ΚΑΙ να που εγκατασταθήκαμε στο γεωγραφικό κέντρο των Τζουμέρκων, στα Πράμαντα…
ΑΥΤΟ το κεφαλοχώρι της ευρύτερης περιοχής, επιλέξαμε για λημέρι μας. Ένα χωριό με τη δική του ιστορία…
ΕΝΑ χωριό, που μαζί με χωριά όπως οι Καλαρρύτες, το Συρράκο, το Βουλγαρέλι και τα Άγναντα, και πολλά άλλα, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των Τζουμέρκων, που απλώνεται σε τρεις νομούς: Τρικάλων, Άρτας και Ιωαννίνων.
ΟΙ μεγαλοπρεπείς και ατελείωτες βουνοκορφές και βαθιές χαράδρες, που διασχίζουν παράλληλα και διαγώνια τα Τζουμέρκα, αποτελούν το σήμα κατατεθέν του τόπου. Τη σπονδυλική στήλη της ορεινής Ελλάδας…
ΣΤΟ δύσβατο αυτό σταυροδρόμι των οροσειρών και των μεγάλων ποταμών, όπου το πάνω χέρι έχει ο Αχελώος, έβρισκαν καταφύγιο οι κυνηγημένοι των γύρω περιοχών για περισσότερα από 400 χρόνια.
ΕΔΩ κατέφευγαν να προφυλαχθούν και να αντισταθούν στους διώκτες τους, όσοι είχαν «προηγούμενα» με τους κατακτητές, τους καταπιεστές ή κάθε μορφή εξουσίας.
ΑΠΟ κάθε λογής κλέφτες και αρματολούς, μέχρι ληστές και φυγάδες, πληρωμένοι φονιάδες, Σουλιώτες μισθοφόροι και κάθε καρυδιάς καρύδι…
ΕΝ ολίγοις, όσων το έλεγε η ψυχούλα τους και το βαστούσε η καρδούλα τους, όταν πια δεν είχαν τίποτα να χάσουν, η μόνη τους επιλογή ήταν να αφήσουν το μαντρί και να βγουν στο κλαρί…
ΣΕ αυτούς τους τόπους «έλυναν» τις διαφορές τους οι διάφοροι οπλαρχηγοί, κλέφτες και αρματολοί, εδώ κατέφυγαν αρκετοί αγωνιστές της επανάστασης του 1821, οι 1.800 Σουλιώτες το 1803 για να γλυτώσουν από το μαχαίρι του Αλή Πασά, αντιστασιακοί της κατοχής και αντάρτες κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.
ΕΔΩ είδε για τελευταία φορά τον κόσμο και ο Άρης Βελουχιώτης, πριν στρέψει την κάννη του περιστρόφου του στον κρόταφό του, πριν 70 χρόνια, στις 15 Ιουνίου του 1945.
ΕΧΕΙ πίσω του μεγάλη ιστορία ο τόπος τούτος. Πέρασε πολλά σκαμπανεβάσματα και δυσκολίες τους τελευταίους δύο αιώνες.
ΕΧΟΥΝ δει πολλά τα μάτια του. Από κυνηγητό, κακουχίες, φτώχεια και ταλαιπωρίες, μέχρι μέρες ιστορικές, μέρες θυσιών, δόξας, ακμής και παρακμής.
ΟΙ άνθρωποι των Τζουμέρκων και ο τρόπος που έζησαν, δείχνει ότι δεν το βάζουν εύκολα κάτω και ξέρουν να πιάνουν τα δύσκολα από τα κέρατα…
ΜΕ τη σκληρή δουλειά τους, την παλληκαριά, τον τσαμπουκά και τα γιδοπρόβατά τους, τα έβγαζαν πέρα και με τα όπλα τους έλυναν τα προβλήματά τους…
ΑΠΟ τη μια, τα γιδοπρόβατα και τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα και, από την άλλη, η θεϊκή μαστοριά τους στην πέτρα, τη γεφυροποιία, την υφαντουργία, και την αργυροχρυσοχοΐα, και από κοντά η εξυπνάδα και οι επιδόσεις τους στο εμπόριο, απέδειξαν περίτρανα ότι η πενία τέχνας κατεργάζεται…
ΤΟΝ δέκατο ένατο αιώνα τα Τζουμέρκα μεγαλούργησαν, ενώ και πριν 100 χρόνια ακόμα, στο Συρράκο ζούσαν 3.500 άνθρωποι και στο κεφαλοχώρι αυτό είχαν περισσότερα από 60.000 γιδοπρόβατα, εκατοντάδες μαστόρους, πάνω από 400 βοσκούς και πολλούς αξιόλογους εμπόρους, που πουλούσαν τις πραμάτειές τους, σε όλες τις μεγαλουπόλεις των Βαλκανίων και όχι μόνο.
ΑΠΟ το Συρράκο κατάγεται ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Φιλικός Ιωάννης Κωλέττης (που σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, ήταν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα).
Ο Κωλέττης, που γεννήθηκε το 1783 και πέθανε το 1847, διατέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός της χώρας και ήταν ο ιδρυτής του κόμματος της φουστανέλας και του «γαλλικού κόμματος».
ΣΤΟ ίδιο χωριό γεννήθηκε ο λογοτέχνης Γεώργιος Ζαλοκώστας, καθώς και ο «ποιητής του βουνού» Κώστας Κρυστάλλης, που ύμνησε όσο κανένας άλλος τις ψηλές ραχούλες και τις δροσερές βρυσούλες.
ΕΧΟΝΤΑΣ όλα αυτά υπόψη μου και, παράλληλα, έχοντας ζήσει (μπρος στα μάτια μου), τον «αποκεφαλισμό» καταμεσής της πλατείας, ενός πλατάνου 700 χρόνων, λόγω γηρατειών και γενικότερης κατάρρευσης και «πριν πέσει πάνω σε κανέναν άνθρωπο», πήρα την απόφαση να φύγω από τον τόπο της εκτέλεσης…
ΔΕΝ το βαστούσε η καρδιά μου, να βλέπω τον διαμελισμό του πληγωμένου (από έναν κεραυνό) κορμού του γεροπλάτανου με αλυσοπρίονο. Δεν άξιζε αυτής της τύχης…
ΕΙΧΕ δώσει πολλά στο χωριό. Η σκιά του ήταν αυτή και το νεράκι απ’ όπου δροσιζόταν, που ανάγκασε τους πρώτους ανθρώπους που έφτασαν στον τόπο του, να του ζητήσουν να φιλοξενήσει την πλατεία του χωριού τους, κάτω από τη θερινή δροσιά του…
ΚΑΙ εκείνος, μεγαλόψυχος άρχοντας, όπως όλη η οικογένειά του, όχι μόνο δεν τους χάλασε χατίρι, αλλά τους έκανε όλα τα γούστα και τους βοηθούσε, κερνώντας τους τη δροσιά του, να γιορτάζουν τις χαρές τους.
ΣΕ πόσα πανηγύρια, γιορτές, αποκριές, γάμους, βαφτίσεις, ξεφαντώματα και τελετές, είχε πάρει μέρος και πόσες συζητήσεις δεν είχε διακριτικά ακούσει…
ΠΟΣΑ μυστικά που δεν αποκάλυψε και πόσες ενοχές που ποτέ δεν εξομολογήθηκε, θα πάρει μαζί του, ως αναμνήσεις, στο σύντομο ταξίδι του ως καυσόξυλο, από την πλατεία μέχρι τις σόμπες των ξενώνων του χωριού το φθινόπωρο.
ΓΙΑ σκέψου… Και αυτός για πάρτη τους, να δίνει ακόμα τα ρέστα του, να μετατρέπει την ανάσα του, από δροσιά σε ζεστασιά, για να τους κρατάει το χειμώνα συντροφιά…
ΝΑΙ ρε, κάτι τέτοιες θυσίες κάνει η φύση για εμάς και εμείς της το ανταποδίδουμε με αγνωμοσύνη, ζημιές, φθορές, εκμετάλλευση και καταστροφές…
ΑΥΤΑ συν όλα τα άλλα που είχα συζητήσει με τον επαγγελματία ξυλοκόπο «αποκεφαλιστή» του πλατάνου και τους λίγους κατοίκους για την ιστορία του χωριού, σκεπτόμουν περπατώντας μόνος στους στοιχειωμένους δρόμους του Συρράκου.
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ τα παλιά πέτρινα, καλοκτισμένα σπίτια, μπορούσα να ξεχωρίσω τα «αρχοντικά» από τα υπόλοιπα. Τα φαντάστηκα σε μια στιγμή που το χωριό θα ήταν γεμάτο γιδοπρόβατα, σπίτια με σκιές και φωνές ανθρώπινες, χαρές, τραγούδια βελάσματα, γαβγίσματα και μοιρολόγια…
ΜΕ όλα αυτά, δηλαδή, στα οποία οφείλει η ζωή την παρουσία της και εμείς την ιστορία μας και τα μπαχαρικά που νοστιμεύουμε τις αναμνήσεις μας…
ΣΚΕΠΤΟΜΟΥΝ ενώ περπατούσα, στους στοιχισμένους από έλλειψη ζωής δρόμους και στα στενά σοκάκια του Συρράκου, πόσες αναμνήσεις, οικογενειακά μυστικά, ανεκπλήρωτοι έρωτες, δράματα, χαρές, λύπες, καυγάδες και φονικά χάθηκαν στους ωκεανούς της λησμονιάς του χρόνου, σαν να μην έλαβαν ποτέ χώρα…
ΑΥΤΑ σκεπτόμουν, τις πρόσφατες ιστορίες που άκουσα τις προηγούμενες μέρες, για την κατοχή, τον εμφύλιο, το διχασμό και την πείνα που σημάδεψαν τον ψυχισμό τους και ερήμωσαν με τον καιρό τα χωριά τους…
ΓΙ’ αυτό μου αρέσουν τα ορεινά χωριά της πατρίδας μας. Γιατί βρίσκεις ακόμα ανθρώπους που τα έχουν ζήσει όλα αυτά και είναι πρόθυμοι (αν έχεις χρόνο… ) να σου μιλήσουν για τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις τους.
Η μοναξιά έχει συμβάλει τα μέγιστα στο να διατηρηθούν νωπές αυτές οι μνήμες, αφού δεν έχουν απομείνει πια, πολλά άλλα πράγματα που να τους συγκινούν και να θέλουν να τα θυμούνται.
ΘΕΛΩ να μείνω -αν μπορέσω- περισσότερο καιρό στην πατρίδα και να μιλήσω και σε άλλους εγκαταλειμένους και ξεχασμένους ηλικιωμένους των ορεινών χωριών, που συνεχίζουν να ξεκουράζονται όρθιοι, ακουμπισμένοι στις γκλίτσες τους…
ΤΟ ταξίδι συνεχίζεται στο εσωτερικό των Τζουμέρκων και δεν θα εστιάσει μόνο στις βουνοκορφές, αλλά και στον εσωτερικό κόσμο των κατοίκων του…