Σε φιάσκο κατέληξε η Απογραφή του πληθυσμού της Αυστραλίας, όταν χιλιάδες πολιτών που επιχείρησαν να μπουν στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Αυστραλιανής Στατιστικής Υπηρεσίας (Australian Bureau of Statistics – ABS), προκειμένου να συμπληρώσουν το δελτίο, βρήκαν την ιστοσελίδα ‘κατεβασμένη’.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε ο επικεφαλής της ABS, David Kalisch, ο ιστότοπος ηλεκτρονικής συμπλήρωσης της Απογραφής “υπέστη τέσσερις επιθέσεις άρνησης υπηρεσιών, διαφορετικής σοβαρότητας. Οι τρεις από αυτές προκάλεσαν μικρές παρεμβολές στο σύστημα, αλλά ήδη είχαν συμπληρωθεί και αποθηκευτεί με ασφάλεια τουλάχιστον δύο εκατομμύρια δελτία. Ύστερα από την τέταρτη επίθεση, που έλαβε χώρα λίγο μετά τις 7.30μμ., η ABS έκλεισε το σύστημα για προληπτικούς λόγους, ώστε να εξασφαλίσει την ακεραιότητα των δεδομένων. Έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για τη διόρθωση αυτών των προβλημάτων και μπορώ να διαβεβαιώσω τους Αυστραλούς ότι τα δεδομένα τους είναι ασφαλή στην ABS” τόνισε ο κ. Kalisch.
Οι επιθέσεις άρνησης υπηρεσιών είναι μεταξύ των πιο διαδεδομένων μορφών hacking – ουσιαστικά πρόκειται για απόπειρες παρεμπόδισης των χρηστών να εισέλθουν σε έναν συγκεκριμένο ιστότοπο. Συνήθως, προκαλούνται από την αποστολή υπερβολικά μεγάλου αριθμού ψεύτικων αιτήσεων για εξυπηρέτηση με αποτέλεσμα η υπό επίθεση υπηρεσία να μην μπορεί να εξυπηρετήσει αυτούς που πραγματικά επιχειρούν να μπουν σ’ αυτήν.
Αυτό εικάζουν οι υπεύθυνοι ότι συνέβη και στην περίπτωση της απογραφής.
Μιλώντας στο ραδιόφωνο του ABC, ο κ. Kalisch τόνισε ότι οι κυβερνοεπιθέσεις προήλθαν από το εξωτερικό, χωρίς όμως να είναι σε θέση να διευκρινίσει τη χώρα. Πολλοί είναι αυτοί που ερμήνευσαν την δήλωσή του ως μομφή κατά της Κίνας, η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος να εντοπιστεί η προέλευση μιας τέτοιου είδους κυβερνοεπίθεσης.
ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ – ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Η επίσημη ερμηνεία που έδωσε η ABS για την αποτυχία του εγχειρήματος της ηλεκτρονικής υποβολής των απογραφικών δελτίων, έγινε δεκτή με σκεπτικισμό. Όπως τονίζουν πολλοί που παρακολουθούν τα ζητήματα ηλεκτρονικής και διαδικτυακής ασφάλειας, δεν υπήρξε κάποια ιδιαίτερη κινητικότητα στην Αυστραλία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον ιστότοπο http://www.digitalattackmap.com που παρακολουθεί τη σχετική δραστηριότητα, καταγράφοντας τις “επιθέσεις άρνησης υπηρεσιών”, δεν υπήρξε καμία καταγραφή επιθέσεων στην Αυστραλία (αν δει κανείς στον χάρτη που ενημερώνεται σε πραγματικό χώρο, η πλειοψηφία των σχετικών επιθέσεων καταγράφεται στις ΗΠΑ, στις χώρες της Μέσης Ανατολής και τον τελευταίο καιρό, στην Βραζιλία).
Κι ενώ η θεωρία του David Kalisch, υποστηρίζεται από μέλη της κυβέρνησης, όπως ο Christopher Pyne, ο πολιτικός προϊστάμενος της υπηρεσίας, υπουργός Μικρών Επιχειρήσεων Michael McCormack, “άδειασε” εμμέσως τον επικεφαλής της ABS, επιλέγοντας μία πολύ προσεκτική διατύπωση, τονίζοντας ότι κανένας hacker από το εξωτερικό δεν απέκτησε πρόσβαση στις πληροφορίες της Απογραφής. Ο υπουργός έγινε αποδέκτης των πυρών της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που καλεί τώρα για την αποπομπή του, ύστερα από την πρωτοφανή αποτυχία της Απογραφής.
Παρά το ότι τέτοιου είδους κυβερνοεπιθέσεις δεν είναι ασυνήθιστες για κρατικές ιστοσελίδες, πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίζονται ότι στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που συνέβη είναι ότι το σύστημα κατέρρευσε λόγω υπερβολικού φόρτου. Σημειώνεται ότι μέχρι τις 7.30 μ.μ. της Τρίτης, είχαν ήδη κατατεθεί ηλεκτρονικά περί τα 1,3 εκατομμύρια απογραφικά δελτία. Δεδομένου ότι αναμενόταν να απογραφούν περί τα δέκα εκατομμύρια νοικοκυριά, μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί το μέγεθος της κίνησης που κλήθηκε να διαχειριστεί το σύστημα την δεδομένη στιγμή.
Όπως τόνισε στο ABC ο Δρ. Mark Gregory, μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών και λέκτορας στο σχετικό τμήμα του RMIT, “αν υπήρχαν πέντε ή έξι εκατομμύρια νοικοκυριά που προσπαθούσαν να απογραφούν την ίδια στιγμή, αυτό δεν απέχει πολύ από μία επίθεση άρνησης υπηρεσιών”.
Από την πλευρά του, ο υπουργός ισχυρίζεται ότι είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι το σύστημα, το οποίο ανέπτυξε η IBM έναντι $ 9.606.725, ήταν σε θέση να διαχειριστή αυξημένη κίνηση. Τις τελευταίες μέρες, η ABS είχε κάνει εκτεταμένες δοκιμές, ώστε να εξασφαλίσει ότι οι διακομιστές του συστήματος μπορούσαν να χειριστούν ένα εκατομμύριο αιτήσεις την ώρα.
ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΟΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΕΣ
Κάπως έτσι, αυτό που η κυβέρνηση ευαγγελιζόταν ως “το σημαντικότερο διαδικτυακό γεγονός στην Αυστραλιανή ιστορία” κινδυνεύει να μείνει στην ιστορία ως η μεγαλύτερη ηλεκτρονική αποτυχία στην ιστορία της χώρας και φέρνει την κυβέρνηση σε πολύ δύσκολη θέση, όποια και αν είναι η αιτία της αποτυχίας. Αν, μεν, η αποτυχία οφείλεται στην υπερβολική κίνηση, είναι ευθύνη της ABS και του αρμόδιου υπουργού το ότι δεν υπήρξε η κατάλληλη προετοιμασία για την αντιμετώπισή της.
Αν όμως πρόκειται για κυβερνοεπίθεση, τότε δικαιώνονται όσοι ανησυχούσαν για την ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων, στο πλαίσιο της ηλεκτρονικής διαδικασίας – μεταξύ αυτών ο Νικ Ξενοφών, καθώς και οι γερουσιαστές του Πράσινου Κόμματος, Scott Ludlam, Janet Rice, Sarah Hanson-Young, Lee Rhiannon και Larissa Waters, οι οποίοι δημοσίως εξέφρασαν την αντίθεσή τους με την υποβολή των ονομάτων και διευθύνσεων των πολιτών και την διατήρησή τους για τέσσερα χρόνια.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, George Brandis, διαβεβαίωσε τους πολίτες ότι τα μέτρα ασφαλείας επαρκούν και με το παραπάνω για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στων πολιτών, ωστόσο υπό το φως των εξελίξεων, αναμένεται να αυξηθεί ο αριθμός των πολιτών που θα επιλέξουν να συμπληρώσουν το έντυπο δελτίο απογραφής.
Σε κάθε περίπτωση, η ABS καθησυχάζει τους πολίτες ότι έχουν άπλετο χρόνο στην διάθεσή τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι, παρά τα όσα ακούγονταν τις τελευταίες μέρες, “δεν πρόκειται να επιβληθούν πρόστιμα για την συμπλήρωση του απογραφικού δελτίου μετά τις 9 Αυγούστου”.
Όπως είχε ήδη ανακοινωθεί από την περασμένη εβδομάδα, από τα μέσα Αυγούστου, μέχρι τα τέλη του Σεπτεμβρίου, υπάλληλοι της ABS θα διεξάγουν κατ’ οίκον επισκέψεις στα νοικοκυριά που δεν έχουν υποβάλλει το απογραφικό δελτίο. Οι καθυστερήσεις -και τα πρόστιμα που αντιστοιχούν- θα αρχίσουν να μετρούν από την ημέρα ειδοποίησης μέχρι την τελική υποβολή. Επισήμως, η προθεσμία τελικής υποβολής λήγει στις 23 Σεπτεμβρίου. Μέχρι τότε όμως, θα πρέπει να έχει αναληφθεί η ευθύνη για το φιάσκο, το κόστος του οποίου θα πέσει στους ώμους των φορολογουμένων.