«Έφτασα στην Αυστραλία ως πολιτικός πρόσφυγας»

Ο συμπάροικος, Γιώργος Ζάγκαλης, μιλά στην εκπομπή «Unwanted Australians» της SBS για την παρακολούθησή του από τις μυστικές υπηρεσίες και τη μάχη για να αποκτήσει την υπηκοότητα

Διανύοντας πλέον την ένατη δεκαετία της ζωής του, ο Γιώργος Ζάγκαλης έχει στο ενεργητικό του πλούσια δράση στην προώθηση του πολυπολιτισμού και των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων: Υπήρξε, μεταξύ άλλων, ιδρυτικό μέλος του Συμβουλίου Εθνικών Κοινοτήτων Βικτώριας και της Ομοσπονδίας Εθνικών Κοινοτήτων Αυστραλίας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του SBS και του Συμβουλευτικού Σώματος του ABC.

Τίποτε από αυτά, ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατό δίχως την πολιτογράφησή του ως Αυστραλού πολίτη, μια διαδικασία που υπήρξε κάθε άλλο παρά αυτονόητη και τυπική για τον Ζάγκαλη, αν αναλογιστεί κανείς τα 23 χρόνια που μεσολάβησαν και την προσωπική μάχη που έδωσε κάτω από την ασφυκτική παρακολούθηση των μυστικών υπηρεσιών.

Στο πλαίσιο πολυετούς δημοσιογραφικής έρευνας της SBS, η εκπομπή «Unwanted Australians» αποκαλύπτει το παρασκήνιο της μεταναστευτικής ιστορίας της Αυστραλίας την περίοδο 1950-1970, όταν εκατοντάδες νεοφερμένοι, μεταξύ αυτών και πολλοί Έλληνες, καταδιώκονταν από τις Αρχές για τις αριστερές πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Η εκπομπή υπήρξε προϊόν της συστηματικής αναζήτησης των δημοσιογράφων Kristina Kukolja και Lindsey Arkley, σε μέχρι προσφάτως απόρρητα έγγραφα της αυστραλιανής μυστικής υπηρεσίας, ASIO.

Ανάμεσα στα ευρήματα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, ξεχωρίζει η λίστα «Special Alien Index», με πάνω από 16.500 ονόματα προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση και άλλες χώρες, που θεωρούνταν πιθανή απειλή για την εθνική ασφάλεια εξαιτίας των αριστερών τους φρονημάτων.

Το μέγεθος της λίστας προκαλεί έκπληξη, δεδομένου μάλιστα ότι οι ύποπτοι ξεπερνούν σε αριθμό όσους είχαν τεθεί υπό κράτηση στην Αυστραλία κατά τη διάρκεια και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων συνολικά.

Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Charles Spry, γενικού διευθυντή της ASIO κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1950-1960, ότι η πολιτική που ακολουθούσαν υπαγόρευε να συμπεριλαμβάνουν στη λίστα οποιονδήποτε παρουσίαζε έστω και «συγκριτικά υποτυπώδεις ανεπιθύμητες ενδείξεις».

Πολλοί, πάντως, από αυτούς που βρέθηκαν στα μαύρα κατάστιχα της ASIO, υπήρξαν μέλη ή υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας.

Όμως, η πολιτική τους ταυτότητα δεν ήταν η μοναδική αιτία πίσω από τη στάση των Αρχών έναντι των «ανεπιθύμητων Αυστραλών». Συχνά τα δυσμενή μέτρα σε βάρος τους είχαν στόχο να αποδυναμώσουν και τη συνδικαλιστική τους δράση.

Η ιστορία του Γιώργου Ζάγκαλη είναι, ενδεχομένως, η πιο ευρέως γνωστή από τις αφηγήσεις των «ανεπιθύμητων Αυστραλών», λόγω της διακεκριμένης δράσης του στο Κομμουνιστικό Κόμμα αλλά και στο χώρο των εργατικών κινημάτων γενικότερα, ενώ ανήκει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όπου η άδικη μεταχείριση από μέρους των κρατικών Αρχών έφτασε στο σημείο στέρησης της αυστραλιανής υπηκοότητας για δεκαετίες ολόκληρες.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τα αρχεία της ASIO τον περιγράφουν ως «ανεπιθύμητο» και «απειλή για την κοινωνία».

Ο Ζάγκαλης ήταν μόλις 19 ετών όταν πρωτοέφτασε στη Μελβούρνη το Φεβρουάριο του 1950, αφήνοντας πίσω του μια Ελλάδα ρημαγμένη από την Κατοχή και την τραγωδία του Εμφυλίου.

Από τον εφιάλτη του Εμφυλίου, η Ελλάδα είχε ξυπνήσει και πάλι χωρισμένη σε στρατόπεδα, με την βασιλική κυβέρνηση να ζητά το περίφημο «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» από τους πολίτες, το οποίο βεβαίωνε ότι ο κάτοχός του δεν ήταν κομμουνιστής ή συμπαθής προς τον κομμουνισμό. Το ίδιο έγγραφο, μάλιστα, ήταν προαπαιτούμενο για τους νεοαφιχθέντες στην Αυστραλία.

Παρά τους δεσμούς της οικογένειας Ζάγκαλη με το αριστερό κίνημα, ο πατέρας του κατάφερε να αποκτήσει το πιστοποιητικό και να γίνει δεκτή η αίτησή τους για μετανάστευση.

«Το πιστοποιητικό εκδόθηκε από τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες. Εγώ προσωπικά δεν ήμουν άμεσα αναμειγμένος με την πολιτική στην Ελλάδα καθώς ήμουν αρκετά νέος, όμως η οικογένειά μου ήταν – και αυτό ήταν αρκετό για να με φακελώσουν. Τότε, λοιπόν, πώς ήταν δυνατόν με αυτό το ιστορικό να πάρω το πιστοποιητικό; Δύο ήταν οι λόγοι. Η δεξιά κυβέρνηση που ανέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα το 1949-1950, είχε υπόψη της τους νέους με ριζοσπαστική ιδεολογία που θα έμεναν πίσω και φρόντιζε να τους στέλνει στην άλλη άκρη του κόσμου. Αλλά την ίδια στιγμή, είχε να κάνει και με τα χρήματα, δηλαδή ο πατέρας μου έπρεπε όχι ακριβώς να δωροδοκήσει, αφού επρόκειτο σχεδόν για μια χρηματική συναλλαγή, αλλά να πληρώσει ένα συγκεκριμένο ποσό για να πάρουμε το πιστοποιητικό ώστε να μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα» εξηγεί ο Ζάγκαλης.

Αν και γνώριζε ότι οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν ήταν ακριβώς… ευπρόσδεκτες στο αυστραλιανό έδαφος, καταλάβαινε ότι τουλάχιστον δεν θα έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή του, όπως συνέβαινε στην Ελλάδα.

Αυτό για το οποίο, βέβαια, δεν ήταν ενήμερος, ήταν το ότι επρόκειτο να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην Αυστραλία…

«Η μετανάστευση είναι ένα τραύμα. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί που βρίσκεσαι. Μετανιώνεις που αφήνεις τη γενέτειρά σου και ελπίζεις ότι όπου και αν καταλήξεις θα μείνεις το λιγότερο δυνατό χρόνο και μετά θα επιστρέψεις. Έφυγα με την ιδέα ότι δεν θα μείνω πολύ στην Αυστραλία, ότι τα πράγματα θα άλλαζαν και τότε θα γυρνούσα πίσω. Με αυτή την έννοια, ο λόγος που ήρθα στην Αυστραλία ήταν πολιτικός. Έφτασα στην Αυστραλία ως πολιτικός πρόσφυγας, αν και μου έλειπε ο τίτλος. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή τα έφερε αλλιώς».

Την περίοδο της άφιξης του Ζάγκαλη στη Μελβούρνη, η πολιτική της «Λευκής Αυστραλίας» βρισκόταν στο ζενίθ της, με όλα τα μεγάλα κόμματα να την υποστηρίζουν, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν στα μάτια του το μοναδικό που αντιστεκόταν στο ρατσισμό και τις διακρίσεις εναντίον των μεταναστών.

Η δουλειά που βρήκε ως νεοφερμένος στη γραμμή παραγωγής της General Motors Holden υπήρξε αφορμή να γνωρίσει έναν Ελληνοκύπριο συνάδελφο που του μίλησε για το Σύνδεσμο «Δημόκριτος», εργατική οργάνωση αριστερών μεταναστών.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα τα πράγματα πήραν σχεδόν φυσική τροπή για τον Γιώργο Ζάγκαλη. Τρεις μήνες μετά βρισκόταν στην επιτροπή διοίκησης του Συνδέσμου και ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας.

Την προσχώρησή του στο κόμμα ακολούθησε μια ιστορική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου: η απόρριψη ως αντισυνταγματικής της νομοθεσίας που ήθελε να κηρύξει παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας.

Επρόκειτο για μια πρόταση της φιλελεύθερης κυβέρνησης συνασπισμού του Robert Menzies, ενώ και η δεύτερη προσπάθεια του Menzies να θέσει εκτός νόμου το κόμμα με δημοψήφισμα ήταν εξίσου ανεπιτυχής.

Το γεγονός αυτό υπήρξε για τον Γ. Ζάγκαλη μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς, όπως εξηγεί, αποδείκνυε ότι ο λαός της Αυστραλίας τιμούσε την ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι.

«[…] ήταν μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη και, επίσης, μου έδωσε μια βαθύτερη αντίληψη της προσήλωσης του αυστραλιανού λαού σε συγκεκριμένες αξίες, όπως την ελευθερία της έκφρασης. Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό μάθημα για μένα και όσον αφορά το σεβασμό στις απόψεις των άλλων – γιατί μεγαλώσαμε σε χώρες όπου νομίζαμε ότι υπάρχει μόνο μία άποψη, αυτή της κυβέρνησης, και απέναντι της αντιπολίτευσης με τη μία να μην είναι ανεκτική της άλλης. Αυτό ήταν ο πολυπολιτισμός στο ξεκίνημά του».

Στο επίκεντρο της συνδικαλιστικής δράσης του Γιώργου Ζάγκαλη ήταν τα δικαιώματα των εργατών μεταναστών. Πίεζε για βελτίωση των συνθηκών εργασίας, καλούσε τους μετανάστες να γίνουν μέλη στα συνδικάτα και το Κομμουνιστικό Κόμμα, μεταφράζοντας τα έντυπά τους και σε άλλες γλώσσες.

Όσο μεγάλωνε η συνεισφορά του με το πέρασμα των δεκαετιών, άλλο τόσο αυξάνονταν και τα αρχεία της αυστραλιανής μυστικής υπηρεσίας ASIO που κατέγραφαν τη δράση του.

Οι πράκτορες της ASIO είχαν γίνει σκιά του, παρακολουθούσαν τα τηλεφωνήματά του, κατέγραφαν κάθε του κίνηση και συνομιλία.

Εντύπωση προκαλεί, μάλιστα, μια αναφορά πράκτορα της ASIO για τα σκληρά λόγια με τα οποία περιγράφει τον Γιώργο Ζάγκαλη, με αφορμή την παρουσία του σε μια συνάντηση της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Αδελαΐδα, το 1965.

«Χωρίς να ξέρω πολλά γι’ αυτόν, θα έλεγα ότι είναι τυπική περίπτωση Ελλήνων που έρχονται στην Αυστραλία χωρίς λεφτά, χωρίς υπάρχοντα, χωρίς πολύ μυαλό, αλλά επειδή είναι δραστήριοι και ενθουσιώδεις, μπορούν να πείσουν άλλους Έλληνες να τους ακολουθήσουν. Θα έλεγα ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είδε το ταλέντο του και τον χρησιμοποιεί γι’ αυτό το σκοπό με κάθε ευκαιρία. Έλληνες σαν τον Ζάγκαλη θα θεωρούσαν μεγάλη τιμή και διάκριση να χαίρουν της εκτίμησης κάποιου, ακόμη κι αν πρόκειται για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δεν θα είχε αρκετό μυαλό να καταλάβει ότι το Κόμμα τον χρησιμοποιεί και ότι όταν υπηρετήσει το σκοπό του το κόμμα δεν θα θέλει καν να τον ξέρει. Τον θεωρώ έναν Έλληνα με μεγάλο κεφάλι και λίγο μυαλό».

Ο Γ. Ζάγκαλης υποστηρίζει ακάθεκτα μέχρι και σήμερα, ότι στη συνδικαλιστική του δράση έβρισκε αντιμέτωπους τόσο τις αυστραλιανές Αρχές όσο και την ελληνική κυβέρνηση.

Πράγματι, απόρρητα έγγραφα της ASIO, που ανέκτησε η δημοσιογραφική έρευνα της SBS, αποδεικνύουν ότι είχε στηθεί ένα δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών για τη δράση Ελλήνων ακτιβιστών στην Αυστραλία, ιδιαίτερα των μελών του κόμματος, αλλά και όσων εμφανίζονταν να κλίνουν προς αριστερές ιδεολογίες.

Στη συνέντευξή του στις δημοσιογράφους Kukolja και Arkley υποστηρίζει ότι η στρατηγική του τότε πρωθυπουργού Menzies, στόχευε στην αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος και αναφέρει χαρακτηριστικά πως τη δράση των Αρχών προς αυτή την κατεύθυνση συμπλήρωνε ο ρόλος μυστικών πρακτόρων της ελληνικής κυβέρνησης στα κατά τόπους προξενεία, εκβιάζοντάς τους ακτιβιστές για την αντικυβερνητική τους δράση με απέλαση και απειλώντας έμμεσα μέλη της οικογένειάς τους.

Το 1953 ο γενικός διευθυντής της ASIO στη Βικτώρια εισηγήθηκε την απέλαση του Ζάγκαλη στην Ελλάδα, κάτι που θα οδηγούσε, κατά πάσα πιθανότητα, στην εκτέλεσή του από την ελληνική κυβέρνηση, όπως συνήθως ίσχυε για δηλωμένους Κομμουνιστές. Ευτυχώς, η εισήγηση δεν έγινε δεκτή.

Σε προσωπικό επίπεδο, το μεγαλύτερο κόστος της άρνησης χορήγησης υπηκοότητας ήταν για τον Γιώργο Ζάγκαλη η στέρηση της δυνατότητας εξόδου από τη χώρα, καθώς δεν ήταν κάτοχος αυστραλιανού διαβατηρίου. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούσε το ελληνικό του διαβατήριο, ήταν σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα του επιτρεπόταν η επιστροφή στη χώρα.

Παράλληλα, ήταν αδύνατον να κατεβεί στις εκλογές ως υποψήφιος για δημόσιο αξίωμα.

Ο Ζάγκαλης δήλωσε πρόθεση για υποψηφιότητα, με μοναδικό στόχο να διαμαρτυρηθεί δημόσια και να στηλιτεύσει το γεγονός ότι η υποψηφιότητά του δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, χωρίς την αναγνώρισή του ως Αυστραλού πολίτη.

«Το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα, πρότειναν να είμαι εγώ αυτός που θα κάνει το επόμενο βήμα για την πολιτογράφηση, προτάσσοντας στον υπουργό το δικαίωμά μου να κατέβω ως υποψήφιος στο εκλογικό διαμέρισμα Bruce, εκπροσωπώντας τις απόψεις του κόμματος και του κινήματος, και το γεγονός ότι για να το κάνω αυτό πρέπει να μπορώ να εξασκήσω το δικαίωμά μου ως Αυστραλός πολίτης. Δεν είχα παραβεί ούτε ένα νόμο ούτε καν κάποιο κανονισμό οδικής κυκλοφορίας και ήμουν μέλος ενός κόμματος που ο λαός της Αυστραλίας έκρινε ότι ήταν καθ’ όλα νόμιμο, οπότε ποιος ήταν ο λόγος; Για πρώτη φορά, η κυβέρνηση βρέθηκε κάτω από τεράστια πίεση, ώσπου σκαρφίστηκε αυτό το ειδικό προνόμιο του υπουργού, σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχε κάποια πολιτική που να προβλέπει την πολιτογράφηση κομμουνιστών και άλλων ακραίων στοιχείων» αναφέρει σχετικά με το πολιτικό παρασκήνιο της εποχής.

Είχε συμπληρώσει ήδη 19 χρόνια στη Μελβούρνη και ήταν παντρεμένος με την αυστραλογεννημένη γυναίκα του, Cavell, με την οποία είχε αποκτήσει και ένα παιδί.

Παρ’ όλα αυτά, τόσο οι αιτήσεις που προηγήθηκαν της δημόσιας διαμαρτυρίας του αλλά και η αμέσως επόμενη, υπό τη θητεία του Billy Snedden στο Υπουργείο Εξωτερικών, κρίθηκαν απορριπτέες.

Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα ακόμη χρόνια ώστε να επέλθει, το 1973, αλλαγή κυβέρνησης, προτού αναγνωριστεί επιτέλους στον Γ. Ζάγκαλη η ιδιότητα του Αυστραλού πολίτη.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε αμέσως μετά την απόκτηση της υπηκοότητας ήταν ένα ταξίδι στην Ελλάδα με την γυναίκα του και τον γιο του. Ήταν η πρώτη φορά που είχε την ευκαιρία να επιστρέψει στη γενέτειρά του, έπειτα από 23 ολόκληρα χρόνια…

*Ολόκληρη η δημοσιογραφική έρευνα της SBS είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα sbs.com.au/news