Κώστας Σαράντης: Δύο δεκαετίες ξένος και εχθρός

Η εκπομπή-αφιέρωμα «Unwanted Australians» φέρνει στο προκήνιο μια από τις πιο αποσιωπημένες πτυχές της μεταναστευτικής μας ιστορίας

Η εκπομπή-αφιέρωμα «Unwanted Australians» της SBS, φέρνει στο προσκήνιο μια από τις πιο αποσιωπημένες πτυχές της αυστραλιανής μεταναστευτικής ιστορίας: την άρνηση πολιτογράφησης σε χιλιάδες μετανάστες, εξαιτίας των πολιτικών τους φρονημάτων.

Από το σύνολο των «ανεπιθύμητων πολιτών» κατά την περίοδο 1950-1970, οι Έλληνες ξεπερνούν σε αριθμό κάθε άλλη εθνική μειονότητα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που συνέλεξαν οι δημοσιογράφοι Kristina Kukolja και Lindsey Arkley.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και μόνο η υποψία δεσμών με το κομμουνιστικό κίνημα ήταν αρκετή για να στερήσει σε κάποιον την αυστραλιανή υπηκοότητα, σύμφωνα με κυβερνητική πολιτική που ίσχυσε έως και την εκλογή του Εργατικού Κόμματος το 1972.

Συχνά οι αιτούντες έπρεπε να περιμένουν δεκαετίες προτού εγκριθεί η αίτησή τους, παρ’ ότι εργάζονταν κανονικά στη χώρα, πλήρωναν φόρους και είχαν αποκτήσει οικογένεια.

Νέα στοιχεία ακόμη καταδεικνύουν ότι Αυστραλοί αξιωματούχοι συνήθιζαν να ενημερώνουν τις ελληνικές Αρχές για τη δράση όσων Ελλήνων είχαν αριστερές καταβολές και θεωρούνταν «ταραχοποιά στοιχεία» στη χώρα.

«Οι πληροφορίες αυτές δεν είχαν κάποια σχέση με ποινικά αδικήματα στην Αυστραλία – αφορούσαν μόνο νόμιμη συνδικαλιστική και πολιτική δράστη» επισημαίνει η Kukolja.

Η πολυετής έρευνα των Kukolja και Arkley, που βασίστηκε σε απόρρητα έγγραφα του Υπ. Μετανάστευσης και της Αυστραλιανής Μυστικής Υπηρεσίας ASIO, έφερε στο φως της δημοσιότητας και έναν κατάλογο με τον τίτλο «Special Alien Index».

Στη λίστα αναγράφονται ονόματα μεταναστών και προσφύγων από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και όσων στερήθηκαν τη χορήγηση υπηκοότητας λόγω των αριστερών πολιτικών τους φρονημάτων .

Ο κατάλογος, που άρχισε να συντάσσεται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περιλαμβάνει τα ονόματα περισσότερων από 16.500 ατόμων, μεταξύ των οποίων αρκετοί Έλληνες.

Πολλοί μάλιστα φαίνεται πως είχαν ενεργή αγωνιστική δράση στο πλευρό των Συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η προσωπική ιστορία του Κώστα Σαράντη είναι ενδεικτική της άνισης μεταχείρισης αυτών των μεταναστών και δικαιολογεί το αίτημα πολλών από αυτούς για δημόσια απολογία εκ μέρους της αυστραλιανής κυβέρνησης.

Ο ίδιος στη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην SBS πριν το θάνατό του το 2015, παρέμενε επιφυλακτικός απέναντι σε αυτήν την προοπτική δικαίωσης:

«Ποιος έχει δικαιοδοσία να πει ‘Ο τρόπος που χειριστήκατε αυτούς τους ανθρώπους ήταν λάθος. Ζητήστε συγγνώμη.’».

«Θα συμβεί άραγε κάτι τέτοιο; Τους πήρε τόσες δεκάδες χρόνια να ζητήσουν συγγνώμη από τους Αβορίγινες οι οποίοι είναι άλλωστε και αυτοί στους οποίους ανήκει η χώρα. Πόσο μάλλον σε μας που ήρθαμε εδώ ως μετανάστες. Ποιος θα απολογηθεί γι’ αυτό;».

Ως στρατευμένος στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, ο Κώστας Σαράντης υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της βίας και της φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε όλο του το φάσμα, από το Σουδάν, την πόλη Χάιφα του σημερινού Ισραήλ και τη Λωρίδα της Γάζας έως τη Λιβύη, την Ιταλία και τον Πειραιά.

Ήξερε για τις υλικές στερήσεις και τα δεινά που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Αλλά και αργότερα, στα πρόθυρα του Εμφυλίου, ήταν μπροστά την αιματοχυσία στην πλατεία Συντάγματος, με τις αστυνομικές δυνάμεις να επιτίθενται κατά των διαδηλωτών, παρότι μόλις πριν μερικές εβδομάδες όλοι μαζί μάχονταν ενάντια στη ναζιστική απειλή.

Αυτό που ωστόσο είχε χαραχτεί πιο βαθιά από καθετί στη μνήμη του ήταν η εικόνα των εξαθλιωμένων παιδιών στους δρόμους της Αθήνας κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής.

Υπηρετούσε ως μηχανικός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στο λιμάνι του Πειραιά, στη νεαρή ηλικία των 20 χρόνων, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τα παιδιά με τις φουσκωμένες από την πείνα κοιλιές να ψάχνουν απεγνωσμένα για απομεινάρια φαγητού στα σκουπίδια ή να τρέχουν ξοπίσω του ζητιανεύοντας.

«Αυτός είναι ο λόγος που οι Έλληνες είναι τόσο μαχητικοί […] Εξαιτίας των όσων οι Γερμανοί… ο πόλεμος τους έκανε να υποφέρουν» ανέφερε στη συνέντευξή του στην SBS.

Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1941, βρήκε τον Κώστα Σαράντη στον τόπο γέννησής του, το Σουδάν, όπου έφηβος ακόμη εκπαιδευόταν ως μηχανικός εργοστασίου.

Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του -ο οποίος προτού ενηλικιωθεί έφυγε από το σπίτι, για να πολεμήσει κατά των Οθωμανών Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη- κατατάχθηκε εθελοντικά στο τμήμα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.

Αρχικά, υπηρέτησε στην πόλη-λιμένα Χάιφα, βοηθώντας στην απώθηση γερμανικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών, προτού μετατεθεί σε στρατόπεδο εναέριας εκπαίδευσης στη Λωρίδα της Γάζας, όπου και ολοκλήρωσε τη μαθητεία του ως μηχανικός.

Στην επόμενη αποστολή του στην πόλη Τομπρούκ της Λιβύης, έκρινε ότι είχε πια αρκετή εμπειρία για να επιχειρήσει την πρώτη του πτήση.

«Ενώ βρισκόμουν στο Τομπρούκ, μου ήρθε η παρόρμηση να οδηγήσω ένα αεροσκάφος, κάτι για το οποίο βέβαια δεν είχα τα απαιτούμενα προσόντα. Τα κατάφερα. Όμως με το που προσγειώθηκα με κλείσανε στη φυλακή. Ήταν τρομακτική εμπειρία. Και σαν να θέλανε να κάνουνε χειρότερη την τιμωρία, όλο το βράδυ οι φύλακες δεν με άφηναν να κοιμηθώ, περπατούσαν πάνω-κάτω χτυπώντας τους τοίχους με ρόπαλα» εξηγούσε ο κ. Κώστας.

Μετά το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στο Σουδάν όπου και εργάστηκε ως μηχανικός αυτοκινήτων.

Στα 28 του χρόνια πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στη Μελβούρνη και βρήκε εύκολα δουλειά στην Preston Motors.

Η συνδικαλιστική του δράση ξεκίνησε νωρίς με τη συμμετοχή του στο Amalgamated Engineers Union και μετά από δυο χρόνια στο συνδικάτο Waterside Workers’ Federation, ένα από τα πιο μαχητικά σωματεία εργαζομένων στη χώρα.

Παράλληλα, έγινε μέλος του Εργατικού Συνδέσμου «Δημόκριτος» της Μελβούρνης, σημείο αναφοράς για τους νεοαφιχθέντες Έλληνες μετανάστες αριστερών πεποιθήσεων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αριστερόφρονων τότε θεωρούσε την βρετανική και αμερικανική ανάμειξη υπεύθυνη για την ήττα των κομμουνιστικών δυνάμεων στον εμφύλιο πόλεμο.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1954, όταν ακόμα οι πληγές του εμφυλίου παρέμεναν ανοιχτές, ο Κώστας, με άλλους συναδέλφους, οργάνωσε μια ιδιαίτερη υποδοχή για την επίσκεψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ και του συζύγου της πρίγκιπα Φίλιππου στη Μελβούρνη…

«[… ] Του φωνάξαμε ‘Πήγαινε πίσω στην Αγγλία παλιοτεμπέλη!’ Κανείς φυσικά δεν ήξερε ποιος είχε ξεστομίσει αυτά τα λόγια. Δεν ξέρω αν χρησιμοποιούσαν μικρόφωνα ή αν η αστυνομία ήταν παρούσα, όμως, όπως και να έχει, δεν μπορούσαν να με εντοπίσουν γιατί δεν ήμουν ο μοναδικός που φώναζε» είπε στη συνέντευξη.

Τον επόμενο χρόνο ο Κώστας Σαράντης έκανε την πρώτη του απόπειρα να αποκτήσει την αυστραλιανή υπηκοότητα.

Ήταν η αρχή ενός προσωπικού Γολγοθά που θα διαρκούσε δύο δεκαετίες με τις αιτήσεις του να απορρίπτονται μία προς μία.

Την πρώτη του αίτηση την κατέθεσε μετά το γάμο του με την Αυστραλή Zara Gwendolyn Beecham, δασκάλα στο επάγγελμα, που εργαζόταν στα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας στη Μελβούρνη.

Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα που ανέκτησε η έρευνα της SBS, o Κώστας πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως Αυστραλός πολίτης: είχε τον απαιτούμενο χρόνο παραμονής στη χώρα, επαρκή γνώση της Αγγλικής, αντίληψη των προνομίων και υποχρεώσεών του πολίτη, καθαρό ποινικό μητρώο και καλή διαγωγή.

Παρ’ όλα αυτά η απάντηση έφτασε μετά από καθυστέρηση δύο χρόνων από τον γενικό γραμματέα του υπ. Μετανάστευσης, Tasman Heyes, και ήταν φυσικά αρνητική, χωρίς να συνοδεύεται από κάποια βάσιμη δικαιολογία.

Φαίνεται ότι το όνομα του Κώστα ήταν από καιρό καταχωρημένο σε σχετική λίστα της ASIO, λόγω της εκτεταμένης συνδικαλιστικής του δράσης.

Ο ίδιος υποστήριζε πως παρ’ ότι δεν υπήρξε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, η αίτησή του απορρίφθηκε επειδή ήταν φίλα προσκείμενος στο κομμουνιστικό κίνημα και δεν δίσταζε στιγμή να εκφράσει δημόσια την άποψή του.

Στην απόρριψη αντέδρασε με μια επιστολή διαμαρτυρίας στo υπουργείο που ανέφερε μεταξύ άλλων: «Πολεμήσαμε κατά των Ιταλών και των Γερμανών για τέσσερα-πέντε χρόνια, ήταν οι εχθροί μας. Σήμερα στην Αυστραλία αυτοί οι πρώην εχθροί μας γίνονται πολίτες, ενώ εμένα μου αρνείστε το δικαίωμα στην υπηκοότητα».

Ο Κώστας Σαράντης δεν ήταν από τους ανθρώπους που το έβαζαν εύκολα κάτω, δυστυχώς όμως και η δεύτερη και η τρίτη του προσπάθεια στα χρόνια που ακολούθησαν, ήταν εξίσου ανεπιτυχείς.

Η στάση των Αρχών απέναντί του αντικατοπτρίζεται σε σχετική αναφορά του Tasman Heyes: «Η υπουργική απόφαση που εξεδόθη τον Σεπτέμβριο του 1961 και προέβλεπε την επανεξέταση της αίτησης μετά από περίοδο τριών χρόνων, στόχευε αναμφίβολα να δώσει στον αιτούντα την ευκαιρία να αποδείξει ότι ήταν διατεθειμένος να αποποιηθεί τους δεσμούς του με το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε να τελεστεί κανονικά η πολιτογράφηση. Ωστόσο, ο Κώστας εξακολουθούσε να μην πληροί τις προϋποθέσεις για λόγους ασφαλείας».

Η ιστορία επαναλήφθηκε και από τις επόμενες φιλελεύθερες κυβερνήσεις, όταν αρμόδιοι υπουργοί για θέματα μετανάστευσης ήταν ο Hubert Opperman και ο Philip Lynch.

Μάταια ο Sarantis αποζητούσε από τις Αρχές έναν επίσημο λόγο για τις απανωτές απορρίψεις.

Όπως εξομολογήθηκε στη συνέντευξή του στην SBS, ήταν περήφανος για τη μαχητική του δράση ως συνδικαλιστής. Ποτέ, όμως, δεν είχε παρανομήσει και, επομένως, δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να τον θεωρεί κανείς απειλή για την ασφάλεια της χώρας.

Μην βλέποντας κάποια άλλη λύση, η μόνη του ελπίδα ήταν να έρθει στην εξουσία το Εργατικό Κόμμα, όπως και τελικά έγινε.

Το 1972, δύο μόλις μήνες μετά την εκλογή της κυβέρνησης Whitlam, και όταν πια ο Κώστας είχε φτάσει στο 48ο έτος της ηλικίας του, η αίτησή του να γίνει Αυστραλός πολίτης έγινε επιτέλους δεκτή.

Επρόκειτο για μια ημέρα-σταθμό για την οικογένεια Σαράντη, όπως περιγράφει η μικρή του κόρη Ελένη: «Θυμάμαι εκείνη την ημέρα σαν να ήταν χθες, όταν ο πατέρας μου έδωσε ένα γράμμα και ήταν πολύ νευρικός για να το ανοίξει μόνος του. Του το διάβαζα δυνατά ενώ συγκρατούσα τα δάκρυά μου. Επιτέλους, είχαν κάνει δεκτή την αίτησή του. Μπορούσα να αισθανθώ κι εγώ την αγαλλίαση που ένιωθε έχοντας πλέον αποκτήσει την ιδιότητα του Αυστραλού πολίτη».

Ο Κώστας Σαράντης απεβίωσε το 2015, έναν χρόνο μετά το θάνατο της αγαπημένης του συζύγου.

Οι κόρες του κάνουν λόγο για έναν πατέρα που βρισκόταν πάντοτε δίπλα στην οικογένειά του, για έναν πολιτικό ακτιβιστή που πάντοτε μιλούσε ανοιχτά και δίχως φόβο για τις απόψεις του.

«Ο Κώστας υπήρξε και παρέμεινε μέχρι και το θάνατό του υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ποτέ δεν δίσταζε να πει τη γνώμη του».

*Μπορείτε να βρείτε ολόκληρη τη δημοσιογραφική έρευνα της SBS στην ιστοσελίδα sbs.com.au/news