Αίσθηση έχει προκαλέσει η απόφαση του θησαυροφύλακα, Scott Morrison, να απορρίψει τις αρχικές προσφορές δύο πλειοδοτών από την Κίνα για επένδυση στην εταιρία διαχείρισης ηλεκτρικού ρεύματος της Νέας Νότιας Ουαλίας, Ausgrid.
Πρόκειται για τις εταιρίες Cheong Kong Infrastructure (CKI) με έδρα το Χονγκ Κονγκ, και την κρατική κινεζική State Grid, στις οποίες ο ομοσπονδιακός θησαυροφύλακας έδωσε περιθώριο επτά ημερών για να αναθεωρήσουν και να υποβάλουν εκ νέου τις επενδυτικές τους προτάσεις.
Σύμφωνα με το Επενδυτικό Δίκαιο της Αυστραλίας, οποιαδήποτε προσφορά εξαγοράς δημόσιας επιχείρησης από ξένο επενδυτή υπάγεται αυτομάτως στην αξιολόγηση του Συμβουλίου Ελέγχου Ξένων Επενδύσεων (Foreign Investment Review Board). Όμως, την τελική απόφαση για την έγκριση ή απόρριψη της προσφοράς την παίρνει ο θησαυροφύλακας, αφότου ενημερωθεί σχετικά από το Συμβούλιο.
Ο θησαυροφύλακας, κ. Morrison, δήλωσε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η αξιολόγηση εντόπισε «ζητήματα εθνικής ασφάλειας», προσθέτοντας: «Είμαι, φυσικά, ανοιχτός στο να σκεφτώ τις προσφορές των πλειοδοτών, όμως σε αυτό το στάδιο δεν έχουν αναγνωριστεί οι παράγοντες που θα μπορούσαν να μετριάσουν τους πιθανούς κινδύνους που εμφανίζονται σε αυτή την προτεινόμενη συναλλαγή».
Όταν ρωτήθηκε σχετικά, ο κ. Morrison αρνήθηκε να εξηγήσει περαιτέρω τα προβλήματα ασφαλείας που αποτελούν τη δικαιολογητική βάση της απόφασης:
«Το μόνο πρόσωπο σε αυτό το δωμάτιο που είναι εξουσιοδοτημένο να γνωρίζει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα είμαι εγώ» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον θησαυροφύλακα, η απόφαση σε καμία περίπτωση δεν έχει την πρόθεση να στοχοποιήσει την Κίνα, αλλά ανάγεται σε ζήτημα εθνικού συμφέροντος που σχετίζεται ειδικότερα με το ρόλο της Ausgrid ως πρωταρχικού παρόχου υπηρεσιών ρεύματος και επικοινωνιών τόσο σε ιδιώτες όσο και στην κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ, τα κωλύματα ασφαλείας που επικαλείται ο κ. Morrison στερούν από την κυβέρνηση της Νέας Νότιας Ουαλίας το ποσό των $14 δισεκατομμυρίων.
Πρόκειται για το ποσό στο οποίο ανέρχονται οι προσφορές των δύο κινεζικών εταιριών ως αντάλλαγμα για τη διαχείριση του ηλεκτρικού ρεύματος από το Σίδνεϊ και το Newcastle έως και την περιοχή Hunter για το χρονικό διάστημα 99 ετών.
Με τα χρήματα αυτά να έχουν υπολογιστεί ήδη ως διαθέσιμα στον προϋπολογισμό της Πολιτείας, αυξάνονται οι ανησυχίες για καθυστερήσεις σε απαραίτητα έργα υποδομής, δεδομένου ότι είναι μικρές οι πιθανότητες για τους λοιπούς πλειοδότες να υποβάλλουν προσφορές τέτοιου μεγέθους.
Ενδεικτική υπήρξε η αντίδραση της αντιπολίτευσης στο Πολιτειακό Κοινοβούλιο Ν.Ν. Ουαλίας την περασμένη εβδομάδα, με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Luke Foley, να ασκεί δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση και το σύνολο των βουλευτών του Εργατικού Κόμματος να αποχωρούν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
«Όλα τα πλάνα σας για να πληρώσετε για δρόμους, τρένα, σχολεία και νοσοκομεία έχουν καταρρεύσει. Ποιο, στο καλό, είναι το σχέδιο Β’» ρώτησε ο κ. Foley, απευθυνόμενος στην πολιτειακή κυβέρνηση.
Από την πλευρά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο θησαυροφύλακας Morrison, απορρίπτει αυτούς τους ισχυρισμούς, λέγοντας ότι η απόφασή του δεν πρόκειται να επηρεάσει αρνητικά τα έργα υποδομής στην Πολιτεία.
Ανησυχίες έχουν εκφραστεί και από τον ιδιωτικό τομέα, με το Business Council, που εκπροσωπεί τα διευθυντικά στελέχη των 100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων της Αυστραλίας, να προτρέπει την κυβέρνηση για μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών και δημοσιοποίηση πληροφοριών που εξηγούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα κωλύματα ασφαλείας.
Μεταξύ των πιο έντονων αντιδράσεων ξεχωρίζουν οι δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού της Νέας Νότιας Ουαλίας και νυν διευθυντή του Ινστιτούτου Αυστραλοκινεζικών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Σίδνεϊ, Bob Carr.
Ο κ. Carr χαρακτήρισε την κίνηση του Morrison «μεγάλο συμβιβασμό» στο βωμό της «ξενοφοβίας και του οικονομικού εθνικισμού».
Ένα χρόνο περίπου μετά την υπογραφή του συμφώνου ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Αυστραλίας και Κίνας, η απόρριψη των πρόσφατων προσφορών πιθανώς να επηρεάσει αρνητικά τις επενδυτικές σχέσεις των δυο χωρών, ενώ σύμφωνα με ορισμένους δεν αποκλείεται να εμπλέκονται και πολιτικοί λόγοι.
Χαρακτηριστικές είναι οι πρώτες αντιδράσεις από από την μεριά της Κίνας, με τον καθηγητή διεθνούς πολιτικής οικονομίας Zha Daojiong για παράδειγμα να εκφράζει αμφιβολίες για τους πραγματικούς λόγους της απόρριψης.
«Η απόρριψη από την αυστραλιανή κυβέρνηση φαίνεται να ακολουθεί μια γενική τάση απο-παγκοσμιοποίησης που επικρατεί ανά τον κόσμο.
«Η εθνική ασφάλεια είναι μια πολύ βολική φράση για να επιλέγει κανείς ως λόγο» είπε ο κ. Daojiong.