ΠΡΙΝ το αεροπλάνο της Qatar προσγειωθεί στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», είχα ήδη αποφασίσει να μην ασχοληθώ με την κρίση και τις επιπτώσεις της.

ΚΑΙ αυτό δεν το έκανα γιατί αυτή η ιστορία (που με τον καιρό εξελίχθηκε σε φαρσοκωμωδία) έπαψε να με απασχολεί. Κάθε άλλο…

ΤΟ έκανα, γιατί δεν ήλθα εδώ για να κάνω διδακτορική διατριβή για τα όσα έλαβαν και συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα την τελευταία εξαετία, αλλά…

…ΓΙΑ να δω κοντά, για άλλη μια φορά από κοντά, τα βουνά και τις ακρογιαλιές που αγάπησα και να επισκεφθώ τόπους και νησιά που δεν είχα προλάβει να δω.

ΚΑΙ πιστέψτε με, δεν υπερβάλω αν σας πω, ότι παρά το γεγονός ότι έχω κάνει τα τελευταία 50 χρόνια δεκάδες ταξίδια και πάνω από 100.000 χιλιάδες χιλιόμετρα -δηλαδή έχω στην κυριολεξία «οργώσει» την ηπειρωτική χώρα από τη μια άκρη στην άλλη-, δεν έχω ακόμα δει ούτε το 80% της Ελλάδας.

ΑΥΤΟ, βέβαια, σημαίνει, ότι άλλες δέκα ζωές να είχα μπροστά μου, δεν θα έφταναν…

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, όμως, έχω μία. Συνεπώς, πρέπει να βιαστώ και να μη σπαταλήσω το χρόνο που μου έχει απομείνει.

ΑΥΤΟ ήταν το αρχικό σχέδιο και είχα «πάρει όρκο» να το ακολουθήσω και να μη το… νοθεύσω.

ΣΤΟ κάτω-κάτω της γραφής, για την κρίση έχω γράψει πολλές φορές, καλύπτοντάς την από διάφορες οπτικές γωνίες.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, σκέφτηκα, ότι δεν υπάρχει έκδοση του «Νέου Κόσμου», που να μην έχει κάποια είδηση, άρθρο ή… ανάλυση «ειδικών», για το πολυσυζητημένο (και από τα μαλλιά πιασμένο) αυτό θέμα.

ΑΝ κάνουμε μια απλή πρόσθεση, θα διαπιστώσουμε, ότι κατά τη διάρκεια της επταετούς κρίσης έχουν μεσολαβήσει πάνω από 360 εκδόσεις της εφημερίδας μας.

ΜΕ λίγα λόγια, ειπώθηκαν και γράφτηκαν, από πολλούς και διάφορους, ξανά και ξανά, τα πάντα.

ΣΑΝ τι άλλο δηλαδή, θα μπορούσα να γράψω εγώ, που δεν θα το έχετε διαβάσει τουλάχιστον, είκοσι φορές…

ΕΛΑ, όμως, που και να θέλεις να αγιάσεις δεν σε αφήνουν, τα όσα ζεις και ακούς από κοντά, για πρώτη φορά, από ανθρώπους που βιώνουν στο πετσί τους τη κρίση.

ΑΛΛΟ πράγμα, να είσαι στην Αυστραλία και να παρακολουθείς από τις εφημερίδες, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο τα διαδραματιζόμενα στην πατρίδα και εντελώς διαφορετικό να ακούς τις προσωπικές ιστορίες, τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα των αυτοπτών μαρτύρων. Των παθόντων…

ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ με την Qatar στο τεράστιο, μοντέρνο και πολυτελές αεροδρόμιο της Ντόχα και βλέποντας πολλά αεροπλάνα να προσγειώνονται κάθε δεκάλεπτο και δεκάδες που περίμεναν στον αεροδιάδρομο να απογειωθούν (κάθε τρίλεπτο!) έπαθα κατάθλιψη όταν φτάσαμε το μεσημέρι της Μεγάλης Δευτέρας στο «Ελεύθερος Βενιζέλος» και υπήρχαν μόνο πέντε αεροπλάνα όλα και όλα, δύο εκ των οποίων της ελληνικής Aegean Airways!

ΠΙΑΝΟΝΤΑΣ κουβέντα με τον ταξιτζή που πήγαινε στο σπίτι και αναφερόμενος στην εικόνα που είδα, μου είπε ότι τις πρωινές ώρες το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο και αναχώρησαν πάνω από 20 πτήσεις.

ΣΤΗ συνέχεια τον ρώτησα, πώς πάνε τα πράγματα τα τελευταία χρόνια με τη κρίση και αν έχει δουλειές.

«ΝΑΙ, δουλειές υπάρχουν» μου είπε. «Το μόνο που δεν υπάρχει, μετά την κρίση, είναι εύκολα και πολλά λεφτά. Αυτά τελείωσαν…

»ΤΩΡΑ βρίσκουν δουλειά όσοι πραγματικά έχουν ανάγκη να φάνε και δεν μπορούν να ζήσουν από τις συντάξεις και τις οικονομίες των δικών τους. Και συνεχίζουν να είναι πολλοί αυτοί!…»

ΔΕΝ υπάρχει αμφιβολία ότι τα πράγματα έχουν δυσκολέψει για πολλούς ανθρώπους και, κυρίως, για τους ηλικιωμένους, που έχασαν τις δουλειές τους και για όσους τα έβγαζαν δύσκολα πέρα και πριν την κρίση.

ΤΗΝ ίδια στιγμή, ζώντας αρκετές βδομάδες στο χωριό μου και επισκεπτόμενος αρκετά μέρη της Ελλάδας, παρατήρησα ότι τις περισσότερες αγροτικές δουλειές συνεχίζουν να τις κάνουν Αλβανοί Πακιστανοί και άλλοι μετανάστες από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.

ΟΙ Αφρικανοί συνεχίζουν να φορτώνονται την πραμάτεια τους στο ώμο και να γυρνούν στους δρόμους, αναζητώντας πελάτες, ενώ έχει μειωθεί δραματικά ο αριθμός των Κινέζων μικροπωλητών, που πριν μια εξαετία όργωναν τις επαρχιακές πόλεις.

ΟΙ γυναίκες που εργάζονται στα σπίτια (φροντίζοντας γέροντες και ασθενείς) είναι από τη Βουλγαρία, την Ουκρανία και τη Ρωσία, ενώ ως γκαρσόνια σε πολλές καφετέριες και καθαρίστριες σε μαγαζιά, σπίτια, ξενοδοχεία και νοσοκομεία εργάζονται «ξένες».

ΟΣΟ και αν ψάξουν οι Έλληνες παραγωγοί, που διατηρούν πάγκους στις λαϊκές αγορές, δεν βρίσκουν Έλληνες να εργαστούν.

ΟΙ Πακιστανοί συνεχίζουν να είναι περιζήτητοι σε αυτή τη δουλειά. Και πληρώνονται σχετικά καλά.

ΤΩΡΑ, αν κάνετε μια βόλτα στα ορεινά χωριά της ορεινής Θεσσαλίας και της Ηπείρου (από την Άρτα μέχρι το Μέτσοβο και από εκεί μέχρι την Καστοριά) και με… ραδιογωνιόμετρο να ψάχνετε Έλληνα τσοπάνη δεν πρόκειται να βρείτε!

ΟΣΟΥΣ τσοπάνους και αν συνάντησα, στα άγρια και πανέμορφα χωριά των Τζουμέρκων, ήταν από την γειτονική Αλβανία…

ΑΝΘΡΩΠΟΙ εξοικειωμένοι με την αγριάδα, τη μοναξιά, τη γαλήνη των βουνών και την απαιτητική δουλειά των ποιμένων.

ΤΑ παιδιά και τα εγγόνια των παραδοσιακών τσελιγκάδων, πηγαίνουν με πολυτελή four wheel drive στο μαντρί και χωρίς αιρκοντίσιον δεν μπορούν πια να ζήσουν…

ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Σε όσους αρέσουν τα ψηλά βουνά (είτε τα αλπικά είτε όσα είναι σκεπασμένα με έλατα), όσοι επίσης έχουν ονειρευτεί, πριν φύγουν από τούτο τον κόσμο, να κάνουν μια βουτιά στα κρυστάλλινα βαθυγάλαζα νερά των ποταμών που ελίσσονται ανάμεσα σε βαθιές και σκιερές χαράδρες, δεν θα πρέπει να χάσουν την ευκαιρία να επισκεφθούν και να κάνουν έστω έναν περίπατο στα δάση των Τζουμέρκων, αναπνέοντας τη δροσιά και το οξυγόνο τους. Το αγριότερο και το ομορφότερο κομμάτι της Ελλάδας. Οι λίγες αρκούδες, που συνεχίζουν να ζουν εκεί, δεν είναι επικίνδυνες και τα ελάφια παραμένουν παιχνιδιάρικα… Για τον άγνωστο (για πολλούς), όμως, αυτό τόπο, θα διαβάσετε προσεχώς. Μέχρι τότε υπομονή. Αξίζει το κόπο να περιμένετε. Κλείνει η παρένθεση.

ΑΝΤΕ, όμως, να αφήσεις στην άκρη τις πρόσφατες εικόνες και τις αναμνήσεις από τα Τζουμέρκα και να επιστρέψεις στο πεζό αφήγημα της κρίσης, που «δολοφόνησε» πισώπλατα τη δανεική καλοπέραση των Νεοελλήνων.

ΓΙΝΕΤΑΙ; Αμ, δεν γίνεται, αλλά μιας και άρχισα, θα αφήσω τους Αλβανούς τσοπάνηδες στα κοπάδια τους και θα σας πω τι μου είπε ένας συμπατριώτης τους ταξιτζής στην Αθήνα, όταν τον ρώτησα «πώς πάει η δουλειά»;

«ΜΙΑ χαρά πάει», μου είπε. «Αν έχεις όρεξη να δουλεύεις, υπάρχει δουλει’α. Όχι πολύ, όπως πριν λίγα χρόνια, αλλά υπάρχει».

«ΜΑ οι περισσότεροι που συναντώ παραπονούνται για τη κρίση» του απαντώ.

«ΜΗΝ τους ακούς», μου λέει. «Ψέματα λένε οι περισσότεροι. Δεν υπάρχει πιο κλαψιάρης και παραπονιάρης λαός από τους Έλληνες. Αυτοί έκλαιγαν και τον καλό καιρό. Ποτέ και με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένοι!…»

ΚΑΙ συνεχίζει: «Όταν πρωτοήλθα στην Ελλάδα το 1995, νόμισα ότι ήλθα στον παράδεισο. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί όλα τα αφεντικά μου παραπονιόνταν για τη ζωή τους εδώ και τις δουλειές τους. Αυτό το κατάλαβα μετά από λίγο καιρό. Μυξόκλαιγαν να τους λυπηθώ και να μη τους ζητώ περισσότερα για μεροκάματο.

»ΕΜΕΙΣ τότε περνάμε μεροκάματο (χωρίς ασφάλεια) το ένα τρίτο απ’ ό,τι οι Έλληνες εργάτες. Παρ’ όλα αυτά, πολλοί από εμάς έκαναν λεφτά και επιχειρήσεις, ενώ εκείνοι συνέχιζαν να μας εκμεταλλεύονται, να μας κακοπληρώνουν και να παραπονούνται ότι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα…

»ΑΣΕ τους, λοιπόν, να λένε και να κλαίνε… Όλοι έχουν κρυμμένα λεφτά. Ακόμα και συνταξιούχοι. Η Ελλάδα είναι ακόμα πέντε φορές πιο πλούσια απ’ όλες τις γειτονικές της χώρες. Είδες εσύ ποτέ κανένα Έλληνα εργάτη να πάει στην Αλβανία ή τη Βουλγαρία για μεροκάματο; Οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, όμως, συνεχίζουν και να έρχονται στην Ελλάδα για δουλειά και να βρίσκουν!…»

ΜΟΥ είπε και άλλα πολλά ο Αλβανός ταξιτζής και το μόνο του παράπονο ήταν, ότι, παρά το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του πιέζουν τα τρία παιδιά τους να μάθουν αλβανικά, εκείνα και στο σπίτι μόνο ελληνικά μιλούν μεταξύ τους!

ΕΙΠΑΤΕ τίποτα; Αντιμετωπίζουν δηλαδή και αυτοί, ως μετανάστες, τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίσαμε και εμείς στην Αυστραλία.

ΜΟΥ είπε ακόμα, ότι από τότε που μεγάλωσαν δεν θέλουν να πάνε στην Αλβανία, ούτε για διακοπές…

ΚΑΙ όταν καταφέρνουν να τα πάρουν μαζί τους, δεν κάθονται στην Αλβανία πάνω από τρεις-τέσσερις μέρες.

ΑΣΕ που έχει μετανιώσει που έχτισε στα Τίρανα ένα διώροφο σπίτι για τα… παιδιά, που κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται να πηγαίνουν ούτε για διακοπές…