Ελαφρώς μαυρισμένη, αρκετά κουρασμένη και με τις ακτίνες του ελληνικού ήλιου ακόμη στο δέρμα της, η Βικτώρια Χαραλαμπίδου προσγειώθηκε απότομα στη μουντή και βροχερή χειμωνιάτικη Μελβούρνη. Η ηθοποιός βρισκόταν για διακοπές στην Ελλάδα, όταν κλήθηκε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Αυστραλία, για τα γυρίσματα μίας τηλεοπτικής σειράς – για την οποία δεν μπορεί να αποκαλύψει λεπτομέρειες, πέρα από το ότι είναι ενθουσιασμένη. Ένας από τους λόγους είναι γιατί αυτή η σειρά τής έδωσε την ευκαιρία να ξαναβρεθεί με πολλούς από τους συνεργάτες της σειράς ‘Barracuda’ της τηλεοπτικής προσαρμογής του ομώνυμου βιβλίου του Χρήστου Τσιόλκα, η οποία μεταδόθηκε πρόσφατα από το ABC.

Η σειρά, όπως και το βιβλίο, αφηγείται την προσπάθεια ενός ταλαντούχου νεαρού Ελληνοαυστραλού κολυμβητή ο οποίος κερδίζει μία αθλητική υποτροφία σε ένα ιδιωτικό σχολείο της Μελβούρνης και προσπαθεί να τα βγάλει πέρα σε αυτό που αποδεικνύεται ένα μάλλον εχθρικό περιβάλλον. Η Βικτώρια Χαραλαμπίδου υποδύεται την μητέρα του. «Είχα διαβάσει το βιβλίο προτού μάθω ότι το κάνουν σειρά» λέει, τονίζοντας ότι έχει διαβάσει όλα τα βιβλία του συγγραφέα. «Δεν έχουμε κι άλλους Τσιόλκες – έναν τον έχουμε, γιατί να μην τον διαβάζουμε; Ειδικά στη δική μου τη δουλειά όταν θέλεις να είσαι επίκαιρη, πρέπει να ξέρεις τι γίνεται στην κοινωνία. Τα βιβλία του έχουν αυτό το πλεονέκτημα, όταν τα διαβάζεις, μπαίνεις στο νόημα. Όχι ότι μου αρέσουν όλα τα βιβλία του, αλλά στο συγκεκριμένο ταυτίστηκα με πολλά σημεία. Οπότε, όταν έμαθα ότι κάνουν το ‘Barracuda’ σειρά, ήξερα ότι εκεί μέσα υπάρχει ένας ρόλος που είναι τέλειος για μένα» λέει, εξηγώντας ότι ταυτίστηκε αμέσως με την αγάπη της μητέρας για τον γιο της, ‘αυτήν την αγάπη που δεν ξεπερνά κάθε όριο’, την οποία και η ίδια αισθάνεται για τον δικό της εξάχρονο γιο. «Έτσι, τηλεφώνησα στον σκηνοθέτη, τον Robert Connolly, με τον οποίο είχα ξανασυνεργαστεί στο παρελθόν και του είπα ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με τους άλλους ρόλους, αλλά αυτός είναι δικός μου», θυμάται και ξεσπά σε γέλια. «Εντάξει, αλλά θα πρέπει, ούτως ή άλλως, να περάσεις από οντισιόν», της απάντησε ψύχραιμα εκείνος.

Όπερ και εγένετο, με αποτέλεσμα να πάρει τον ρόλο, κερδίζοντας επαίνους από διάφορες πλευρές. «Το πιο κολακευτικό σχόλιο που έλαβα ήρθε από μία Ιταλίδα που έγραψε ότι ξύπνησε το βράδυ και σκεφτόταν ότι ο μοναδικός άνθρωπος που την καταλαβαίνει είναι αυτή η μάνα. Για μένα, αυτός είναι ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορώ να πάρω. Αν μπορούν να ταυτιστούν μαζί σου οι απλοί άνθρωποι, τα έχεις καταφέρει».

Η ίδια καταλαβαίνει ακριβώς τι εννοούσε η άγνωστη γυναίκα. «Δεν υπάρχουν Ελληνίδες στην Αυστραλιανή τηλεόραση» λέει. «Στο ‘Slap’ (σ.σ. Την άλλη τηλεοπτική μεταφορά βιβλίου του Τσιόλκα) υπήρχαν δύο Έλληνες, αλλά γυναίκες περίπλοκες στην ηλικία μου, κάποιες με τις οποίες να μπορώ να ταυτιστώ δεν έχω δει. Αυτό είναι σημαντικό γιατί αν δεν μπορείς να σχετιστείς με τους ανθρώπους που βλέπεις στην τηλεόραση νιώθεις αποκομμένος, ότι βρίσκεσαι στο περιθώριο. Αυτό συμβαίνει στις γυναίκες που είναι στην ηλικία μου, την κουλτούρα μου, σε ανθρώπους από άλλες εθνικότητες, στους αυτόχθονες κ.ο.κ» λέει, αναγνωρίζοντας ότι πολλά έχουν αλλάξει στην Αυστραλία τα τελευταία δώδεκα χρόνια που βρίσκεται στη χώρα («έφτασα 19 Φεβρουαρίου 2005») από τότε δηλαδή που αποφάσισε να αφήσει πίσω της μία ιδιαίτερα επιτυχημένη καριέρα στην Ελλάδα, με συμμετοχές σε σπουδαίες θεατρικές, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές, προκειμένου να ακολουθήσει τον Ελληνοαυστραλό σύντρόφό της στην πατρίδα του. «Βρέθηκα σε μία εντελώς καινούρια χώρα, στην οποία ήμουν άγνωστη μεταξύ αγνώστων και είχα να ξεκινήσω από το απόλυτο μηδέν» λέει.

«Αυτό είναι μεγάλο χαστούκι στον εγωισμό σου, αλλά είναι καλό να το δοκιμάζει αυτό κανείς, γιατί εμείς οι ηθοποιοί γενικώς έχουμε μία έπαρση, νομίζουμε ότι είμαστε αναντικατάστατοι. Έχω δουλέψει πολύ για να είμαι εδώ που είμαι στην Αυστραλία, αλλά είμαι τυχερή, γιατί -παρά το ότι είμαι φιλόδοξη και λατρεύω τη δουλειά μου- υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή μου εκτός από τη δουλειά. Γι’ αυτό έκανα οικογένεια εδώ, έχει κάνει τη ζωή μου πιο πλούσια. Αγαπώ την οικογένειά μου, αγαπώ τη ζωή μου, αγαπώ το καλό φαγητό, το καλό κρασί, την μουσική, τον προσωπικό μου χώρο και χρόνο. Η Αυστραλία μού έδωσε τη δυνατότητα να τα έχω όλα αυτά. Στην Ελλάδα αισθανόμουν πάντα υποχρεωμένη, έπρεπε να αποδείξω κάτι – είναι μέρος της κουλτούρας της χώρας αυτό. Εδώ, το σύστημα σού δίνει μεγαλύτερο χώρο να αναπτυχθείς. Μπορώ να κάνω πράγματα που με ενδιαφέρουν περισσότερο κάτω από καλύτερες συνθήκες, με μεγαλύτερο επαγγελματισμό και σεβασμό». Είναι ευτύχημα, ως εκ τούτου, για την ίδια που μπορεί να απολαύσει αυτές τις συνθήκες, παίζοντας έναν ρόλο που της επιτρέπει να δείξει τι σημαίνει για μια γυναίκα όπως η ίδια να βρίσκεται σ’ αυτήν τη χώρα και να προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις καθημερινές προκλήσεις. «Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει ένας διάλογος και υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πρόγράμματα έχουν δημιουργηθεί που δείχνουν τι συμβαίνει στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία. Αυτό δείχνει τόλμη και με κάνει χαρούμενη, αλλά ακόμα δεν έχω δει τον εαυτό μου στην τηλεόραση. Ακόμη περιμένω. Περιμένω μία μαύρη κωμωδία. Αρκετά με το δράμα. Καλό είναι το δράμα, αλλά η κωμωδία δίνει ελπίδα».

Αν αυτή η κωμωδία αργήσει, θα πρέπει να την δημιουργήσει η ίδια – το πρώτο βήμα το έχει ήδη κάνει, αναρτώντας μικρά βίντεο στα social media, μικρούς κωμικούς μονολόγους που φλερτάρουν με το παράλογο, υποδυόμενη διάφορους χαρακτήρες που έχει πλάσει. Θα σκεφτόταν να τα μετατρέψει σε μία διαδικτυακή σειρά; «Φυσικά. Αν βρω καλή παρέα…».