Μου τηλεφωνούν ή έρχονται, όσοι ακόμη κρατούν τα πόδια τους, να σχολιάσουν αυτά που γράφω σε τούτη εδώ τη στήλη: «Να γράφεις κανένα καλαμπούρι», «σταμάτα τα λυπητερά, αρκετά κουβαλάει η ηλικία μας», «εγώ έκλαψα με αυτό που είχες γράψει για τον φίλο σου», αυτά και άλλα πολλά από τους λιγοστούς μου αναγνώστες και η χαρά μου μεγάλη όταν, κάπου-κάπου, λαβαίνω κάποιο γράμμα να σχολιάζει κάποιος φίλος ή κάποια φίλη το άλφα ή το βήτα θέμα με το οποίο έχω ασχοληθεί τη συγκεκριμένη εβδομάδα.
Και για να μπούμε στο σημερινό θέμα, που αλλού είχα υπολογίσει να το πάω και αλλού βλέπω να καταλήγει, θα τα ξεδιπλώσω, αργότερα και θα καταλάβετε πως, καμιά φορά, βουτάς την πέννα στο μελάνι και άλλα της λες να γράψει και άλλα σου γράφει εκείνη.
Θα πήγαινα, μετά το μεσημβρινό γεύμα, να δω τον φίλο μου τον Σωτήρη στο γηροκομείο. Μετά θα πήγαινα στην κεντρική Κοινότητα για να παρακολουθήσω την ομιλία διακεκριμένων ομογενών επιστημόνων για την κατάθλιψη. Είχα διαβάσει το σχετικό κατατοπιστικό άρθρο της συναδέλφου κ. Ευγενίας Παυλοπούλου, στο «Νέο Κόσμο» του Σαββάτου και θα διάβαζα το συγκεκριμένο άρθρο στον φίλο Σωτήρη, μια και παλιά, πριν τον κλείσουν στο γηροκομείο, είχαμε αναφερθεί, πολλάκις, στη σχετική ύπουλη και επικίνδυνη ασθένεια.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Τον Σωτήρη τον γνωρίζω κάπου 30 χρόνια. Πήγαιναν τα παιδιά μας, τ’ αγόρια μας, στο ίδιο σχολείο. Κάτι με το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων, κάτι γιατί τον… πήγαινα από χαρακτήρα μεριά, η γνωριμία κατέληξε σε φιλία. Ο Σωτήρης, σαν και του λόγου μου, είχε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Σπουδαγμένα και τα δύο. Η κοπελιά του τελείωσε την Αρχιτεκτονική και ο γιος του Διοίκηση Επιχειρήσεων. Αλλάζουμε σκηνικό και παρουσιάζουμε την οικονομική κατάσταση του φίλου μου, μια και πιστεύω, ακράδαντα, ότι σε μεγάλη ηλικία η υγεία και κάποια οικονομική άνεση είναι οι καθοριστικοί παράγοντες της ομορφιάς ή της ασχήμιας των γηρατειών.
Ο φίλος μου -για τον Σωτήρη μιλάω-, εργατικός, έξυπνος, συνεπής, σοβαρός, πρόκοψε αθόρυβα. Ένα μικρό εργοστάσιο το έκανε μεγάλο. Ο θησαυρός του η γυναίκα του και τα παιδιά του και η περιουσία του ένα μεγάλο σπίτι σε πολύ καλή περιοχή και ένα εργοστάσιο που δούλευε ρολόι. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, από την αρρώστια που τη λέμε κακιά -λες και οι άλλες είναι αρρώστιες καλές-, μου είπε ότι κουράστηκε και αποφάσισε να δώσει τη διεύθυνση του εργοστασίου στον γιο του και αυτός ν’ αράξει και να αρχίσει να κάνει την Αυστραλία-Ελλάδα με επιστροφή, κάτι σαν να λέμε Ομόνοια-Πατήσια.
Ως φίλος, του θύμισα πως έχει δύο παιδιά και τον συμβούλεψα να σιγουρευτεί πρώτα πως ο γιος του μπορεί να κυβερνήσει το… σκάφος. Σαν ταινία κινηματογραφική, θα σας πω, τροχάδην, τη «γνωστή» ιστορία που, με μικρές αλλαγές, είναι αρρώστια της παροικία μας και πολλών άλλων παροικιών.
«Τα παιδιά του παντρεύτηκαν: Μια πλούσια, όμορφη και κακομαθημένη μοναχοκόρη ο γιος του και η κόρη του έναν επιτυχημένο Άγγλο αρχιτέκτονα, μεγαλύτερό της σε ηλικία, που, όπως έλεγαν, την λάτρευε. Ο Σωτήρης υποστήριζε πως ακόμη και αν έδινε όλη την περιουσία δηλαδή σπίτι, εργοστάσιο και κάτι παραθαλάσσια οικόπεδα, όλα στον γιο του, αυτός θα έδινε στην αδελφή του περισσότερα από τα μισά.
«Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο την αγαπάει. Αν του πεις κιχ για την αδελφή του μπορεί να σε σκοτώσει. Κώστα, αν του τα ζητήσει όλα, αν του πει… αδελφέ τα θέλω όλα. Θα της τα δώσει. Χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς να τον πειράξει». Όταν πέθανε η γυναίκα του, ο Σωτήρης πήγε να μείνει με τον γιο του στο σπίτι της πλούσιας νύφης του. Το σπίτι του σκέφτηκαν να το χτίσουν. Τα σχέδια τα έφτιαξε η κόρη και ήταν αρκετά τα άνετα και πολυτελή διαμερίσματα που θα μπορούσαν να φτιάξουν. Ευκαιρία. Το εργοστάσιο εκσυγχρονίζεται και απ’ ό,τι λένε υπήρξε και Κινέζος ενδιαφερόμενος να το αγοράσει.
Ξαφνικά το σκηνικό άλλαξε. Ο Σωτήρης βρέθηκε στο γηροκομείο που είχε μέσα και υποτυπώδες νοσοκομείο ή ας το πούμε βελτιωμένο ιατρείο. Γηριατρείο το λέμε και δεν μ’ αρέσει.
«Κουραζόταν εκείνο το κορίτσι, η νύφη μου και εγώ τους είπα να με φέρουν. Δεν θα μείνω πολύ. Μόλις συνέλθω θα φύγω. Μπορεί να πάω στην κόρη μου που μένει στη Νέα Ζηλανδία. Το ξέρεις για… Μπορεί να νοικιάσω κάτι να μείνω μόνος μου μέχρι να χτιστούν τα γιούνιτς. Άντε να δούμε πότε θα ξεκινήσει. Όταν τελειώσουν θα κρατήσω τρία. Τα καλύτερα. Στο ένα θα μείνω και τα δύο θα τα νοικιάζω να έχω το χαρτζιλίκι μου. Τα υπόλοιπα θα τους τα μοιράσω. Όλα στη μέση».
Πήγα την περασμένη Κυριακή. Είχα κάνει και το πρόγραμμα των θεμάτων για συζήτηση. Πρώτο θέμα τα περί κατάθλιψης, μετά Τουρκία και Ερντογάν και στη συνέχεια αμερικανικές εκλογές. Είχα διαλέξει τα θέματα συζήτησης για να αποφύγω να μιλήσω για θέματα της επιλογής του που θα μας στεναχωρούσαν. Ένας άλλος τρόφιμος του γηροκομείου, δικός μας, ο Παναγιώτης με τ’ όνομα, μου είχε ζητήσει το «Νέο Κόσμο» της περασμένης Πέμπτης και ο Σωτήρης μια μαυροδάφνη. Τα θυμήθηκα και τα δύο, έφτασα στο γηροκομείο περιωπής και πλησίασα στο γραφείο υποδοχής.
Πριν προλάβω να ενημερώσω την κοπέλα που χαμογελούσε στο άπειρο, με πλησίασε ο Παναγιώτης που έμοιαζε να με περίμενε: «Μην πας. Δεν είναι μέσα. Τον πήραν εχτές μετά τον καυγά. Μάλωσε με τον γιο του και την νύφη του. Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τη συζήτηση, δεν άκουγα τι έλεγαν καθαρά και ο Σωτήρης έπεσε κάτω. Τον πήραν με το φορείο. Κανένας δεν μου λέει αλήθεια. Άλλος λέει νοσοκομείο, άλλος πως τον πήρε ο γιος του σπίτι του και άλλος (να φάει τη γλώσσα του) πως πέθανε».