Συναγερμό σημαίνει για την αυστραλιανή οικονομία η εταιρεία οικονομικών μελετών Deloitte Access Economics, προειδοποιώντας ότι το δημόσιο χρέος θα υπερβεί τις προβλέψεις κατά εκατό δισ. δολάρια, αν δεν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη της κυβέρνησης για επιστροφή της ανάπτυξης στα προ κρίσης επίπεδα, η οποία ήταν ένας από τους πυλώνες του φετινού προϋπολογισμού. 

Η ανάλυση του οίκου δείχνει ότι η οικονομία της χώρας είναι ιδιαίτερα εύθραυστη, καθώς η μελλοντική της πορεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον η κυβέρνηση θα καταφέρει να περάσει από την Γερουσία το πακέτο μέτρων εξοικονόμησης πόρων που σχεδιάζει. Δεδομένων των λεπτών κοινοβουλευτικών ισορροπιών που έχουν προκύψει μετά τις εκλογές του Ιουλίου, η κυβέρνηση βρίσκεται σε δύσκολη θέση. 

Όπως τονίζουν οι οικονομικοί αναλυτές, από το 2011 και μετά, ο προϋπολογισμός της Αυστραλίας στηρίζεται συστηματικά στην πεποίθηση ότι τα πράγματα στην Κίνα δεν θα χειροτερέψουν και ότι θα υπάρχει επαρκής διακομματική συναίνεση στη Γερουσία, κάτι που στην πράξη δεν έχει συμβεί.

Αυτήν τη στιγμή, η κυβέρνηση Turnbull πιέζει το Εργατικό Κόμμα να επικυρώσει τα μέτρα εξοικονόμησης πόρων τα οποία έχουν μείνει στάσιμα στη Γερουσία εδώ και καιρό, υπό την απειλή της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. 

Σε περίπτωση που η Γερουσία συνεχίσει να απορρίπτει το πακέτο μέτρων, αυτό, σε συνδυασμο με τον χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και τον χαμηλό πληθωρισμό, ο κίνδυνος μόνιμων ελλειμματικών προϋπολογισμών είναι ιδιαίτερα έντονος, με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι το χρέος μπορεί να μείνει στάσιμο στο 20% του ΑΕΠ επ’ αόριστον. 

Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, το δημόσιο χρέος θα κορυφωθεί το επόμενο έτος, φτάνοντας το 19,2% του ΑΕΠ, για να σημειώσει πτωτική πορεία την επόμενη διετία, φτάνοντας στα $335 δις μέχρι το 2020-21, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επιταχύνονται. Αυτή η πρόβλεψη θεωρείται αδικαιολόγητα αισιόδοξη από τους αναλυτές, οι οποίοι εκτιμούν ότι, αν ο ρυθμός ανάπτυξης παραμείνει στα 3,5% και η Γερουσία διατηρήσει την σκληρή της στάση, τότε το δημόσιο χρέος θα φτάσει τα $440 δις, κάτι που μεταφράζεται σε 22,4% του ΑΕΠ, αντί του 13,6% που εκτιμά η κυβέρνηση. 

Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τόσο ο πληθωρισμός, όσο και οι αυξήσεις μισθών παραμένουν χαμηλότερα από τις προβλέψεις του Υπουργείου. Παράλληλα, οι τιμές των βασικών αγαθών – και δη του άνθρακα – έχουν αποδειχθεί πιο ανθεκτικές από το προβλεπόμενο, αλλά, αν η πρόσφατη απώλεια 9 δισ. της BHP αποτελεί ένδειξη, τότε θα παραμείνουν μεσοπρόθεσμα χαμηλές και ευμετάβλητες, κάτι που σημαίνει ότι δεν επίκειται σύντομα αύξηση στα κέρδη των επιχειρήσεων. Η αβεβαιότητα αντανακλάται και στα φορολογικά έσοδα, τα οποία φέτος ήταν χαμηλότερα από τα προ κρίσης. 

Ο υπολογισμός του ρυθμού ανάπτυξης των φορολογικών εσόδων γίνεται βάση του ονομαστικού ΑΕΠ, που μετρά την συνολική αξία παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. 

Σύμφωνα με το Υπουργείο, το ονομαστικό ΑΕΠ θα διπλασιαστεί από 2,5% σε 5% το επόμενο έτος, ενώ ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 2,5% μέχρι το 2018-19, οι αναλυτές όμως επισημαίνουν ότι η αύξηση των τιμών και των εσόδων έχει αποδειχθεί αργή, τόσο στην Αυστραλία, όσο και διεθνώς. Αυτό είναι συμβατό με ό,τι συνέβη διεθνώς, καθώς η ανάκαμψη από την κρίση αποδείχθηκε πιο αργή από τις -υπεραισιόδοξες- προβλέψεις. 

Προς το παρόν, η αυστραλιανή οικονομία επωφελείται από την πτώση των επιτοκίων διεθνώς. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι φετινές υποχρεώσεις τόκων θα φτάσουν τα $14,4 δις, κάτι λιγότερο δηλαδή από την δαπάνη για την χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Αυτή η εκτίμηση έγινε με το επιτόκιο δεκαετών κρατικών ομολόγων να υπολογίζεται στα 2,5%, αλλά στο μεταξύ αυτό έχει πέσει στα 1,9%, εξοικονομώντας σημαντικούς πόρους.