«Αγόρασα σοκολάτες να πάω στους πρώην συναδέλφους μου στο St. Vincent’s, μαζί με τους οποίους πέρασα 27 χρόνια. Αλλά δεν θα αντέξω να ανέβω τα σκαλιά. Θα με πιάσουν τα κλάματα».
«Η δουλειά της νοσοκόμας είναι βαριά. Μας φέρνουν ανθρώπους-θρύψαλα και είμαστε μαζί τους συνέχεια, μέρα-νύχτα.»
H 16η Αυγούστου ήταν η τελευταία ημέρα της Μαρίας Γκαβού, στο Νοσοκομείο St. Vincent’s της Μελβούρνης, έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες εργασίας της στην υπηρεσία υποστήριξης νοσηλευομένων ως νοσοκόμα.
Η 76χρονη συμπάροικος έφτασε στην Αυστραλία το 1964 από το χωριό Μακρίσια Ηλείας, που βρίσκεται κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Πρώτη της δουλειά ήταν μοδίστρα σε βιοτεχνία ρούχων στο Moonee Ponds. Λίγο αργότερα, βρέθηκε στο Royal Children’s Hospital ως καθαρίστρια. Κάποια στιγμή έφυγε για την Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους και όταν επέστρεψε δεν είχε δουλειά.
Εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του 1980, βρήκε δουλειά σε ένα κλειδαράδικο, γειτονικό στο σπίτι της, στο οποίο λειτουργούσε και νυκτερινό σχολείο για 30 παιδιά που ήθελαν να γίνουν κλειδαράδες.
«Τα παιδιά μού έδιναν φακέλους, που μέσα είχαν χρήματα και λίστες με πράγματα που ήθελαν να τους αγοράσω είτε για να φάνε είτε πράγματα που τα είχαν ανάγκη. Το βράδυ, όταν έρχονταν στο σχολείο, τους τα είχα όλα έτοιμα». Όμως, το κλειδαράδικο κάποια στιγμή έκλεισε αφού πέθανε ο ιδιοκτήτης του και η Μαρία δεν είχε και πάλι δουλειά.
Το 1989, ένας γνωστός της που γνώριζε την καλή δουλειά που έκανε η Μαρία με τους μαθητές του νυκτερινού, της πρότεινε να εργαστεί στο Νοσοκομείο St. Vincent’s της Μελβούρνης. Και έτσι πολύ γρήγορα, την προσέλαβαν ως βοηθό των νοσοκόμων για να φροντίζει τους ασθενείς.
«Κάθε μέρα, όλα αυτά τα χρόνια, ήμουν κοντά στους ασθενείς. Ήμουν το τελευταίο άτομο που έβλεπαν και που κρατούσαν το χέρι προτού μπουν στο χειρουργείο. Τους υποσχόμουν ότι όταν θα έβγαιναν θα τους έκανα τσάι να πιουν». Η Μαρία έχει να πει και να μοιράσει δεκάδες παρόμοιες ιστορίες και γεμίζουν το πρόσωπό της με δάκρυα. Εργάστηκε στον 10ο όροφο του παλαιού κτιρίου του Νοσοκομείου, όπου το προσωπικό την περιγράφει ως την «μητέρα του θαλάμου».
«Είναι βαριά η δουλειά της νοσοκόμας. Φέρνουν στα νοσοκομεία ανθρώπους με προβλήματα, ανθρώπους-θρύψαλα, και οι νοσοκόμες τους δίνουν ζωή, τους συντροφεύουν στις δύσκολες στιγμές. Πρέπει το κράτος να προστατεύσει ακόμα περισσότερο το νοσηλευτικό προσωπικό των νοσοκομείων» λέει η Μαρία στο «Ν.Κ.».
Έχει ήδη αρχίσει να κάνει σχέδια για το μέλλον της. Πρόσφατα, ανανέωσε το διαβατήριό της και κάποια στιγμή σύντομα θα ταξιδέψει στη γενέτειρά της.