Δύο ώρες και 31 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα και κάθισα μπρός στον υπολογιστή να γράψω, αυτά που τώρα εσείς διαβάζετε…

Φρέσκο πράγμα δηλαδή, πιο φρέσκο δεν γίνεται, με τις γνώσεις που κατέχω, τη τεχνολογία που έχω, την αλκοολούχα ζαλάδα που με ταλαιπωρεί και την αγρύπνια που με ακολουθεί βαριεστημένα, όπως ο κουρασμένος σκύλος τον αφέντη του…

Ναι, δύο και 31 μεταμεσονύκτια καλοκαιρινά λεπτά: τέτοια ώρα δηλαδή, τέτοια λόγια…, αλλά, δεν μπορώ να κάνω και τίποτα καλύερο, για να σας δώσω κουράγιο να αντισταθείτε στη βροχερή και παγωμένη Μελβούρνης…

Πέρασαν σχεδόν 130 λεπτά από τη στιγμή, που στήθηκα στη βεράντα του σπιτιού, να παρακολουθήσω και πάλι, την αρχόντισσα Σελήνη, να βγαίνει για το νυχτερινό της σεργιάνι, στους διαδρόμους των  Γαλαξιών…

Νυσταγμένη από τα ξενύχτια και αυτή, όπως και εγώ, αλλά, με σταθερό βηματισμό, δρασκέλησε το Χελμό και άρχισε να αναρριχάται στον ουρανό…

Πριν πεντέμισι ώρες είχαμε πάει σε μια ταβέρνα του Σκεπαστού (μικρό χωριό έξω από τα Καλάβρυτα) να φάμε…

Καθίσαμε έξω, κάτω από έναν μεγάλο πλάτανο και παραγγείλαμε φαγητό και μπύρες. Η ταβέρνα ήταν σχεδόν άδεια. Δύο παρέες όλες και όλες, που κάθονταν και αυτές κάτω από τη δροσιά του…

Σε λίγο ήλθε το φαγητό, που καλύτερα να μην ερχότανε, μιας και δεν τρωγότανε…

Την ώρα που οι άλλοι της παρέας «έτρωγαν», εγώ το ‘ριξα στις μπύρες και άρχισα να παρακολουθώ ένα κοριτσάκι στο διπλανό τραπέζι, που από τη στιγμή που καθίσαμε κοίταζε απορροφημένο την οθόνη ενός κινητού τηλεφώνου…

Στο ίδιο τραπέζι, κάθονταν η μάνα της και ο πατέρας της. Στη μισή ώρα που την παρακολουθούσα το κοριτσάκι κάθονταν όρθιο, στηριζόμενο πάνω σε μια καρέκλα και κάθε τόσο πίεζε με τα δάκτυλό της την οθόνη του τηλεφώνου…

Η μητέρα της, είχε αντιληφθεί ότι προσπαθούσα να δω, τι ακριβώς κάνει με το κινητό και κάθε τόσο, κάτι έλεγε στον άνδρα της, με κοιτούσαν για λόγο (και οι δύο) και μου χαμογελούσαν αμήχανα…

Επειδή με είχε φάει η περιέργεια, σηκώθηκα και πήγα στο τραπέζι τους για να δω. Και είδα: σερφάριζε στο διαδίκτυο, επέλεγε ότι ήθελε να δει και το ‘βλεπε…

Μιλάμε ότι για 30 λεπτά έμενε ακίνητη και όρθια, ενώ που, όταν της μιλούσαν, τους… απαντούσε  κουνώντας το πόδι της…

Πόσο χρονών είναι, ρωτάω τη μάνα της; Τρεισήμισι ή, μεγαλύτερη;

Από την μάνα, δεν έμαθα μόνο ότι η μικρή ήταν… 18 μηνών(!), αλλά, ότι παίζει το κινητό στα… δάκτυλα από εννέα μηνών…!

Πως τώρα έχει μάθει να βλέπει, φωτογραφίες και βίντεο, να ακούει τραγούδια στο YouTube, να παίζει παιχνίδια και, και, και …

Ώρες ολόκληρες περνάει κάθε μέρα έτσι, μέχρι που οι γονείς της ανησύχησαν και την πήγαν να την δει μια ειδικευμένη παιδοψυχίατρος…

Τίποτα δεν έχει και τίποτα δεν μπορείτε να κάνετε, τους είπε η ψυχίατρος. Τα παιδιά σήμερα ζουν σε ένα άλλο κόσμο, που δεν μπορούμε εμείς να καταλάβουμε…

Για την ώρα, μου είπε η μητέρα, η δεκαοκτάμηνη μαραθωνοδρόμος του ηλεκτρονικού σερφαρίσματος, είναι αδιάφορη για την ειδησιογραφία και το Photoshop και σνομπάρει το facebook και το tweeter…

Και μέχρι να καταλάβουμε, γιατί της αρέσει να βλέπει ότι βλέπει, θα έχει περάσει στον επόμενο δικό της (και ξένο για ‘μας) κόσμο. Καλό ξημέρωμα…