ΤΟ αρχικό σχέδιο ήταν «να πάρω τα βουνά».

ΝΑ αφήσω πίσω μου τα κοινωνικά και κυκλοφοριακά μποτιλιαρίσματα και να επιστρέψω στις ρίζες μου.

ΜΕ άλλα λόγια, να περιορίσω, όσο μπορούσα, το «πάρε-δώσε» με τον… πολιτισμό.

ΝΑ μη συναντώ σε κάθε βήμα μου ανθρώπους, αυτοκίνητα, σηματοδότες, τηλεοράσεις, υπολογιστές και κάθε είδους συσκευή και ανθρώπινη κατασκευή.

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι επειδή αρκετοί με «ψάχνουν» (και όταν λέω «αρκετοί», εννοώ τέσσερις-πέντε ανθρώπους, που για μένα είναι πολλοί) καταφέρνω να τους «ξεφεύγω», γιατί όταν οδηγώ τη μηχανή, δεν ακούω το κινητό…

ΑΣ επανέλθω, όμως, στο αρχικό σχέδιο, που προέβλεπε να κάνω ένα ακόμα ταξίδι στην ηπειρωτική Ελλάδα, ακολουθώντας τις οροσειρές.

ΝΑ επισκεφθώ τα βουνά της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας, της Θεσσαλίας, Ηπείρου, της Δυτικής και Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.

ΝΑ κάνω, δηλαδή, ένα παρόμοιο ταξίδι, σαν αυτό που έκανα καμιά εικοσαριά χρόνια πριν και για το οποίο είχα γράψει τότε στο «Νέο Κόσμο».

ΟΣΟΙ, λοιπόν, έχετε διάθεση να με ακολουθήσετε σε ένα ακόμα ταξίδι στη μαγική, πανέμορφη και εγκαταλειμμένη ορεινή Ελλάδα, ιδού μια ακόμα ευκαιρία.

ΟΣΟΙ έχετε βαρεθεί τέτοια ταξίδια, μπορείτε να ασχοληθείτε με την επαναλαμβανόμενη ειδησεογραφία, το facebook, τα social media και να σκοτώνετε τον περισσευούμενο χρόνο σας μπρος στην τηλεόραση.

ΓΙΑ να μην πλήξετε και προκειμένου να επισκεφθώ και εγώ τόπους που δεν έχω πάει, θα ακολουθήσω άλλες διαδρομές και απάτητα μονοπάτια.

«ΔΟΞΑ τω Θεώ», η πατρίδα μας είναι γεμάτη εκπληκτικά βουνά και οι επιλογές να δεις μέρη και χωριά που δεν έχεις ξαναπεράσει αμέτρητες. Όρεξη να έχεις…

ΝΑ όμως και ο οδικός χάρτης που θα ακολουθήσουμε για να πάρετε μια γεύση και να προετοιμαστείτε ψυχολογικά.

ΚΑΙ, βεβαίως, δεν θα μπορούσα να ξεκινήσω για τη Βόρεια Ελλάδα, χωρίς να επισκεφθώ τα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας μας της Αρκαδίας και της υπόλοιπης Πελοποννήσου.

ΑΡΧΙΣΑ, λοιπόν, από το Αρτεμίσιο και το Παρθένι, που είναι δίπλα στο χωριό μου και τα βλέπω από το μπαλκόνι μου εξιστορώντας το ταξίδι. Στη συνέχεια, επισκέφθηκα το Μαίναλο (το βουνό του κατσικοπόδαρου Πάνα), το όρος Ζήρεια της Κορινθίας και έκανα ορισμένες ολοήμερες βόλτες σε βουνά της Αχαΐας, όπως τον Ερύμανθο, το Παναχαϊκό και τον Χελμό.

ΜΕΧΡΙ στιγμής δεν έχω επισκεφθεί ακόμα (γιατί δεν πρόλαβα) τον Πάρνωνα, τον Ταΰγετο και τα μικρότερα -αλλά εξίσου όμορφα- βουνά της ανατολικής Πελοποννήσου, Αραχναίο, Αδέρες και Δίδυμο. Αυτό θα το κάνω σε άλλα μικρά ταξίδια όταν επιστρέψω από τη Βόρεια Ελλάδα.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ, όμως, τα βουνά που προανέφερα, είχα την ευκαιρία να δω και τις μικρές λιμνούλες που υπάρχουν στα οροπέδια των βουνών της Κορινθίας και της Αχαΐας.

ΤΗ Στυμφαλία, όπου ο Ηρακλής σκότωσε και τις τελευταίες άγριες όρνιθες, πριν απαγορευτεί το κυνήγι και οι κότες στεγαστούν στα άθλια ορνιθοτροφεία, είχα επισκεφθεί άλλες δυο-τρεις φορές.

ΓΙΑ πρώτη φορά όμως επισκέφθηκα τις πολύ μικρές, αλλά πανέμορφες, λιμνούλες του Φενεού και του Τσιβλού, που βρίσκονται περιτριγυρισμένες από τις καταπράσινες βουνοκορφές του Χελμού.

ΑΝ βρεθείτε κάποια φορά στην ορεινή Αχαΐα και περάσετε από την περιοχή των Καλαβρύτων για να προσκυνήσετε στο Mέγα Σπήλαιο ή την Αγία Λαύρα, μην παραλείψετε να τις δείτε.

ΕΚΤΟΣ από τις πιο πάνω λιμνούλες και σε σχετικά μικρή απόσταση από τα Καλάβρυτα, υπάρχουν και ορισμένα ωραία χωριά, όπως, για παράδειγμα, η Βλασία, η Αροάνια, η Πλατανιώτισσα και η Ζαχλωρού.

ΑΠΟ τη Ζαχλωρού δεν περνά μόνο ο θρυλικός «οδοντωτός» σιδηρόδρομος των Καλαβρύτων, αλλά και ο Βουραϊκός ποταμός που έχει δώσει το όνομά του στο ομώνυμο φαράγγι, που είναι από τα αγριότερα και ωραιότερα της Ελλάδας και μπορείτε να το δείτε ανεβαίνοντας με τον «οδοντωτό» από το Διακοφτό στα Καλάβρυτα.

ΩΡΑΙΑ είναι επίσης και η λίμνη του Λάδωνα στην ορεινή Αρκαδία και τα γύρω χωριά όπως η Βυτίνα, η Δημητσάνα, τα Λαγκάδια, η Στεμνίτσα και άλλα.

ΔΕΝ λέω, καλή είναι η θάλασσα, τα νησιά μας, οι παραλίες και τα χωριά τους, αλλά η ορεινή Ελλάδα, τα χωριά της και η θερινή νυχτερινή και πρωινή δροσιά της, δεν παίζονται… Είναι μοναδικά…

ΤΑ ολοήμερα ταξίδια στην Πελοπόννησο, στα οποία θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε αργότερα, διήρκησαν σχεδόν ένα μήνα.

ΠΡΙΝ αναχωρήσω για το δεκαπενθήμερο ταξίδι για τις βουνοκορφές της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας και Θράκης, επισκέφθηκα και το νεκροταφείο του χωριού μου.

ΕΚΕΙ πήγα μαζί με τον εξάδελφό μου Λεωνίδα, κατόπιν «εντολής» της θείας Ρεβέκκας, για να καθαρίσουμε τον οικογενειακό τάφο και, προπαντός, το καντήλι, γιατί, όπως της είχε πει μια άλλη γειτόνισσα, είχε μαυρίσει από την κάπνα.

ΟΠΩΣ έχω ξαναγράψει, η θεία έχει αδυναμία στα καντήλια και το δικό της στο σπίτι δεν σβήνει ποτέ όσο είναι εκεί.

ΤΗΝ ώρα που ο Λεωνίδας ασχολείτο με τον τάφο και το καντήλι, εγώ έκανα μια βόλτα στο νεκροταφείο και διάβαζα τα ονόματα των μόνιμων πια (ανά τους αιώνες) κατοίκων του.

ΟΙ περισσότεροι χωριανοί που γνώριζα έχουν πια «μεταναστεύσει» εκεί. Διαβάζοντας τα ονόματά τους, που είναι χαραγμένα στους οικογενειακούς τους τάφους, θυμήθηκα ανθρώπους την ύπαρξη των οποίων είχα σχεδόν ξεχάσει…

ΜΕΤΑΞΥ αυτών και τα ονόματα ορισμένων συγγενών, γειτόνων, παιδικών μου φίλων και συμμαθητών.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ τα ονόματα στους τάφους, διαπίστωσα, ότι ο παππούς είχε γεννηθεί το 1896 και πέθανε το 1932, η μητέρα του (την οποία θυμάμαι) είχε γεννηθεί το 1848 και πέθανε το 1956, και ο πατέρας μου το 1920 και σκοτώθηκε στον εμφύλιο το 1948.

ΕΚΕΙ υπήρχαν και χωριανοί που είχαν γεννηθεί πριν το 1830.

ΜΕ άλλα λόγια, στο νεκροταφείο της Παναγιάς, βρίσκονται τα ίχνη της ιστορίας του χωριού τα τελευταία 200 χρόνια.