Το 1960 στο Φεστιβάλ των Καννών συνέβη κάτι που δεν είχε συμβεί ούτε πριν ούτε μετά, έως σήμερα, στην ιστορία της διοργάνωσης. Έγινε ένα πάρτι που χάλασε ο κόσμος και που, 56 χρόνια μετά, σε κάθε σοβαρή ή όχι αναδρομή στις Κάννες, περιλαμβάνεται οπωσδήποτε, δίπλα στις προβολές των σημαντικών ταινιών των μεγάλων σκηνοθετών. Ήταν το πάρτι για το «Ποτέ την Κυριακή», που στην ουσία χάρισε το βραβείο α’ γυναικείου ρόλου στη Μελίνα, που την έκανε παγκόσμια σταρ και που πήγε τη μουσική του Χατζιδάκι και τα «Παιδιά του Πειραιά» στα πέρατα του κόσμου. Κι άλλοι προσπάθησαν σε εκείνα τα πρώτα χρόνια του ’60 να κάνουν ανάλογα πάρτι ή να φτιάξουν ταινίες που να τονίζουν το ελληνικό στοιχείο και να πηγαίνουν στις Κάννες – φροντίζοντας δε με κάποιον τρόπο οι ταινίες να «φέρνουν» πάντοτε λίγο στο «Ποτέ την Κυριακή». Είτε χρησιμοποιώντας κάποιον από τους ηθοποιούς, όπως τη Δέσπω Διαμαντίδου ή τον Τίτο Βανδή, ή επιλέγοντας τα μπουζούκια ως μουσικό χαλί.
Το 1964 η Αλίκη Βουγιουκλάκη έφυγε από τη Finos Film εξαιτίας μιας οικονομικής διαφοράς, αλλά στην ουσία όχι μόνον, μια και αισθανόταν πως ο Φίνος είχε ρίξει περισσότερο την προσοχή του στην «ομάδα» του Γιάννη Διαλανίδη, που κατάφερνε κάθε χρόνο, είτε με τον «Κατήφορο» είτε με τα μιούζικάλ του να κερδίζει την πρωτιά στις εισπράξεις και να την αφήνει στη δεύτερη θέση. Η Αλίκη πήγε από τη Finos Film στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, η οποία ήταν, εκείνη την εποχή, και για πολλές δεκαετίες, η μεγαλύτερη εταιρεία εισαγωγής ξένων ταινιών στην Ελλάδα.
Η πρώτη χρονιά που η Αλίκη ήταν στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης ήταν η σεζόν 1964-1965, οπότε γύρισε μια ταινία που χρώσταγε από το συμβόλαιό της στη Finos, το «Δόλωμα», και έκανε και δύο ταινίες στη Δαμασκηνός – Μιχαηλίδης, τη «Σωφερίνα» και τη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα». Μάλιστα, το «Δόλωμα» και η «Σωφερίνα» βγήκαν την ίδια ημέρα στους κινηματογράφους, παραμονή 28ης Οκτωβρίου, και οι εφημερίδες έγραφαν «Αλίκη εναντίον Αλίκης».
Την επόμενη σεζόν, 1965-1966, η Αλίκη βγήκε με μόνο μία ταινία στους κινηματογράφους, τις «Διπλοπενιές». Η ταινία, που διέθετε πολλά ελληνικά φολκλόρ στοιχεία, δεν έκανε ιδιαίτερη επιτυχία στα σινεμά στην Αθήνα -για τα μέτρα της Αλίκης, τουλάχιστον- αλλά τον Μάιο του ’66 πήγε στις Κάννες και, για να ακολουθήσει κι αυτή το παράδειγμα του «Ποτέ την Κυριακή», την επίσημη προβολή ακολούθησε ένα πάρτι, παρουσία του Ζαμπέτα, όπως και το ’60, στο περίφημο Akou Akou Club, το καλύτερο κέντρο των Καννών εκείνη την εποχή. Και να πώς διηγείται η ίδια η Αλίκη εκείνη τη βραδιά:
«(Από τις Κάννες θυμάμαι) τον καβγά του Παπαμιχαήλ με τον Βίκτωρα Μιχαηλίδη. Ο Δημήτρης κι εγώ, μετά την παράσταση που παίζαμε στη Θεσσαλονίκη, είχαμε ταξιδέψει με νυχτερινή πτήση για τις Κάννες, είχαμε αλλάξει τρία αεροπλάνα κι ήμασταν άυπνοι. Έπρεπε να παραβρεθούμε στην προβολή της ταινίας και στο πάρτι μετά. Εκεί γνώρισα και τον Ομάρ Σαρίφ, τον Ροκ Χάτσον και άλλους. Είδα κι από κοντά τη Ρίτα Χέιγουορθ, μεθυσμένη. Πάμε λοιπόν στο πάρτι, όπου είχε συμφωνηθεί ότι στο «Κάτω στον Πειραιά στα Καμίνια» θα σηκωνόμασταν εγώ κι ο Δημήτρης. Ήταν και η Μανταλένα, η τραγουδίστρια, κι ο Ζαμπέτας. Άρχισε ο Ζαμπέτας να παίζει, σηκώθηκε ο Δημήτρης να χορέψει ζεϊμπέκικο, πήρα εγώ το μικρόφωνο μαζί με τη Μανταλένα, άρχισαν οι Γάλλοι να σπάνε τα πιάτα, να γίνεται ένας σαματάς, και ξαφνικά κατέβηκε ο γενικός διακόπτης. Σταμάτησαν όλα. Έκοψε ο Βίκτωρας το γλέντι, έδιωξε τις κάμερες και τους φωτογράφους, και είπε είναι πολύ νωρίς ακόμη, αργότερα. Ο Δημήτρης δεν αισθάνθηκε καλά κι ήταν η πρώτη φορά που είχε 100% δίκιο σε έναν καβγά, γιατί εγώ δεν είμαι υπέρ των καβγάδων. Μετά από καμιά ώρα άρχισε να λέει ένα άλλο τραγούδι ο Ζαμπέτας κι είχε ανεβάσει την Ρίκα Διαλυνά ο Μιχαηλίδης, έσπαγαν τα πιάτα γιατί κι αυτοί δεν ξέρανε, είχαν ανέβει δυο-τρεις χορευτές που είχαν φέρει, οι κάμερες έπαιρναν την Ρίκα Διαλυνά κι εμείς στεκόμασταν φόντο γιατί ήθελε να προωθήσει ο Βίκτωρας την Ρίκα. Και τότε ο Δημήτρης ανέβηκε πάνω, βούτηξε τον Βίκτωρα από το πουκάμισο, του έσκισε τις γραβάτες, τα σακάκια, «Έφερες εμένα και την γυναίκα μου από τη Θεσσαλονίκη άυπνους;». Είχε δίκιο ο Δημήτρης. Ήθελε να μας χρησιμοποιήσει ο Βίκτωρας. Δεν είναι σωστό που το λέω, γιατί έχει πεθάνει ο Βίκτωρας, αλλά είναι αλήθειες. Έγινε χαμός. Βγήκαν έξω από το κέντρο και ο Ομάρ Σαρίφ κράταγε τον Δημήτρη κι ο Αλμπέρτο Σόρντι τον Μιχαηλίδη. Η Ρίκα Διαλυνά εξακολουθούσε να χορεύει, οι κάμερες παίρνανε. Έγινε τέτοιος καβγάς… Κι εγώ σε μια άκρη έκλαιγα. Δεν ήξερα τι να κάνω, αισθάνθηκα τόσο άσχημα γιατί είχαμε ήδη γνωριστεί με όλους αυτούς τους ανθρώπους εκεί και την άλλη μέρα ήταν σε όλες τις τοπικές εφημερίδες πρωτοσέλιδο ότι το ελληνικό γλέντι κατέληξε σε ξυλοδαρμό. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο, ο Δημήτρης ήταν σε φοβερό χάλι, έμεινα δίπλα του, άυπνη, και μετά γυρίσαμε με την πρώτη πτήση στη Θεσσαλονίκη γιατί παίζαμε εκεί, και αυτός ήταν ο λόγος που ο Μιχαηλίδης μισούσε τον Δημήτρη. Είχε γίνει και ένα άλλο γεγονός, στα «Κόκκινα φανάρια», τον είχαν υποβαθμίσει, είχαν βάλει το όνομά του κάτω από του Φούντα, και νομίζω πήγε κι έσπασε όλες τις βιτρίνες του κινηματογράφου «Ορφέα» που παιζόταν η ταινία, γιατί του είχαν υποσχεθεί ότι θα ήταν πρώτο ανδρικό όνομα. (Γι’ αυτόν το λόγο φύγαμε από τη Δαμασκηνός). Ο Δαμασκηνός πήρε το μέρος του Δημήτρη, σίγουρα. Γιατί είναι η μόνη φορά που είχε δίκιο. Δεν μου φταίει τίποτε η Ρίκα Διαλυνά και μου είναι και πολύ συμπαθής, αλλά ο τρόπος που έγινε αυτό… Εμείς ήμασταν πρωταγωνιστές, για εμάς είχε γίνει η ταινία, και ξαφνικά βρεθήκαμε να παρακολουθούμε τα δρώμενα που ήταν τόσο μειωτικά για μας και τόσο απείχαν από την αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι η Αλίκη και ο Δημήτρης ήταν τα αστέρια».
Όλα αυτά συνέβησαν στις 16 Μαΐου του 1966. Ακριβώς πενήντα χρόνια πριν. Ένα πάρτι που δεν είχε την κατάληξη που περίμεναν και θα ήθελαν οι διοργανωτές του. Τριάντα χρόνια μετά, τον Μάιο του 1996, η Αλίκη ζούσε τις τελευταίες της ημέρες σε ιδιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών. Από τότε που ήταν μόλις 30 χρόνων, αν παρακολουθήσει κανείς τις συνεντεύξεις της, δήλωνε: «Θέλω να φύγω νέα, όμορφη, όρθια και προς Θεού δεν θέλω ο θάνατός μου να γίνει μονόστηλο».
Και η μοίρα, που καμιά φορά ξέρει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, της έδωσε το εισιτήριο για την αιωνιότητα που ήθελε και έπρεπε. Από τον Απρίλιο του 1996 που διαγνώστηκε ο καρκίνος -στο συκώτι και στο πάγκρεας μαζί- και αφού έγιναν τα απαραίτητα ταξίδια στην Αμερική για να οριστικοποιηθεί ότι δεν υπάρχει ελπίδα και ότι ο χρόνος που έχει μείνει είναι ελάχιστος, η Αλίκη γεμάτη αξιοπρέπεια έφυγε από το σπίτι της, στη Στησιχόρου 3, πήγε σε ένα δωμάτιο ιδιωτικού νοσοκομείου, και μακριά από το αγριεμένο πλήθος, περίμενε το φινάλε. Μόλις τρεις μήνες έζησε ακόμη, ίσα-ίσα για να προλάβουν να μετανοήσουν και αυτοί που την έβριζαν τόσα χρόνια και να γράψουν δυο καλά λόγια, να προλάβει να τα διαβάσει πριν φύγει. Αυτή που ήξερε όσο κανείς άλλος σε αυτή τη χώρα να χειραγωγεί και να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα ΜΜΕ κατάφερε στα τελευταία της να τα κρατήσει όλα μακριά. Κι έφυγε τρεις ημέρες μετά τα γενέθλιά της, στις 23 Ιουλίου του 1996, στις 10 π.μ. Δύο ημέρες μετά, στην κηδεία της, τη συνόδευσε μια λαοθάλασσα. Αυτά που γράφτηκαν και ειπώθηκαν εκείνες τις ημέρες θα την γέμιζαν χαρά. Ορισμένα θα την έκαναν και να γελάσει ειρωνικά. Άλλωστε, το έλεγε πάντα: «Να δω τι θα κάνετε αν με χάσετε!».
Η Αλίκη πλέον ανήκει στο χώρο του μύθου. Ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να είναι ένα εμπορικό προϊόν, ακόμη συνεχίζουν παιδιά να μεγαλώνουν μαζί της, σαν να μην έφυγε ποτέ. Η μορφή της καταγεγραμμένη σε χιλιόμετρα σελιλόιντ και σε ατελείωτες φωτογραφικές πλάκες κυκλοφορεί και μας τυλίγει αδιάκοπα. Καθετί που την αφορά είναι εμπορικό προϊόν πρώτης κατηγορίας.
Γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου κάποιας χρονιάς στις αρχές της δεκαετίας του 1930, πρώτο παιδί του δικηγόρου Γιάννη Βουγιουκλάκη και της γυναίκας του Έμυ, το γένος Κουμουνδούρου, που κράταγε από τον παλιό Έλληνα πρωθυπουργό. Μισή Κρητικιά και μισή Μανιάτισσα. Καρκίνος με ωροσκόπο Αιγόκερω, απ’ ό,τι μου είχε πει, και φοβερά προληπτική, δεν της άρεσε να της λένε το μέλλον με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με καφέδες είτε με χαρτιά, χέρια κ.τ.λ., σαν να της άρεσε να προσπαθεί να φτιάξει το μέλλον της και το μέλλον των γύρω της, αλλά να μη θέλει να το ξέρει. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν γεννημένη το 1931, άλλοι το 1933, πάντως πριν από το 1936 που γεννήθηκε ο δεύτερος αδελφός της, ο Αντώνης – ο τρίτος, ο Τάκης, γεννήθηκε το 1939.
Στην Κατοχή έχασε τον πατέρα της. Τον σκότωσαν οι ΕΛΑΣίτες γιατί ήταν νομάρχης Αρκαδίας. Μου είχε πει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ την τελευταία φορά που τον είδε. Ήρθαν να τον πάρουν οι αντάρτες κι αυτός την αγκάλιασε και την φίλησε στην πόρτα του σπιτιού και χάθηκε από τα μάτια της μες στο σούρουπο.
Η μητέρα της, με τρία μικρά παιδιά, ήρθε στην Αθήνα, τα έβγαζαν δύσκολα βόλτα. Η Αλίκη, τελειώνοντας το γυμνάσιο, πήγε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Συμμαθητές της, ανάμεσα σε άλλους, η Καρέζη και ο Παπαμιχαήλ. Εκεί γνώρισε τον πρώτο άνθρωπο που την πίστεψε πραγματικά, θεατρικά -που ήταν και ο πρώτος που την έκανε γυναίκα-, τον σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό. Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο που της στέρησε το «Άριστα» στις τελικές εξετάσεις, βάζοντάς της «Λίαν Καλώς» και εμποδίζοντας έτσι την πρόσληψή της από το Εθνικό. Ήταν ο Δημήτρης Χορν, που σε μένα τουλάχιστον κάποιες δεκαετίες μετά είχε εκφραστεί πολύ κολακευτικά γι’ αυτήν, λέγοντας «Τουλάχιστον δεν ήταν σπουδαιοφανής σαν κάποιες άλλες. Αντιθέτως, είχε χιούμορ». Ωστόσο, όταν ο Χουρμούζιος, παντοδύναμος τότε διευθυντής του Εθνικού, της προτείνει συμβόλαιο ανεξαρτήτως του «Άριστα», εκείνη προβάλλει τους δικούς της όρους, πως δεν θα μπει ποτέ στο χορό αρχαίας τραγωδίας του Εθνικού. Αυτό δεν γίνεται φυσικά δεκτό, κι από εκεί και πέρα αρχίζει η περιπέτεια της καριέρας…
Η συνεργασία με τον Χατζιδάκι, με τον Φίνο, με τον Σακελλάριο, το «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» που «έκανε τόσα εισιτήρια μέσα σε μία δεκαετία, μαζί με τις δεύτερες, τρίτες και καλοκαιρινές προβολές, όσα δύο φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας», όπως μου έλεγε ο Σακελλάριος, που επίσης μου είχε πει ότι «οι τρεις πιο ταλαντούχοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα ήταν ο Λογοθετίδης, η Αλίκη και ο Κιμούλης».
Μετά ήρθαν οι επιτυχίες, οι αποτυχίες, το θέατρο, το σινεμά, κάποιες προσπάθειες για κάτι διαφορετικό που κατέληγαν όλες σε τραγική αποτυχία, ο γάμος με τον Παπαμιχαήλ, που κι αυτός κατέληξε σε τραγική αποτυχία μετά από μία δεκαετία, η γέννηση του Γιαννάκη -«Ακόμη κι αυτό το παιδί με κόπο το έκανα, τίποτε δεν μου χαρίστηκε» μου είχε πει-, μετά ήρθε το φινάλε του ελληνικού σινεμά, αλλά προηγουμένως πρόλαβε να κάνει την «Υπολοχαγό Νατάσσα» και το ρεκόρ εισιτηρίων της, να χωρίσει με τον Παπαμιχαήλ, ο μύθος για τη σχέση της με ανθρώπους σαν τον διάδοχο Κωνσταντίνο, τον Μπότση και τον Μομφεράτο, οι προσπάθειες για διεθνή καριέρα που δεν ευοδώθηκαν, τα μιούζικαλ στο θέατρο, η σχέση και ο γάμος με τον Κύπριο επιχειρηματία Ηλιάδη, το διαζύγιό τους και μετά η σχέση με τον Βλάσση Μπονάτσο και μετά με τον Κώστα Σπυρόπουλο, που υποδειγματικά στάθηκε δίπλα της ως το φινάλε, και δεν ήταν εύκολο ακόμη και το να σταθείς δίπλα στην Αλίκη.
Κάποια στιγμή η μητέρα μου μού είπε «Μα πώς μπορείς και βλέπεις τις ταινίες της, αφού την γνώρισες τόσο καλά, και δεν παθαίνεις κατάθλιψη;». Ομολογώ πως το σκέφτηκα. Η αλήθεια είναι πως αυτή που βλέπω στις ταινίες, ή και στις παλιές συνεντεύξεις που κατά καιρούς έχει δώσει, δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με την Αλίκη που γνώρισα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έξω από το σπίτι της και κατάματα στη δημοσιότητα δεν είχε καμιά σχέση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέσα στο σπίτι της, ανάμεσα στους ανθρώπους που ήξερε και εμπιστευόταν. Γιατί η Αλίκη Βουγιουκλάκη που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε, και κάποιοι βρίσανε πολύ και κάποιοι συνεχίζουν να βρίζουν, δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ρόλος που τον έφτιαξε η ίδια, τον διαμόρφωσε και τον κουβάλησε στην πλάτη της επί περίπου τριάντα πέντε χρόνια. Στη ζωή της η Αλίκη είχε άλλη φωνή, πολύ πιο straight από τη φωνή της γατούλας που χρησιμοποιούσε δημοσίως, τα χέρια της και όλο το κορμί της είχαν άλλη κίνηση από αυτή που έβλεπε ο κόσμος, χωρίς ακκισμούς, χωρίς γατίσιες και ναζιάρικες συμπεριφορές, ήταν κοφτή, γρήγορη στις αποφάσεις, ήταν καλή φίλη, ήξερε ανά πάσα στιγμή τι έκανες ακόμη κι αν είχε πάρα πολύ καιρό να σε δει, και έτοιμη να σε βοηθήσει αν είχες πρόβλημα.
Ώσπου, στην κόψη του ξυραφιού, πριν από είκοσι χρόνια, προτού ο μύθος γίνει παρωδία, η μοίρα, δικαιώνοντας όλον αυτόν τον κόπο, της έδωσε εισιτήριο για την αθανασία, όπως ακριβώς το ήθελε. «Η Αλίκη έφυγε γιατί κουράστηκε να παίζει την Αλίκη Βουγιουκλάκη» μου είχε πει ο Μίνως Βολανάκης λίγο μετά την κηδεία της.
«Αλίκη, γιατί δεν δείχνεις στον κόσμο το πραγματικό σου πρόσωπο, γιατί δεν του δείχνεις την πραγματική Αλίκη Βουγιουκλάκη; Θα ήσουν εκατό φορές μεγαλύτερη σταρ από αυτό που είσαι» της είχα πει. Κι εκείνη μου απάντησε: «Εγώ ξέρω πάρα πολύ καλά τι θέλει ο κόσμος από μένα, κι αυτό του δίνω». Και είκοσι χρόνια μετά το οριστικό πέρασμά της στην αθανασία έχει αποδείξει πως είχε δίκιο.
*Πηγή: BHmagazino.