούν με άλλα προβλήματα υγείας.
Δεν γίνεται εντούτοις να αγνοηθεί, δεδομένου ότι πάνω από 240.000 γυναίκες προσβάλλονται από την ασθένεια αυτή και 150.000 χάνουν, ως συνέπεια, τη ζωή τους κάθε χρόνο σε παγκόσμια κλίμακα.
Η μορφή αυτή καρκίνου ευθύνεται για το 4,5% όλων των γυναικών που χάνουν τη ζωή τους από καρκίνο, το μεγάλο δε ποσοστό θνησιμότητας -70%- αποδίδεται στην καθυστερημένη διάγνωση και αναποτελεσματική θεραπευτική αγωγή.
ΑΠΟΡΘΗΤΟ ΟΧΥΡΟ
Πρόκειται, από την πλευρά της επιστήμης, για ένα απόρθητο οχυρό που απαιτεί συνεχή έρευνα και επιμονή προκειμένου να κατακτηθεί.
Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται και δραστηριοποιείται, εδώ και χρόνια το Ερευνητικό Ίδρυμα Καρκίνου Ωοθηκών (Οvarian Cancer Research Foundation) στο οποίο η Ειρήνη Σταυρακάκη είναι πρέσβειρα.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο, στον τομέα αυτόν, ερευνητικό ίδρυμα της Αυστραλίας. Ιδρύθηκε το Μάιο του 2000 από τον γυναικολόγο/ογκολόγο καθηγητή Thomas Jobling και την επιχειρηματία, Λιζ Χελιώτη.
Ο κύριος στόχος του εν λόγω οργανισμού είναι να ανακαλύψει τον τρόπο που θα επιτρέπει την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου αυτού του τύπου, γεγονός που θα συμβάλει στο να αυξηθεί ο αριθμός των γυναικών που επιβιώνουν πέραν του ορίου των πέντε χρόνων κατά 90%. Σήμερα το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 20 – 30% για το λόγο ότι η διάγνωση γίνεται σε προχωρημένο στάδιο.
Υπάρχει, να σημειωθεί, ένα μεγάλο δίκτυο γυναικών/ εθελοντών στις οποίες δίνεται ο τίτλος της πρέσβειρας και εργάζονται αφιλοκερδώς για την οικονομική συντήρηση του ερευνητικού κέντρου και τη διάδοση των στόχων του, έργο που συμπεριλαμβάνει την πληροφόρηση και την ευαισθητοποίηση, στο θέμα αυτό, του κοινού.
Στην περίπτωση της Ειρήνης Σταυρακάκη, η πρόταση για συμμετοχή στο έργο του οργανισμού, έγινε όταν η μητέρα της έχασε τη μάχη με τον καρκίνο.
ΓΕΝΝΑΙΑ ΜΑΧΗ
«Στην ουσία ήταν από την αρχή μια γενναία μάχη στην οποία η μητέρα μου είχε σύμμαχο την επιστήμη.
Ο τρόπος που αντιμετώπισε το πρόβλημα για πέντε ολόκληρα χρόνια, είμαι βέβαιη ότι μπορεί να εμπνεύσει και να δώσει έναυσμα και σε άλλες γυναίκες να μην καταθέσουν τα όπλα, έστω και όταν ο αγώνας είναι άνισος».
Γυρίζει πίσω στην πρώτη μέρα που έλαβε το τηλεφώνημα της μητέρας της στη δουλειά: «Ήταν 18 Δεκέμβρη 2008. Μου είπε ότι ήθελε να πάω στο σπίτι γιατί έπρεπε να μου μιλήσει. Κατάλαβα ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Η ψυχραιμία της και η γενναιότητα που αντιμετώπισε τη διάγνωση θα μου μείνει έντονα μέσα μου όσο ζω. «Ο γιατρός είπε ότι είμαι πολύ σοβαρά. Ότι έχω την επάρατη. Εγώ όμως θα παλαίψω και θα νικήσω. Αυτό ήθελα να σας πω». Θυμάμαι ότι ο αδελφός μου με κοίταξε παγωμένος. Οι γιατροί ήδη του είχαν πει ότι η μητέρα έχει μόνο 6-8 μήνες ζωής. Για μένα ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό», λέει σήμερα η Ειρήνη, ζώντας ξανά τις στιγμές που, όπως θα πει, ‘έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της’.
Εκφράζοντας τον άμετρο θαυμασμό της για τη γενναιότητα της μητέρας της που εξέπληξε κι αυτούς τους ίδιους τους γιατρούς, πιστεύει σήμερα ότι «ο τρόπος που αντιμετώπισε την αρρώστια, είναι εκείνος που, σε αντάλλαγμα, της έδωσε πέντε χρόνια ζωής επιπλέον από ό,τι είχε προβλέψει και αποφανθεί η επιστήμη».
Χαμογελά και ο τόνος της φωνής της έχει έναν τόνο πιο χαμηλό και τρυφερό από ό,τι μέχρι τώρα: «Ξέρεις ότι εκείνο που την ενόχλησε από τη χημειοθεραπεία ήταν μόνο το γεγονός ότι έχανε τα ωραία πλούσια μαλλιά της. Αλλά, δεν άργησε κι αυτό να το αντιμετωπίσει με χιούμορ, γεγονός που μας μετέδιδε την ψυχική δύναμη να αντισταθούμε κι εμείς σ’ αυτή την ξαφνική εισβολή του εχθρού στη ζωή μας».
ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ
«Λοιπόν πού θα πάμε σήμερα;» ρωτούσε τον πατέρα μας τις φορές που δεν είχε η ίδια κάτι στο πρόγραμμά της, όπως το γυμναστήριο, τις συναντήσεις με τις φίλες της, τη βόλτα στα μαγαζιά.
Πάντα περιποιημένη, πάντα καλοντυμένη, με το χαμόγελο στα χείλη και δίψα για ζωή. Εργαζόταν μόλις τελείωνε η χημειοθεραπεία και προσπαθούσε να ζει όσο γινόταν πιο κοντά σ’ αυτό που ήξερε και έκανε πάντοτε. Διακοπές, ταξίδια, αλλά και καθημερινότητα που όποιος την έβλεπε δεν θα μπορούσε ποτέ να αντιληφθεί τη γενναία μάχη που έδινε, αδιάκοπα μ’ έναν αδυσώπητο εχθρό».
Ο θαυμασμός για τη γυναίκα που όπως λέει η ίδια «δεν την είδε ούτε στιγμή να χάνει το ηθικό της».
«Θυμάμαι το 2011, μετά από νέες εξετάσεις, τα αποτελέσματα ήταν πολύ άσχημα. Οι γιατροί ζήτησαν να μας δουν και χωρίς περιστροφές, είπαν ότι δεν νομίζουν ότι η χημειοθεραπεία θα λειτουργήσει από τώρα και μπρος και καλύτερα να τη διακόψουν για να μην ταλαιπωρείται άδικα. Ήταν Ιούλιος. Παγωνιά έξω. Το ιατρείο βέβαια, όπου ακούσαμε τη φοβερή είδηση είχε θέρμανση. Εγώ όμως ένιωσα να παγώνω.
Η μητέρα μου, θυμάμαι, κοίταξε τον γιατρό με τόλμη στα μάτια και είπε το περίφημο ‘δεν είμαι έτοιμη να παραδώσω τα όπλα. Θα συνεχίσω τον αγώνα’. Και τον συνέχισε και έζησε, πέρα από τις προβλέψεις των γιατρών, χωρίς ούτε στιγμή να χάσει το θάρρος της και την αγάπη για τη ζωή. Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα θέλω να βάλω το δικό μου λιθαράκι στο έργο που γίνεται για να κερδίζουν περισσότερες γυναίκες τη μάχη με τον εχθρό που δεν έχει ακόμη αφοπλιστεί» καταλήγει η Ειρήνη Σταυρακάκη».