«Ανεπιθύμητος» στην Αυστραλία, καταδιωκόμενος στην Ελλάδα

H ιστορία του Διονύση Συκιώτη, ενός από τους εκατοντάδες μετανάστες που βρέθηκαν στο στόχαστρο των αυστραλιανών μυστικών υπηρεσιών για την πολιτική τους δράση

Η άρνηση υπηκοότητας σε χιλιάδες μετανάστες της περιόδου 1950-1970 λόγω των αριστερών τους πεποιθήσεων, έχει πλέον περάσει στην ιστορία ως μια από τις πιο μελανές σελίδες της αυστραλιανής μεταναστευτικής πολιτικής. Επί σειρά ετών, οι δημοσιογράφοι Kristina Kukolja και Lindsey Arkley ανακάλυψαν και κατέγραψαν αυτές τις προσωπικές εξιστορήσεις ανασύροντας πληροφορίες μέσα από τα μέχρι προσφάτως απόρρητα έγγραφα της αυστραλιανής μυστικής υπηρεσίας, ASIO.

Μάλιστα, όπως αποκαλύπτουν οι δημοσιογράφοι, οι Έλληνες που στερούνταν το δικαίωμα στην υπηκοότητα -παρ’ ότι έμεναν στη χώρα επί δεκαετίες και συχνά είχαν αποκτήσει οικογένεια- ήταν περισσότεροι από τους αντιπροσώπους κάθε άλλης εθνικότητας.

Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους βρίσκονται συγκεντρωμένα στην εκπομπή αφιέρωμα της SBS «Unwanted Australians».

Το ανθρώπινο κόστος όμως της άτεγκτης στάσης των Αρχών μπορεί κανείς να το αντιληφθεί όχι διαβάζοντας τα βιβλία της ιστορίας, αλλά μέσα από τις αφηγήσεις αυτών των «ανεπιθύμητων πολιτών».

Τα μέτρα, στο πλαίσιο της «γραμμής» που υιοθέτησε η κυβέρνηση κατά την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, στέρηση δυνατότητας εξόδου από τη χώρα, απελάσεις, περιορισμό κινήσεων, παρακολουθήσεις τηλεφώνων, τραπεζικών συναλλαγών και κοινωνικών συναθροίσεων.

Σύμφωνα με την Kukolja, πολλοί από αυτούς που εξειδικεύονται σε θέματα αυστραλιανής μεταναστευτικής ιστορίας κάνουν λόγο για πιθανές ομοιότητες ανάμεσα στη μεταχείριση των ύποπτων μεταναστών με τα μέτρα στα οποία προβαίνει σήμερα το κράτος για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Πολλοί από τους «ανεπιθύμητους Αυστραλούς» ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως συχνά και μόνο η ενεργή τους δράση σε συνδικαλιστικούς αγώνες φαίνεται ότι ήταν αρκετή για να βρεθεί το όνομά τους στα κατάστιχα της ASIO.

Ο Διονύσης Συκιώτης ήταν ένας από αυτούς που βρέθηκαν στο στόχαστρο των αυστραλιανών μυστικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να στερηθεί την ιδιότητα του πολίτη για κοντά τρεις δεκαετίες.

Στα 41 του χρόνια ο Συκιώτης αισθανόταν μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους: Η χώρα στην οποία είχε περάσει κυριολεκτικά τη μισή του ζωή και όπου είχαν γεννηθεί οι δυο γιοι του αρνείτο να τον αναγνωρίσει ως πολίτη, ενώ στο ενδεχόμενο επιστροφής του στην Ελλάδα τον περίμενε πιθανότατα σύλληψη λόγω των αριστερών του φρονημάτων, δεδομένου ότι η χώρα βρισκόταν υπό το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών.

Μπροστά στο αδιέξοδο που βρισκόταν, αποφάσισε να δημοσιοποιήσει την υπόθεσή του στις εφημερίδες Melbourne Age και Sun και λίγο αργότερα στην The Australian.

«Απ’ ό,τι φαίνεται ο πόλεμος του Υπουργείου Μετανάστευσης εναντίον μου κλιμακώνεται» έγραφε σε ανοιχτή του επιστολή το Νοέμβριο του 1972.

Αυτό που ήθελε περισσότερο από όλα να στηλιτεύσει, ήταν το γεγονός ότι καμία από τις αρνητικές απαντήσεις που ακολουθούσαν τις αιτήσεις του για πολιτογράφηση, δεν συνοδευόταν από επίσημη δικαιολογία.

Με αφορμή μάλιστα μια αποκάλυψη του ABC εκείνη την εποχή, ότι σε άλλους μετανάστες είχε χορηγηθεί η αυστραλιανή υπηκοότητα ενώ ήταν πρώην ηγέτες ναζιστικών οργανώσεων, η αγανάκτησή του γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.

«Με σχεδόν κάθε υπουργό Μετανάστευσης τα τελευταία 20 χρόνια να μου αρνείται την αυστραλιανή υπηκοότητα, πλέον έχω αρχίσει να αμφιβάλλω μέχρι και εγώ για την αθωότητά μου […] Με κάνει να αναρωτιέμαι αν το αδιέξοδό μου θα ερχόταν σε κάποιο τέλος σε περίπτωση που γινόμουν μέλος του Ναζιστικού Κόμματος» έγραφε ειρωνικά τότε ο Συκιώτης.

Τα προκλητικά αυτά σχόλια οδήγησαν το Υπουργείο να ζητήσει εκ νέου την αξιολόγηση των μυστικών υπηρεσιών, με τη συνεπακόλουθη αναφορά στον Υπουργό να χαρακτηρίζει τον Συκιώτη «ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας», μια πληροφορία που φυσικά δεν συμπεριλαμβανόταν στην επίσημη απάντηση που δόθηκε στον αιτούντα.

Επρόκειτο για την πολλοστή φορά που ο λόγος της άρνησης πολιτογράφησης αποσιωπούνταν, από την πρώτη ακόμη αίτηση που είχε υποβάλει το 1955, έξι χρόνια μετά την άφιξή του στη χώρα.

ΛΑΘΟΣ ‘Η ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με τον Συκιώτη, το συμπέρασμα της ASIO ότι ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν λανθασμένο, αν και δεν αρνείται πως είχε συνδέσεις με ορισμένα μέλη, ενώ υποστηρίζει πως αυτό που στην πραγματικότητα «ενοχλούσε» τις αρχές ήταν η αριστερή πολιτική και συνδικαλιστική του δράση.

«Προσπαθούσαν να μας παρουσιάσουν ως εχθρούς, με τον ίδιο τρόπο που οι Ιάπωνες θεωρούνταν εχθροί κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.Φυσικά, αρνούμασταν εξ ολοκλήρου έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, αφού εμείς όπως λέγαμε, ήμασταν οι άνθρωποι που πραγματικά αγαπούν την Αυστραλία και το λαό της» αναφέρει ο Συκιώτης για τον τρόπο που αντιμετωπίζονταν οι υποστηρικτές του εργατικού κινήματος.

Παράλληλα, η πολιτική δράση του Συκιώτη είχε επικεντρωθεί ανά τα χρόνια σε δύο φλέγοντα για την ελληνική κοινότητα της Μελβούρνης ζητήματα: τον αγώνα για την αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία της Κύπρου από τους Βρετανούς αποικιοκράτες και τον αγώνα για τη δημοκρατία στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο με τις επακόλουθες δεξιόφρονες κυβερνήσεις και στη συνέχεια την εγκαθίδρυση της δικτατορίας από το 1967 έως το 1974.

Την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, ο Συκιώτης υπήρξε γραμματέας της Επιτροπής για την Αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, με έδρα τη Μελβούρνη, γεγονός που αποτελούσε από μόνο του λόγο για να βρεθεί εκ νέου στο στόχαστρο των Αρχών.

Μάλιστα, νέα στοιχεία που «αλίευσαν» οι δημοσιογράφοι της SBS, υποδεικνύουν ότι συχνά αξιωματούχοι της ASIO φρόντιζαν να ενημερώνουν τις αντίστοιχες ελληνικές Αρχές για την δράση ύποπτων «ταραχοποιών στοιχείων» που διέμεναν στην Αυστραλία.

Πράγματι, όπως λέει ο ίδιος, η Αστυνομία είχε προσεγγίσει την μητέρα του στην Ελλάδα, προσπαθώντας να αποσπάσει επιπλέον πληροφορίες για τη δράση του στην Αυστραλία.

To 1969 o Συκιώτης, σε μια από κοινού πρωτοβουλία με τον Έλληνα δημοσιογράφο Χρήστο Μουρίκη, κατήγγειλε δημοσίως πως η άρνηση της αυστραλιανής κυβέρνησης να κάνει δεκτή την πολιτογράφησή τους υποκρύπτει την πρόθεση να τους αποτρέψει από την ενεργό πολιτική δράση.

«Οι Έλληνες έχουν βιώσει το φασισμό και τον πόλεμο στη χώρα τους και θέλουν να έχουν ανάμειξη στα πολιτικά δρώμενα ώστε να σταματήσουν κάτι τέτοιο από το να συμβεί στην Αυστραλία. Το ότι η κυβέρνηση μπορεί να εκφοβίζει Έλληνες και πολλούς Ιταλούς για αυτό το λόγο είναι εξαιρετικά λανθασμένη κίνηση» έγραφε ο Σκιώτης σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Melbourne Herald.

Τρία χρόνια αργότερα, ακόμη μία αίτηση του Συκιώτη, απορρίφθηκε από το Υπουργείο Μετανάστευσης.

Παρά το γεγονός ότι αυτή τη φορά είχε στο πλευρό του συναδέλφους από το Πανεπιστήμιο RMIT όπου εργαζόταν ως λέκτορας, ακαδημαϊκούς από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, όπου είχε ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό του, αλλά ακόμη και την υποστήριξη της Ένωσης των Ηνωμένων Εθνών της Αυστραλίας, η αρνητική απάντηση ήρθε και πάλι χωρίς επίσημη δικαιολογία.

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ

Σε κάθε περίπτωση, το αδιέξοδο του Συκιώτη έμελλε να τελειώσει σύντομα. Λίγους μήνες μετά την εκλογή της Εργατικής κυβέρνησης το 1972, ο υπουργός Μετανάστευσης, Al Grassby, έδωσε επιτέλους εντολή για επίσπευση των διαδικασιών πολιτογράφησής του.

Ως Αυστραλός πολίτης πλέον, ο Συκιώτης είχε τη δυνατότητα να ταξιδέψει πίσω στη γεννέτειρά του, κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, υπήρξε και η πιο καταλυτική συνέπεια της πολυπόθητης υπηκόοτητας σε προσωπικό επίπεδο.

«Για 26 χρόνια δεν είχα τη δυνατότητα να πάω στην Ελλάδα τη χώρα μου, να επισκεφθώ τους συγγενείς μου, να δω τον Νίκο, τον αδερφό μου. Τον άφησα όταν ήταν ουσιαστικά ακόμη παιδί, 26 χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Αλλά και τα παιδιά μου αδημονούσαν να πάνε […]».

Εν τω μεταξύ, η επάνοδος του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία είχε ένα ακόμη σημαντικό επακόλουθο: τη σύσταση Βασιλικής Επιτροπής για τη διερεύνηση των παρελθοντικών εργασιών των αυστραλιανών μυστικών υπηρεσιών.

Από το σύνολο των μεταναστευτικών κοινοτήτων που είχαν τύχει άνισης μεταχείρισης από την ASIO, η μοναδική συλλογικότητα που δέχθηκε να προσφέρει στοιχεία για την έρευνα ήταν η Επιτροπή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, όπου ο Συκιώτης διατηρούσε θέση γραμματέα.

Η επιτροπή έβαινε προς διάλυση, καθότι το καθεστώς της χούντας αποτελούσε πλέον παρελθόν και η δημοκρατία είχε μόλις επανέλθει στη χώρα, ωστόσο, όπως εξηγεί ο Συκιώτης «εκκρεμή ζητήματα» οδήγησαν στην απόφαση να συνεχίσει τη δράση της συμμετέχοντας στην έρευνα για τη δράση της ASIO.

Σε σχετική αναφορά που υπέβαλλε, η επιτροπή στηλίτευε το γεγονός της άνισης μεταχείρισης απέναντι σε αριστερόφρονες μετανάστες από τις φιλελεύθερες κυβερνήσεις που ακολουθούσαν τις οδηγίες των μυστικών υπηρεσιών, ενώ ανέφερε σε αντιδιαστολή πως σε κανέναν Έλληνα μεταναστή δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων δεν είχαν αρνηθεί την χορήγηση υπηκοότητας.

«Σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, η επιτροπή μας είχε ασχοληθεί με τη θυματοποίηση και τον εκφοβισμό των μελών της ελληνικής κοινότητας της Αυστραλίας από τις μυστικές υπηρεσίες. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να αποδείξουμε πως έδρασαν ως ένα είδος πολιτικής αστυνομίας.

«Αυτό εμπόδιζε τους μετανάστες να ασκήσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να ενσωματωθούν στην πολιτική ζωή της Αυστραλίας. Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς πόσο καταστροφική ήταν αυτή η πρακτική εκφοβισμού για την ευημερία της ελληνικής μεταναστευτικής κοινότητας και της αυστραλιανής κοινότητας στο σύνολό της, όμως ο αντίκτυπος ήταν πιθανώς εξαιρετικά μεγάλος», ανέφερε απευθυνόμενος στη Βασιλική Επιτροπή ο Συκιώτης.

ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ως γραμματέας της Επιτροπής για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, ο Συκιώτης εμφανίστηκε ενώπιον της Βασιλικής Επιτροπής ζητώντας συγκεκριμένα τη διερεύνηση απόρρητων φακέλων για τον ίδιο και άλλους τέσσερις Έλληνες που είχαν στερηθεί την υπηκοότητα μέχρι και την εκλογή του Εργατικού Κόμματος.

Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν δεν κρίθηκαν επαρκή για να στηρίξουν την πρόταση του Συκιώτη για διάλυση της ASIO, ωστόσο δόθηκε εντολή για σημαντικές αλλαγές στο υπάρχον μεταναστευτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα η εισαγωγή ενός μηχανισμού για την άσκηση έφεσης που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μελλοντικές υποθέσεις.

Ο Συκιώτης δηλώνει πεπεισμένος μέχρι και σήμερα ότι η πολιτική του δράση υπέρ της δημοκρατίας στην Ελλάδα, έπαιξε σημαντικό ρόλο για την στοχοποίησή του από τις αυστραλιανές μυστικές υπηρεσίες.

Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι το όνομά του βρέθηκε καταχωρημένο σε λίστα που διατηρούσε η χούντα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας με όλους όσους θεωρούνταν απειλή για το ελληνικό κράτος.

Τη λεγόμενη «λίστα της ντροπής» έφερε στο φως της δημοσιότητας η εφημερίδα Ελευθεροτυπία το 1995, είκοσι χρόνια περίπου μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Όπως δηλώνει ο Συκιώτης, η αναφορά του ονόματός του επιβεβαιώνει την τροφοδότηση των ελληνικών Αρχών με πληροφορίες από την ASIO, ενώ σε προσωπικό επίπεδο αποτελεί για αυτόν λόγο να αισθάνεται περήφανος για την ενεργό πολιτική του δράση.

«Τώρα μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να πω ότι ήμουν κατά κάποιο τρόπο περήφανος για αυτό. Εννοώ ότι το όνομά μου βρισκόταν σε μια λίστα της χούντας μαζί με άλλους 251 Έλληνες που χαρακτηρίζονταν ως πιθανοί τρομοκράτες. Δίπλα στο όνομά μου […] βρίσκεται καταχωρημένο το όνομα αυτού που κατέβασε τη σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη (Μανώλης Γλέζος). Είμαι περήφανος που βρίσκομαι καταχωρημένος στην ίδια λίστα με τον άνθρωπο πίσω από την πρώτη αντιστασιακή δράση κατά των Ναζί.»

*Η εκπομπή ‘Unwanted Australians’ προβλήθηκε τον προηγούμενο μήνα στο SBS World News. Ολόκληρη η δημοσιογραφική έρευνα βρίσκεται ακόμη διαθέσιμη στην ιστοσελίδα sbs.com.au/news