Το ελληνικό σχολείο της Κοινότητας Port Adelaide άνοιξε τις πόρτες του στην ελληνική παροικία τη δεκαετία του 1960 και κάθε χρόνο βλέπει με ξέχωρη ικανοποίηση τους μαθητές του να αυξάνονται, να παθιάζονται με τη γλώσσα και την κουλτούρα τους, να μεγαλώνουν και να επιστρέφουν και πάλι με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, μεταφέροντας την αγάπη για τη γλώσσα και την πατρίδα τους από γενιά σε γενιά.
Σε μια πολυπολιτισμική χώρα, όπως η Αυστραλία, το να καταφέρει κανείς να κάνει ένα παιδί να θέλει να μάθει μια ακόμα γλώσσα, είναι άθλος. Και όμως, για κάποιο λόγο, οι εγγραφές των μαθητών στο συγκεκριμένο σχολείο-στολίδι αυξήθηκαν κατά 40% μόνο τον τελευταίο χρόνο.
«Είμαστε όλοι, διευθυντές, εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές, αφοσιωμένοι στον ίδιο κοινό στόχο και προσπαθούμε με συλλογική δουλειά και προσπάθεια να διατηρήσουμε τη γλώσσα και την κουλτούρα μας ζωντανή με ενδοσχολικές και εξωσχολικές δραστηριότητες που κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον των παιδιών και τα κάνουν να θέλουν να είναι κι εκείνα μέλη μιας ομάδας και να συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια» εξηγεί η διευθύντρια του σχολείου, Ελένη Ηλιού, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντα της πριν από περίπου ένα χρόνο.
Το σχολείο έχει σήμερα 142 μαθητές και τα μαθήματα σε όλα τα επίπεδα (Reception – Year 12 SACE) γίνονται δύο φορές την εβδομάδα με τη συμμετοχή οκτώ εκπαιδευτικών, δύο χοροδιδασκάλων και του Έλληνα ιερέα, Ιωάννη Χωραΐτη, ο οποίος διδάσκει Θρησκευτικά στα παιδιά.
«Είναι σημαντικό τα παιδιά να μάθουν να μιλούν τη γλώσσα τους για να μπορέσουν μετέπειτα να κατανοήσουν τη διαφορετικότητά τους, να σεβαστούν την ιδιαιτερότητα των άλλων λαών, αλλά και να επικοινωνούν με τους παππούδες, τις γιαγιάδες και άλλα μέλη της οικογένειάς τους που δεν μιλάνε Αγγλικά, κρατούν ωστόσο ένα μεγάλο μερίδιο γνώσης και εμπειριών που χρειάζονται τα παιδιά για να κατανοήσουν, να σεβαστούν και τελικά να αγαπήσουν τις ρίζες τους» εξηγεί η κ. Ηλιού.
Ενδεχομένως, το σχολείο του Port Adelaide να είναι ένα από τα ελάχιστα ελληνικά σχολεία με τόσο μεγάλη ζήτηση επί της παρούσης και η εύλογη ερώτηση που γεννάται είναι κατά πόσο τελικά υπάρχει τρόπος να κατορθώσουν όλα τα αντίστοιχα σχολεία να δελεάσουν και να κερδίσουν την αγάπη των νεαρών της παροικίας μας.
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μυστικό επιτυχίας και η παροιμία ότι όταν υπάρχει θέληση όλα γίνονται είναι πέρα για πέρα αληθινή» λέει η κ. Ηλιού, η οποία ξεκίνησε και η ίδια να φοιτά στο συγκεκριμένο σχολείο σε ηλικία μόλις επτά χρόνων, μετά ανέλαβε ως δασκάλα και πρόσφατα πήρε τη θέση του επί 30 χρόνια διευθυντή του σχολείου, κ. Ανδρέα Μπότσαρη.
«Κατά την ταπεινή μου άποψη, όλα ξεκινούν από το σπίτι και την οικογένεια και καταλήγουν στο σχολείο. Αν κάθε γονιός συνεργαστεί με τους εκπαιδευτικούς και όλοι μαζί δουλέψουν σκληρά και συλλογικά προς την ίδια κατεύθυνση τότε το παιδί θα αγαπήσει τη γλώσσα του και την κληρονομιά του. Επίσης, για την επίτευξη του σκοπού αυτού ιδιαίτερα κρίσιμες και χρήσιμες είναι και οι διαπροσωπικές σχέσεις γι’ αυτό εκτός από τα καθαρά εκπαιδευτικά προγράμματα, στο σχολείο μας δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα και σε εξωσχολικές δραστηριότητες που ενισχύουν τις φιλίες και τους δεσμούς μεταξύ των μαθητών με σκοπό αυτές να διαρκέσουν μια ζωή και να συμβάλλουν στην αγάπη του παιδιού για την γλώσσα και την πατρίδα των προγόνων του. Τέλος, είναι σημαντικό οι δραστηριότητες να κρατούν το ενδιαφέρον των μαθητών ζωντανό και το μυαλό τους σε εγρήγορση ώστε να θέλουν τα παιδιά από μόνα τους να συμμετέχουν μέσα στην τάξη».
Το σχολείο του Port Adelaide χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση και υποστηρίζεται από την Ενορία Γεννήσεως του Χριστού, που εδρεύει στην περιοχή, καθώς και πολλούς εθελοντές, που προσφέρουν το χρόνο τους απλόχερα για το καλό των παιδιών και του σχολείου. Οι μαθητές κάθε χρόνο καλούνται να συμμετέχουν σε όλα τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα της παροικίας, είτε με διαγωνισμούς είτε με σχολικές δραστηριότητες ή χορευτικές επιδείξεις και ανταποκρίνονται με προθυμία και ενθουσιασμό.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή για εμάς από τους παππούδες, τους γονείς και τα παιδιά που έρχονται και μας λένε ότι θέλουν να έρθουν στο σχολείο γιατί νιώθουν ότι είμαστε όλοι μια μεγάλη οικογένεια ή από το να ακούμε τα παιδιά να μιλούν Ελληνικά ή να συμμετέχουν σε ελληνικές εκδηλώσεις και φεστιβάλ της παροικίας μας» καταλήγει η κ. Ηλιού.
Είναι προφανές, ότι όλα αυτά αποτελούν ακόμα μια ηχηρή απόδειξη πως όταν όλοι οι ενδιαφερόμενοι αποφασίσουν να εργαστούν συλλογικά προς ένα κοινό στόχο απαλλαγμένοι από προσωπικά οφέλη και συμφέροντα το αποτέλεσμα θα ανταμείψει ολόκληρη την παροικία. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμα του σχολείου–προτύπου για την ελληνική παροικία ώστε να μπορέσει η γλώσσα και η πλούσια παράδοσή μας να επιβιώσουν σε μία χώρα όπως η Αυστραλία και μια εποχή όπου τα «εθνικά σχολεία» αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.