Κάθε χρόνο αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων νεαρής ηλικίας που δεν καταφέρνουν να αγοράσουν τη δική τους κατοικία και συνεχίζουν να ζουν στο νοίκι. Τα στοιχεία από έρευνα του Πανεπιστημίου Μελβούρνης δείχνουν ότι μόνο το 29% των νέων ηλικίας 25 ώς 35 ετών διαθέτει σήμερα τη δική του κατοικία όταν το 2002 το ποσοστό αυτό έφτανε το 38%.
Στη Βικτώρια το ποσοστό ιδιοκατοίκησης μειώθηκε κατά 7,8% από το 2002 ώς το 2014, και είναι το μεγαλύτερο ποσοστό σε όλη την Αυστραλία. Από το σύνολο των 17.000 Αυστραλών που ρωτήθηκαν το 2014, μόνο το 51,7% αυτών είχε τη δική του κατοικία. Το 2002 το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης ήταν 57%. Αυτό έχει αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, αφού όλο και μικρότερος αριθμός πολιτών, δηλαδή, αυτοί που νοικιάζουν έχουν λόγο για τα τεκταινόμενα στο Δήμο τους.
Ίσως θα έπρεπε να τονίσουμε ότι τα νούμερα αυτά δεν απεικονίζουν την αλήθεια,
αφού χιλιάδες οικογένειες πληρώνουν σήμερα μόνο το επιτόκιο του στεγαστικού τους δανείου και όχι το αρχικό κεφάλαιο αγοράς της κατοικίας τους. Ουσιαστικά οι κατοικίες ανήκουν στις τράπεζες.
Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι από το 2001 ώς το 2014 οι μισθοί των Αυστραλών αυξήθηκαν κατά 21%, αλλά σήμερα οι οικογένειες πληρώνουν τα διπλάσια για τη φροντίδα και τα έξοδα των παιδιών τους απ΄ό,τι στις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Γι’ αυτό τον λόγο, πολλά ζευγάρια εξαρτώνται και στην οικονομική ενίσχυση των γονιών τους.
Ακόμα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πλουσιότεροι Αυστραλοί είναι τα ηλικιωμένα ζευγάρια, που είδαν την αξία των κατοικιών τους να αυξάνεται κατά 70% από το 2002 μέχρι και σήμερα. Αυτό συνέβη ως αποτέλεσμα δύο συγκυριών: της ανατίμησης των τιμών των κατοικιών τους και των αλλαγών στις ρυθμίσεις συνταξιοδότησης (superannuation). Οι αλλαγές αυτές είχαν περάσει από τον πρώην θησαυροφύλακα των κυβερνήσεων του Συνασπισμού, Peter Costello, και έδωσαν το δικαίωμα και σε εκείνους τους πολίτες που είχαν μεγάλες καταθέσεις να διαθέτουν ένα νόμιμο φορολογικό καταφύγιο όπως είναι το superannuation.
Μεταξύ αυτών είναι και χιλιάδες Έλληνες της πρώτης γενιάς, ειδικά στη Μελβούρνη και το Σίδνεϊ. Συχνά, η αξία των κατοικιών τους ξεπερνά το $1 εκατομμύριο με αποτέλεσμα να χάνουν μέρος των συντάξεών τους. Αυτό, σε σχέση και με το γεγονός ότι πολλοί απ’ αυτούς δεν διαθέτουν superannuation, επιδεινώνει την οικονομική τους κατάσταση. Δηλαδή, με δύο λόγια, κατοικούν σε πανάκριβα σπίτια αλλά οι εισοδήματά τους είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον εθνικό μέσο όρο!
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΗ ΕΧΟΝΤΕΣ
Μύθος είναι, τελικά, η άποψη ότι το κοινωνικό κράτος είναι υπερβολικά μεγάλο και οι δαπάνες για επιδόματα θα πρέπει να μειωθούν. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, επτά στα δέκα Αυστραλιανά νοικοκυριά έλαβαν κάποια οικονομική βοήθεια από το κράτος την περασμένη δεκαετία. Σε αυτό το νούμερο δεν υπολογίζονται τα παιδιά, οι συνταξιούχοι και τα νοικοκυριά που δικαιούται οικογενειακών επιδομάτων. Ωστόσο, το 2014 μόνο το ένα τρίτο του συνόλου των Αυστραλών πολιτών έλαβε κάποια κρατική βοήθεια, όταν πριν από δέκα χρόνια το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 37%.
Ακόμα, το χάσμα στους πιο υψηλά και στους πιο χαμηλά αμειβόμενους μεγάλωσε σταθερά την τελευταία δεκαετία και σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το επίπεδο εκπαίδευσης των πολιτών. Εκείνοι που διαθέτουν πανεπιστημιακό τίτλο αμείβονται ώς και $300,000 περισσότερο από εκείνους δεν κατάφεραν να τελειώσουν το Λύκειο.
Επίσης, η έρευνα έδειξε ότι οι άντρες που εργάζονται 38 ώρες την εβδομάδα παίρνουν 15 μέρες άδεια διακοπών τον χρόνο και 4 ημέρες άδεια ανάρρωσης, ενώ οι γυναίκες 17 και 5 μέρες αντίστοιχα.
ΣΤΑΘΕΡΗ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Και ενώ αναφερόμαστε στις πανάκριβες κατοικίες και στην μείωση του ποσοστό ιδιοκατοίκησης, άλλη έρευνα έδειξε ότι η Αυστραλία δεν θα πρέπει να τρομάζει από την απόφαση των Βρετανών να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά να ασχολείται κυρίως με την πορεία της κινεζικής οικονομίας.
Η έκθεση της Deloitte διαπιστώνει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Αυστραλίας θα παραμείνει στην ίδια πορεία λόγω και των χαμηλών επιτοκίων υποβοηθώντας έτσι την ανάπτυξη του τομέα του λιανικού εμπορίου και οδηγώντας την κατασκευή νέων κατοικιών σε επίπεδα ρεκόρ. Η χαμηλότερη τιμή του δολαρίου Αυστραλίας έχει ενισχύσει τους τομείς του τουρισμού, της γεωργίας και της μεταποίησης, αλλά μπορεί να παρουσιαστούν προβλήματα αν συνεχιστεί η πτώση του και μέσα στο 2017.
Η Deloitte ρώτησε τους κορυφαίους διευθύνοντες συμβούλους της Αυστραλίας και το 80% δήλωσε ότι η παγκόσμια αστάθεια της αγοράς και η πολιτική αστάθεια και αβεβαιότητα της χώρας μας εμποδίζουν τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.
Ο πληθωρισμός μπορεί μεν να μην είναι πολύ χαμηλός, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα μεγαλύτερο διάστημα απ’ ότι αναμενόταν. Αναλυτές εκτιμούν ότι θα υπάρξουν νέες μειώσεις στο βασικό επιτόκιο της Αποθεματικής, αφού η οικονομία θα πρέπει να απορροφήσει την μείωση της δραστηριότητας του μεταλλευτικού τομέα, που είναι σημαντικός ειδικά για την Αυστραλία αλλά όχι για τον υπόλοιπο κόσμο.