Πολλές φορές οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας και σε νοσοκομεία της Μελβούρνης δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν εκατοντάδες παππούδες και γιαγιάδες ελληνικής καταγωγής. Οι δύο πλευρές δεν ομιλούν στο ίδιο επίπεδο μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας, με συνέπεια να γίνονται παρανοήσεις και λανθασμένες διαγνώσεις. Η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη όταν τίθεται ζήτημα πνευματικής διαύγειας. «Το πρόβλημα παρατηρείται με όλους τους ηλικιωμένους που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες της Αυστραλίας, το σύστημα υγείας δεν είναι φιλικό προς αυτούς», σημειώνει ο Ελληνοαυστραλός κλινικός ψυχολόγος Ματθαίος Στάιος, που αρχίζει έρευνα με στόχο τη σύσταση διαγνωστικών τεστ για την άνοια, «κομμένα και ραμμένα» στις ανάγκες των ηλικιωμένων Ελλήνων της Αυστραλίας.

Υπενθυμίζεται ότι από το 1940 έως και το 1980 σχεδόν 250.000 Έλληνες μετανάστευσαν στην Αυστραλία.

«Οι περισσότεροι που έφυγαν τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια δεν είχαν καταφέρει να ολοκληρώσουν την εγκύκλια εκπαίδευση, είχαν παρακολουθήσει μόνο λίγες τάξεις του Δημοτικού, ενώ στην Αυστραλία αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν αμέσως να εργάζονται, χωρίς πριν να έχουν την πολυτέλεια να διδαχθούν άρτια τα αγγλικά».

Έτσι δημιούργησαν μια δική τους ιδιότυπη γλώσσα και κουλτούρα. «Λένε το πάτωμα “φλόρι” (από το floor) και τον φράχτη “φένσι” (από το fence)», αναφέρει ενδεικτικά ο νεαρός Ελληνοαυστραλός. Μεταξύ τους, βέβαια, συνεννοούνται, αλλά στα αυτιά ενός αγγλόφωνου νευρολόγου όλα αυτά ηχούν… κινέζικα.

«Έχει παρατηρηθεί ότι οι λάθος διαγνώσεις είναι δύο με τρεις φορές συχνότερες μεταξύ των ηλικιωμένων γκασταρμπάιτερ», σημειώνει ο ίδιος. «Αυτό οφείλεται και στα διαθέσιμα τεστ, τα οποία προέρχονταν αρχικά από τις ΗΠΑ για πληθυσμό με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και άλλη μητρική γλώσσα».

Οι ερωτήσεις συχνά απαιτούν γνώσεις αυστραλιανής ιστορίας, τις οποίες ούτως ή άλλως οι σημερινοί Ελληνοαυστραλοί συνταξιούχοι δεν κατέχουν, χωρίς, ωστόσο, να πάσχουν από άνοια.

Αντίστοιχα, όμως, ούτε τα διαγνωστικά τεστ που διατίθενται στην Ελλάδα είναι κατάλληλα για εκείνους, «γιατί, εν τω μεταξύ, έχουν χάσει την επαφή με τη μητρική τους γλώσσα».

Τα επόμενα χρόνια ο κ. Στάιος θα «οργώσει» τη χώρα, θα κάνει προσωπικές συνεντεύξεις με ηλικιωμένους και θα υποβάλει διαγνωστικά τεστ εξ Ελλάδος σε 30 Ελληνοαυστραλούς με διαγνωσμένο Αλτσχάιμερ και σε άλλους 200 φαινομενικά υγιείς Ελληνοαυστραλούς, από 60 έως 80 ετών.

Στη σύσταση των νέων τύπου τεστ, που θα διαθέσει μετά στο εκεί δημόσιο σύστημα υγείας, θα βοηθήσουν ακαδημαϊκοί από την Ελλάδα και Αυστραλία (εκπονεί το διδακτορικό του στο Monash University αλλά υπό την επίβλεψη της καθηγήτριας Μαρίας Κοσμίδου του ΑΠΘ). Για τη χρηματοδότηση του πρότζεκτ «i-remember» έχει ξεκινήσει crowdfunding, με στόχο να εξασφαλίσει 75.000 δολάρια. Προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, θα διασχίσει με ποδήλατο την απόσταση από τη Μελβούρνη μέχρι την Καμπέρα (750 χλμ.), ξεκινώντας στις 27 Νοεμβρίου (http://www.i-remember.com.au/).

«Το ίδιο πρόβλημα με τη συμβατότητα των τεστ είχαμε παλαιότερα και στην Ελλάδα», ανέφερε στην «Καθημερινή» η κ. Κοσμίδου, που το 1999, επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ, άρχισε τη διαδικασία προσαρμογής. Στην Ελλάδα άργησαν να καθιερωθούν η εκπαίδευση των γυναικών και η υποχρεωτική εκπαίδευση για όλο τον πληθυσμό. «Η προσαρμογή δεν είναι μόνο γλωσσική», υπογραμμίζει η κ. Κοσμίδου. «Παλαιά πίστευαν ότι τα τεστ με τα σχήματα δεν έχρηζαν αλλαγής, αλλά αυτό ήταν λάθος. Οι Έλληνες ασθενείς ήταν άριστοι με τα γεωμετρικά σχήματα που τους ήταν οικεία λόγω της εκτεταμένης διδασκαλίας της γεωμετρίας στα σχολεία, κάτι που στην Αμερική δεν γίνεται». Οι διαφορές των εκπαιδευτικών συστημάτων «αναδύονται», λοιπόν, στους… 80χρονους αποφοίτους. «Το αγγλοσαξονικό σύστημα ενθάρρυνε την αφαιρετική σκέψη και τη δημιουργικότητα, το ελληνικό πάλι προωθούσε τη συγκλίνουσα γνώση. Όλα αυτά πρέπει να τα λαμβάνουμε υπ’ όψιν».