Πόσο κοστίζει ένα κούρεμα; Αν απαντήσετε «το λιγότερο 10 δολάρια», ξανασκεφτείτε το. Μπορεί να έχετε δίκιο, αλλά δεν έχετε συνυπολογίσει το γενικότερο κόστος του στην οικονομία της Αυστραλίας. Γιατί, ναι μεν, η υπερπληθώρα κουρέων και κομμωτών έχει ρίξει τις τιμές της περιποίησης μαλλιών, αλλά αυτό είναι ενδεικτικό μίας γενικότερης τάσης που αφορά τα χαμηλόμισθα επαγγέλματα. 

Το παράδειγμα των κομμωτηρίων είναι χαρακτηριστικό. Πριν από τρεις δεκαετίες, ο μέσος μισθός στην Αυστραλία ήταν 12 δολάρια την ώρα, για έναν υπάλληλο πλήρους απασχόλησης. Ένα κούρεμα κόστιζε ακριβώς το ίδιο. Σήμερα, που ο αντίστοιχος μισθός έχει τετραπλασιαστεί, το γεγονός ότι μπορεί ένας καταναλωτής να πληρώσει σε τόσο χαμηλή τιμή την υπηρεσία, δείχνει, αφενός, το μέγεθος του ανταγωνισμού και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Αυστραλία έχει μπει πλέον για τα καλά στην οικονομία των χαμηλών μισθών. 

Παρά το ότι η χώρα βρίσκεται σε τροχιά συνεχούς ανάπτυξης για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, οι δομικές αλλαγές στο εργατικό δυναμικό της χώρας έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση μιας νέας τάξης χαμηλά αμοιβόμενων εργαζομένων στους οποίους αποδίδεται το φαινόμενο της πτώσης των τιμών σε μία σειρά αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό, ωστόσο, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι, γιατί μπορεί οι χαμηλοί μισθοί να ευνοούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την ίδια στιγμή, όμως, υπονομεύουν την εγχώρια ζήτηση και την ανάπτυξη. Οι εργοδότες μεταχειρίζονται πολλά μέσα για να μειώσουν τα κόστη εργασίας, είτε, προσλαμβάνοντας περισσότερους εργαζομένους μερικής ή περιστασιακής απασχόλησης, εκπαιδευόμενους ή μετανάστες με προσωρινή βίζα. Ειδικότερα, στον τομέα της λιανικής πώλησης και της εστίασης, η τάση είναι να βασίζεται η αγορά στην εργασία χαμηλά αμοιβόμενου δυναμικού. 

Την περασμένη εβδομάδα, η Αυστραλιανή Στατιστική Υπηρεσία έδωσε στη δημοσιότητα την εθνική έκθεση μισθών, η οποία καταγράφει τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην ιστορία της: 0,5% για το τρίμηνο ή 2,1% μέχρι τον Ιούνιο. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτή η τάση δεν είναι μόνο συνεχής, αλλά και αυξητική. Στην έρευνα του Ιουλίου καταγράφηκε πτώση 0,1% στην ανεργία, κυρίως λόγω της αύξησης της μερικής απασχόλησης, η οποία πλέον αφορά το 32% των εργαζομένων, δηλαδή έναν στους τρεις εργαζομένους. Αυτή η αύξηση στη μερική απασχόληση γίνεται εις βάρος της πλήρους απασχόλησης. Επιχειρώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ο υπουργός Οικονομικών, Scott Morrison, τόνισε ότι αυτό σημαίνει ότι η Αυστραλία έχει μία πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, κάτι που είναι θετικό, τόσο για τους εργαζομένους, όσο και για τους εργοδότες. 

«Ξέρω ότι κάποιοι βλέπουν κάποιες δουλειές υποτιμητικά, εγώ όμως δεν το κάνω. Μια δουλειά είναι μία δουλειά και το να έχουμε περισσότερες είναι καλό» δήλωσε ο υπουργός. Η θέση του ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη θεωρία που θέλει τις εργασίες μερικής απασχόλησης και τις χαμηλότερα αμοιβόμενες θέσεις ως καλύτερες από την ανεργία, ωστόσο δεν αγγίζει το κρίσιμο ερώτημα για τις επιπτώσεις που έχει αυτό στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων και την απειλή στη γενικότερη κατανάλωση που μπορεί να προκαλέσει στασιμότητα στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.