Η αναθεωρημένη έκδοση (με νέο ερευνητικό, αρχειακό και φωτογραφικό υλικό) του βιβλίου του Peter Ewer Forgotten Anzacs: The Campaign in Greece, 1941 («Ο Ξεχασμένοι Anzacs: Η Εκστρατεία στην Ελλάδα, 1941» (εκδ. Scribe, Μελβούρνη 2016) έχει ως αντικείμενο τα καθέκαστα της όχι ιδιαίτερα γνωστής ιστορίας μιας (αντίστοιχης με αυτή της Καλλίπολης) στρατιωτικής δύναμης των Αυστραλών και Νεοζηλανδών (Anzac). Διότι ενώ οι περισσότεροι Αυστραλοί γνωρίζουν λίγο-πολύ για τα ανδραγαθήματα των συμπατριωτών τους και των Νεοζηλανδών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Καλλίπολη το 1915, δεν είναι πολλοί αυτοί που ξέρουν πως το Anzac αναβίωσε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δηλαδή όταν τον Απρίλιο του 1941 η 6η Αυστραλιανή Μεραρχία και η 2η Νεοζηλανδέζικη Μεραρχία της ελληνικής ενδοχώρας συναποτελούσαν και πάλι τα Στρατιωτικά Σώματα Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας καθώς, μετά από διαταγή του Τσόρτσιλ, εστάλη (από τη Λιβύη) για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της επικείμενης γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα.
Η δύναμη των Anzac πολέμησε γενναία, αλλά ανεπιτυχώς, στην Ελλάδα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι αυτό εξαιτίας σοβαρών πολιτικών και στρατιωτικών λαθών των ηγεσιών της Αυστραλίας, Ελλάδας και Νέας Ζηλανδίας οι οποίες παραπλανήθηκαν σε καίριες αποφάσεις τους που σχετίζονταν με την εν λόγω εκστρατεία. Ο συγγραφέας επισημαίνει τα συγκεκριμένα στρατηγικά λάθη και τις αδυναμίες αυτής της εκστραστείας – όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι συμμαχικές μονάδες των τεθωρακισμένων, εν αντιθέσει με τις αντίστοιχες γερμανικές, ήταν διάσπαρτες αντί να είναι συγκεντρωμένες. Τουναντίον, τα συμμαχικά πολυβόλα ήταν συγκεντρωμένα, εν αναμονή ενός επαναληπτικού πολέμου χαρακωμάτων, αντί να είναι διασκορπισμένα στο πεζικό.
Μειονεκτώντας αριθμητικά και πολεμώντας κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες στην Ελλάδα, οι Anzacs βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια μακρόχρονη οπισθοχώρηση ενώ βομβαρδίζονταν ανηλεώς από τον εχθρό. Έως τα τέλη Απριλίου 1941, τα περισσότερα σώματα των Anzacs είχαν εκκενωθεί, αλλά αρκετοί στρατιώτες κατάφεραν να φτάσουν έως την Κρήτη. Εκεί, ενώ τον Μάιο πολεμούσαν τη γερμανική εισβολή των αλεξιπτωτιστών, πολλοί στρατιώτες συνελήφθησαν για να καταλήξουν αιχμάλωτοι των ναζί επί μια τετραετία. Πιο συγκεκριμένα: Η στρατιωτική δύναμη των Anzacs (αποτελούμενη από αυστραλιανές, νεοζηλανδικές και βρετανικές μονάδες) εγκαταστάθηκε στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού, αλλά έως τα τέλη του μήνα είχαν καταλήξει στην Κρήτη όπου υπηρέτησαν υπό τις διαταγές του Νεοζηλανδού αντιστράτηγου Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ. Ωστόσο, μέσα στο Μάιο οι στρατιωτικές δυνάμεις της γερμανικής αεροπορίας κατέλαβαν την Κρήτη, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι Αυστραλοί να αναγκαστούν να εκκενώσουν και πάλι το νησί.
Ο συγγραφέας στο βιβλίο του ισχυρίζεται ότι ήταν μέγα λάθος να σταλούν Αυστραλοί στρατιώτες στην Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι αν είχαν παραμείνει στη Λιβύη κι επιχειρούσαν την κατάληψη του λιμανιού της Τρίπολης, θα έφραζαν το δρόμο στον Ρόμμελ, συντομεύοντας έτσι τον πόλεμο στη Νότια Αφρική κατά δύο χρόνια. Η συλλογιστική στην πρόθεση του Τσόρτσιλ να συμπαρασταθεί στην Ελλάδα ήταν για να αναδείξει κι επιβεβαιώσει το κύρος της Συμμαχίας, ιδίως στην Αμερική. Ο συγγραφέας, ωστόσο, διατείνεται ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει με άλλους, πιο αποτελεσματικούς τρόπους, εξού και θεωρεί τον Τσόρτσιλ ως το «μαύρο πρόβατο» της όλης υπόθεσης. Τον χαρακτηρίζει ανεύθυνο και ανίκανο, περιχαρακωμένο στον γυάλινο πύργο του, να απολαμβάνει το πούρο και το κονιάκ του, μακριά από την πραγματικότητα των πεδίων των μαχών. Η αλήθεια όμως είναι ότι, εν αντιθέσει με άλλους πολιτικούς ηγέτες, ο Τσόρτσιλ είχε όντως λάβει μέρος σε ένοπλη δράση.
Εκτός όμως από τον Τσόρτσιλ, ο συγγραφέας αρέσκεται να κατατάσσει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς αυτής της εκστρατείας σε καλούς (ήρωες) και κακούς (αντιήρωες). Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγεται ο ναύαρχος Κάννινγχαμ, ο αντιπλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού της Μεσογείου και οι διοικητές του αυστραλιανού στρατού ΜκΚέι, Ρόγουελ, Λάβαρακ, Βάζι, Άλλεν και Σάβιτζ. Στη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγεται ο Γουίλσον, ο Αυστραλός πρωθυπουργός Μένζις, και ο αρχιστράτηγος της Australian Imperial Force (AIF) στρατηγός Μπλέιμι. Ο μόνος για τον οποίο υιοθετεί αμφίθυμη στάση είναι ο αντιστράτηγος Φρέιμπεργκ, ο οποίος χειρίστηκε αδέξια την άμυνα στην Κρήτη, αν και υπήρξε έντιμος και γενναίος άνθρωπος.
Ο συγγραφέας δεν είναι ιδιαίτερα αντικειμενικός όταν αναφέρεται στα πολιτικά ζητήματα της Ελλάδας. Ενώ π.χ. σωστά καταδικάζει το μοναρχοφασισμό του δικτάτορα Μεταξά και του συνεργάτη του στρατηγού Τσολάκογλου, δεν κάνει το ίδιο και με τους Έλληνες κομμουνιστές-λάτρεις του Στάλιν – ενός άλλου δικτάτορα, τα θύματα του οποίου ξεπερνούσαν αυτά του Χίτλερ πριν του 1941. Εκθειάζει, για παράδειγμα, τη γενναιότητα και αγωνιστικότητα του ελληνικού λαού και της ελληνικής Αντίστασης, στην οποία συμμετείχαν πολλοί κομμουνιστές. Επρόκειτο όμως, στην πλειοψηφία τους, για αγνούς πατριώτες, με λιγότερο ή καθόλου ιδεολογικοπολιτικά κίνητρα, εν αντιθέσει με τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος οι οποίοι καθοδηγούνταν από την Σοβιετική Ένωση.
Τόσο ο μαύρος (ελληνικός) όσο και ο κόκκινος (σταλινικός) φασισμός, θα αποδεικνύονταν εξίσου καταστροφικοί για τη φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση στην Ελλάδα την οποία αντιπροσώπευε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Εν αντιθέσει με όσα υποστηρίζει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, αυτός ήταν και ο λόγος που ο Τσόρτσιλ έστειλε βρετανικά στρατεύματα, προκειμένου να αναχαιτίσει ένα επικείμενο κομμουνιστικό πραξικόπημα στην Ελλάδα το 1944.
Οι εκστρατείες στην Ελλάδα και την Κρήτη – όπως και στην περίπτωση της Καλλίπολης – μπορεί να ήταν έμπνευση του Τσόρτσιλ και να αποδείχθηκαν λανθασμένες, κακοσχεδιασμένες και αποτυχημένες, καταλήγοντας σε ήττα. Παρ’ όλο το αρνητικό αποτέλεσμα όμως, όσοι πολέμησαν, υπέφεραν και θυσιάστηκαν στον αγώνα κατά του φασισμού, αξίζει να παραμείνουν στη μνήμη και την καρδιά των επιγόνων τους, ως ένδειξη εγκάρδιας ευγνωμοσύνης.
Τέλος, ασχέτως απ’ το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με κάποιες απόψεις του εν λόγω βιβλίου, γεγονός είναι ότι ο συγγραφέας του προσφέρει στον αναγνώστη μια υποδειγματική και επιστημονικά τεκμηριωμένη κι έγκυρη ιστορική αναδίφηση, η οποία διαβάζεται σαν θρίλερ. Όλα τα παραπάνω κάνουν τον αναγνώστη να στέκεται με δέος μπροστά στα απαράδεκτα λάθη και τις μοιραίες αποφάσεις κάποιων ηγετών, όσο και στο ψυχικό σθένος και μεγαλείο των απλών αγωνιστών που πάλεψαν για τα ιδανικά της ελευθερίας, με οποιοδήποτε τίμημα. Πράγμα που επιβεβαιώνει –για πολλοστή φορά– την πανάρχαια, σοφή ρήση του πατέρα της Ιστορίας Ηρόδοτου, ότι «πόλεμος πατήρ πάντων». Δυστυχώς…
(Ευχαριστίες στον εκδοτικό οίκο Scribe για την αποστολή του παραπάνω βιβλίου τους)
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, συγγραφέας και βιβλιοκριτικός.