Οι εικονικές δίκες αποτελούν συνήθη πρακτική στις νομικές σχολές, λίγες όμως από αυτές καταφέρνουν να δημιουργήσουν τη συγκινησιακή φόρτιση που προκάλεσε η είδηση για την «Δίκη» που θα διοργανωθεί με θέμα την κλοπή των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Διοργάνωση του Συλλόγου Ελλήνων Δικηγόρων Αυστραλίας (Hellenic Australian Lawyers Association) και της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Monash, η Δίκη των Μαρμάρων θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 19 Οκτωβρίου, στο Monash Law Chambers (555 Lonsdale Street Melbourne), με τη συμμετοχή κορυφαίων νομικών, όπως οι δικαστές Αιμίλιος Κύρου, Rita Zammit (από το Ανώτατου Δικαστήριο Βικτώριας) και Debra Mortimer (από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), που θα κρίνουν τα επιχειρήματα της Ελλάδας (θα την εκπροσωπήσει ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Βικτώριας, Παύλος Αναστασίου) και της Μεγάλης Βρετανίας (θα την εκπροσωπήσει ο Julian Burnside).
Μετά την εικονική δίκη, θα ακολουθήσει συζήτηση, την οποία θα διευθύνει η επίτιμη καθηγήτρια Gillian Triggs, πρόεδρος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Αυστραλίας.
Στο συγκεκριμένο πάνελ θα συμμετάσχει ο δρ Τριαντάφυλλος Γκούβας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Φιλοσοφίας του Δικαίου του Πανεπιστημίου Monash, ο οποίος μιλά στο «Νέο Κόσμο», εξηγώντας την σημασία της συγκεκριμένης εκδήλωσης.
Ο Δρ. Τριαντάφυλλος Γκούβας
Τι σας κέντρισε το ενδιαφέρον για να συμμετάσχετε στην συγκεκριμένη εικονική δίκη;
Ως φιλόσοφος του Δικαίου, δεν έχει νόημα να μπλεχθώ σε θέματα Διεθνούς Δικαίου. Αυτό που με αφορά περισσότερο είναι η έννοια της αξίας που προσδίδεται σε ένα τεχνούργημα, όπως είναι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Εν προκειμένω, η διαφωνία μεταξύ των δύο πλευρών δεν είναι αισθητική. Δεν αμφισβητεί καμία πλευρά την αισθητική τους αξία. Η διαφωνία είναι μία κατά βάση ηθική διαφωνία, στην οποία η ελληνική πλευρά προσπαθεί τώρα να δώσει νομική διάσταση.
Αυτό είναι σχετικά πρόσφατο, έτσι; Μέχρι στιγμής, η καμπάνια για την επιστροφή των Μαρμάρων, όπως ξεκίνησε από την Μελίνα Μερκούρη και συνεχίζεται στις μέρες μας, είχε κυρίως συναισθηματικό και ηθικό χαρακτήρα.
Απολύτως. Κι αυτό είναι κάτι στο οποίο πατά η βρετανική πλευρά που λέει, εν πολλοίς ότι δεν ενδιαφέρεται να σπαταλήσει χρόνο σε μία ηθική διαφωνία, από την στιγμή που αυτή δεν πρόκειται να αποκτήσει νομική διάσταση. Γιατί, αν συμφωνούν σε κάτι οι δύο πλευρές είναι ότι ενδεχομένως υπάρχει ηθική διαφωνία, αλλά η βρετανική πλευρά αρνείται να το δει αυτό ως θεμέλιο για νομική διαφωνία. Γι’ αυτό και δεν έχει υπάρξει πρόοδος στο πλαίσιο της διακυβερνητικής επιτροπής της UNESCO για την προώθηση της επιστροφής πολιτισμικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους. Το Διεθνές Δίκαιο έχει αυτήν την ιδιαιτερότητα: για την εκκίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας, προϋποτίθεται η συναίνεση των δύο κρατών και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει αρνηθεί να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαμεσολάβηση.
Μία εικονική δίκη, όπως αυτή που θα στηθεί στη Μελβούρνη, μπορεί να λειτουργήσει ως πεδίο δοκιμής επιχειρημάτων για την περίπτωση μιας πραγματικής δίκης;
Σαφώς. Αν υπάρξει, δε, συναίνεση του Ηνωμένου Βασιλείου για να μπει σε μία διαδικασία δίκης ή διεθνούς διαμεσολάβησης, εκεί τα επιχειρήματα θα είναι ως επί το πλείστον ηθικού περιεχομένου. Απλώς, θα είναι πλέον δυνατή και επιτρεπτή η χρήση τους, γιατί θα έχει δημιουργηθεί το πλαίσιο. Αλλά προς το παρόν, δεν υπάρχει νομικό προηγούμενο, ένα δεδικασμένο. Αν αυτή η υπόθεση τελικά φτάσει σε κάποιο δικαστήριο, θα είναι μοναδική περίπτωση, αυτό που λέμε casus unicus. Και εκεί βρίσκεται το στοίχημα για την ελληνική πλευρά. Δεν νομίζω ότι θέλουμε να προχωρήσουμε σε ένα καθολικό επιχείρημα, να δημιουργήσουμε ένα δεδικασμένο για μια γενικότερη επιστροφή μνημείων. Το επιχείρημά μας είναι αυτό της μοναδικότητας. Αλλά πρέπει να ορίσουμε την μοναδικότητα. Αφορά το ίδιο το μνημείο ή τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπέστη τις φθορές;
Η δική σας οπτική ποια είναι;
Εγώ δεν θέλω να εστιάσω τόσο στην νομική πλευρά, θέλω να εστιάσω στο να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η φύση της διαφωνίας. Τι διαφοροποιεί τον Παρθενώνα από οποιαδήποτε άλλη διεκδίκηση; Ένα από τα ηθικά επιχειρήματα ήταν ότι έχει πληγεί η ακεραιότητα του μνημείου. Αυτό, ως επιχείρημα έχει κάποια όρια: εν μέρει εξηγεί γιατί ήταν ανεπίτρεπτο αυτό που έγινε, γιατί καταστράφηκε η ακεραιότητα του μνημείου. Από την άλλη όμως, δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ως επιχείρημα διεκδίκησης και να πούμε ότι αποσκοπούμε στην αποκατάσταση της ακεραιότητας. Η ακεραιότητα δεν πρόκειται να αποκατασταθεί με την επιστροφή των Μαρμάρων, γιατί αυτά δεν θα πάνε στο μνημείο, θα πάνε στο μουσείο. Άρα δεν μιλάμε για επανένωση, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο επιχείρημα. Επίσης, υπάρχει εκεί ένα φιλοσοφικό ερώτημα. Αν ένα έργο τέχνης τεμαχίζεται, τεμαχίζεται και η αξία του; Ο Παρθενώνας δεν έχει πάψει ως μνημείο, παρ’ ότι αποσπάσθηκαν κάποια κομμάτια του, παραμένει. Ομοίως η Νίκη της Σαμοθράκης αναγνωρίζεται αυτοτελώς, παρά το ότι λείπουν κομμάτια της.
Ποιο θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο επιχείρημα;
Ένα βάσιμο επιχείρημα θα ήταν ενδεχομένως αυτό της διανεμητικής δικαιοσύνης, που θα εστιάζει στις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η απόσπαση, όταν δηλαδή η Ελλάδα δεν ήταν ακόμη ανεξάρτητο κράτος. Εκτός και αν θέλουμε να προχωρήσουμε σε ένα καθολικό επιχείρημα που να αφορά μέλη μνημείων που έχουν αποσπαστεί.
Εκτός από το εύλογο ενδιαφέρον για τους Έλληνες, μπορεί η εικονική δίκη να αφορά κι άλλους;
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ένα τέτοιο φόρουμ λαμβάνει χώρα στην Αυστραλία. Δεν είναι μόνο το ότι έχει μία από τις πιο ισχυρές ομογενειακές παρουσίες, αλλά γιατί η ίδια η Αυστραλία είναι ένα ψηφιδωτό εθνοτήτων, οι οποίες έχουν αποκοπεί από τους δικούς τους πολιτισμούς. Είναι πρόσφορο έδαφος για να νομιμοποιηθεί ο λόγος περί δικαιωμάτων και διεκδικήσεων. Στο υπόβαθρο δε υπάρχει κι ένα στοιχείο ενοχής: αν δεν μπορούν αυτές οι εθνότητες να αξιώσουν τη σύνδεσή τους με το παρελθόν τους, αφαιρείται κι ένα επιχείρημα από τους ιθαγενείς.
Δηλαδή, η συγκεκριμένη εκδήλωση μπορεί να έχει περισσότερο ενδιαφέρον για τους αυτόχθονες από ό,τι για τους Έλληνες;
Απολύτως. Είναι ένα ηθικά ισοδύναμο φόρουμ συζήτησης. Δεν υπάρχει διεκδίκηση πολιτισμικών αγαθών, αλλά υπάρχει διεκδίκηση πολιτισμικού χώρου.