ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ τον Αχελώο και τις χαράδρες του, κατευθυνθήκαμε βόρεια προς Θεοδωριανά, Μεσοχώρα και Άγιο Νικόλαο.
ΚΑΘΕ τόσο σταματούσαμε για να θαυμάσουμε τις βουνοκορφές γύρω μας, τις χαράδρες, τα πέτρινα γεφύρια και να βγάλουμε φωτογραφίες.
Η ώρα, όμως, περνούσε, άρχισε να νυχτώνει και έπρεπε να βιαστούμε να φτάσουμε στο ξενοδοχείο, που ήξερε ο Χρήστος και είχαμε επιλέξει να διανυκτερεύσουμε.
ΓΙΑ κακή μας τύχη, όμως, το βρήκαμε κλειστό και στη γύρω περιοχή (βορειοδυτικά των Τζουμέρκων) δεν υπήρχαν άλλα ξενοδοχεία.
ΩΣ εκ τούτου, αν δεν θέλαμε να κοιμηθούμε το βράδυ με τις… αρκούδες και ανάμεσα στα αφιλόξενα τσοπανόσκυλα, θα έπρεπε να βρούμε στέγη.
ΟΙ εναλλακτικές που είχαμε ήταν να ψάξουμε για ξενοδοχείο στο Περτούλι ή την Ελάτη και αν δεν βρίσκαμε και εκεί, να πάμε στα Τρίκαλα, που απείχαν πάνω από 80 χιλιόμετρα.
ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι μπορεί οι αποστάσεις που χωρίζουν τα κεφαλοχώρια των Τζουμέρκων να φαίνονται πολύ μικρές στο χάρτη, όμως οι δρόμοι δεν ακολουθούν τον γεωγραφικό χάρτη αλλά τα ποτάμια και τις δύσβατες χαράδρες.
ΓΙΑ παράδειγμα: μπορεί το χωριό Συρράκο να απέχει από τους Καλλαρύτες -που είναι χτισμένο στην ακριβώς απέναντι χαράδρα-, λιγότερο από ένα χιλιόμετρο, αλλά για να πας εκεί χρειάζεσαι τουλάχιστον δύο ώρες, γιατί πρέπει να περάσεις πάνω από δύο βουνά.
ΑΣΕ που ο δρόμος κάθε άλλο παρά άσφαλτος της προκοπής είναι, αφού λόγω της χρόνιας εγκατάλειψης, της κακής συντήρησης και των συχνών κατολισθήσεων, αν δεν οδηγείς αργά και πολύ προσεκτικά, οι αναρτήσεις και το διαφορικό του αυτοκινήτου, κινδυνεύουν να παραδώσουν το πνεύμα καταμεσής της διαδρομής.
ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ σιγά, μετά από ένα δεκάλεπτο περίπου, είδαμε μια πινακίδα που μας ενημέρωνε ότι αν θέλουμε να πάμε στο χωριό Καλλιθέα, που απείχε από τον «κεντρικό» δρόμο που βρισκόμαστε θα το συναντούσαμε σε τρία χιλιόμετρα, με την προϋπόθεση ότι θα έπρεπε να στρίψουμε αριστερά…
«ΧΡΗΣΤΟ», του λέω, «επειδή μου αρέσει το όνομα του χωριού και οι… αριστεροί δρόμοι (που ακολουθεί και ο… ΣΥΡΙΖΑ), δεν πάμε μέχρι εκεί μήπως και βρούμε κανένα ξενοδοχείο και κάτι να φάμε;
ΣΥΜΦΩΝΗΣΕ μαζί μου, στρίψαμε αριστερά και μετά από ένα δεκάλεπτο σε ανηφορικό δρόμο φτάσαμε στην πλατεία της Καλλιθέας και κατευθυνθήκαμε σε ένα καφενείο που κάθονταν τέσσερα-πέντε άτομα.
ΗΜΑΣΤΑΝ τυχεροί. Το καφενείο ήταν και πανδοχείο, νοίκιαζε πέντε δωμάτια (που ήταν όλα άδεια) και τηγάνιζε (όπως μας είπε η κυρία που το είχε) αυγά, πατάτες, λουκάνικα και μπριτζόλα, αν θέλαμε.
ΒΕΒΑΙΩΣ, είχε και τσίπουρο και, παγωμένες μπύρες… Τι άλλο θέλαμε; Τέτοιες ανέσεις καταμεσής στο πουθενά και, μάλιστα, ανεπάντεχα, μοιάζει με μάννα εξ ουρανού…
Η ξενοδόχος, ακολουθώντας το πρωτόκολλο, μας ρώτησε αν θέλουμε να δούμε τα δωμάτια, να αφήσουμε τα πράγματά μας, να φρεσκαριστούμε και να κατεβούμε για φαγητό.
ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι το πανδοχείο ήταν το πρώτο που έβαλε στον τουριστικό χάρτη τα βορειοδυτικά Τζουμέρκα, λειτουργούσε από το 1964, υπό την αιγίδα του ΕΟΤ και ανήκε στην Κοινότητα Καλλιθέας, η οποία και το ενοικίαζε.
ΤΟ χωριό, βρίσκεται καταμεσής του δάσους, σε ένα αξιοπρεπές υψόμετρο για την περιοχή, με ωραία πέτρινα καλοκτισμένα σπίτια, ορισμένα, μάλιστα, από τα οποία και να θέλουν, δεν μπορούν να κρύψουν την αρχοντική τους καταγωγή.
ΟΠΩΣ στα περισσότερα ορεινά χωριά της πατρίδας μας, η εγκατάλειψη πολλών σπιτιών είναι εμφανής και χρόνο με το χρόνο παίρνει διαστάσεις επιδημίας.
ΟΙ αιτίες πολλές και χιλιοειπωμένες: απομόνωση των ορεινών χωριών, φτώχεια, ξενιτιά, αλλαγές που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες (σε ολόκληρο τον κόσμο) στον τρόπο ζωής, στροφή των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις και, κυρίως, εγκατάλειψη των χωριών από το υδροκέφαλο κράτος της Αθήνας.
ΤΗΝ ώρα που η ξενοδόχος μας ετοίμαζε να φάμε και ο Χρήστος κουβέντιαζε με την παρέα που βρισκόταν στο καφενείο, έκανα μια μικρή βόλτα στην πλατεία του χωριού που ήταν από κάτω και έριξα μια ματιά στο Μνημείο Πεσόντων.
ΟΙ περισσότεροι από αυτούς, σχεδόν καμιά εικοσαριά άτομα, είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που συντάραξε την περιοχή και ολόκληρη τη χώρα.
ΟΤΑΝ αναφέρθηκα στο Μνημείο και στη σχετική συζήτηση που ακολούθησε, μου είπαν για τις καταστροφές που υπέστη το χωριό τη δεκαετία του 1940 από τους Γερμανούς, τους αντάρτες και το στρατό.
ΣΕ ΟΛΑ τα χωριά που επισκεφθήκαμε συναντήσαμε παρόμοια Μνημεία και σε ορισμένα ακούσαμε παρόμοιες ιστορίες, μιας και τα Τζουμέρκα, κυρίως λόγω εδάφους, ήταν «σφηκοφωλιές» των ανταρτών του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού.
ΣΗΜΕΡΑ στην Καλλιθέα, όπου κάποτε ζούσαν 400 άνθρωποι, ο αριθμός των μόνιμων κατοίκων δεν ξεπερνά τους είκοσι.
ΟΤΑΝ την επόμενη μέρα (μετά την πρωινή βόλτα που έκανα) ρώτησα ποιοι είναι αυτοί που χτίζουν τα καινούργια σπίτια, μου είπαν ότι πρόκειται για συγχωριανούς τους που ζουν στην Αθήνα, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα και άλλες μεγάλες πόλεις.
ΦΕYΓΟΝΤΑΣ από την Καλλιθέα, κατευθυνθήκαμε ανατολικά και περάσαμε για να δούμε το ιστορικό γεφύρι της Πλάκας. Το κάποτε μεγαλύτερο τοξωτό γεφύρι των Βαλκανίων, που δεν υπάρχει πια…
Ο,ΤΙ απέμεινε, είναι τα ερείπιά του στις δύο όχθες, που δημοσίευσα στη στήλη της περασμένης εβδομάδας. Το υπόλοιπο γεφύρι το πήρε το ποτάμι…
ΤΟ ίδιο ποτάμι, δηλαδή ο ξακουστός Αχελώος, που στα Τζουμέρκα είναι γνωστός ως Ασπροπόταμος, στάθηκε αφορμή να χτιστεί το γεφύρι της Πλάκας και πολλά άλλα μικρότερα πέτρινα γεφύρια από τους πρωτομάστορες του Συρράκου, των Πραμάντων, των Καλλαρυτών και άλλων κεφαλοχωριών της Ηπείρου.
ΤΑ γεφύρια αυτά είναι «γέννημα-θρέμμα» των βουνών, της πέτρας και της ανάγκης των ανθρώπων, που ζούσαν εκεί να επικοινωνούν μεταξύ τους, χωρίς να κινδυνεύουν να τους πάρει το ποτάμι…
ΕΝΑ από τα κορυφαία δημιουργήματά τους, όμως, δεν είχε την ίδια τύχη χάρη στην… «προληπτική φροντίδα» του ελληνικού κράτους. Τι να πει κανείς…
ΑΣ ελπίσουμε ότι, δεν θα έχει την ίδια τύχη και ολόκληρο το Νεοελληνικό Έθνος…
ΠΡΙΝ σας αφήσω -γιατί έχω πολλά να σας εξιστορήσω-, οφείλω να προειδοποιήσω (όσους δεν το έχουν ήδη καταλάβει) ότι έχω χοντρό «κόλλημα» με την ορεινή Ελλάδα και αυτό χάρη στα πανέμορφα βουνά της που τελειωμό δεν έχουν…
ΕΧΩ, δηλαδή, μια παρόμοια εμμονή με αυτή των ναυτικών, που δεν χορταίνουν τη θάλασσα ή άλλων με το facebook, το shopping, τη μόδα και τις τηλεοπτικές σειρές.
ΓΙΑ τον λόγο αυτό, όσοι βαρεθήκατε να διαβάζετε το οδοιπορικό μου στις βουνοκορφές και σχεδιάζετε να έλθετε για διακοπές, να λιαστείτε σε καμιά παραλία, διαβάστε κανένα τουριστικό άρθρο για τα νησιά μας, τις παραλίες μας και τις ταβέρνες τους. Γεμάτος είναι ο «Νέος Κόσμος» από τέτοια ταξιδιωτικά κομμάτια.
ΩΣ εκ τούτου, μιας και βρέθηκα στα Τζουμέρκα, στη λυκοφωλιά των βουνοκορφών της Πίνδου, είπα να κάνω μια πιο ψαγμένη αναφορά (για τους λίγους ενδεχομένως που ενδιαφέρονται) στην άγρια αυτή περιοχή που για μένα είναι μια από τις ομορφότερες (αν όχι από την πιο όμορφη!) της Ελλάδας.