Το παρόν άρθρο θα μπορούσε να τιτλοφορείται: «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», αν ληφθεί υπόψη η εξής προγενέστερη επισήμανσή μου: «Παλαιότερα, θυμάμαι, σύχναζα […] και στο παλιό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη στην οδό Νίκης, που κι αυτό, όπως μαθαίνω, δυστυχώς κλυδωνίζεται» («Τα Νέα» των Αθηνών, 17.5.2013). Αυτά πριν τρία χρόνια, επ’ ευκαιρία του κλεισίματος ενός άλλου ιστορικού βιβλιοπωλείου – της «Εστίας».
Μιας και ο λόγος όμως περί βιβλιοπωλείων, να πω εξαρχής ότι οι επισκέψεις μου στα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία –σε συνδυασμό με τους ακαταμάχητους περιπάτους στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας– είναι το προσφιλέστερο ίσως χόμπι μου, μια ακατανίκητη πρό(σ)κληση για να επισκέπτομαι τακτικά την Ελλάδα. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω τους λόγους. Το κάνει με τον ιδανικότερο τρόπο ο Γιώργος Ιωάννου στα πεζά του «Τις Κυριακές τα πρωινά» («Κοιτάσματα», 1990) και «Κυριακάτικη περιδιάβαση στην Αθήνα» («Εφήβων και μη», 1982). Αρκούμαι μόνο να επισημάνω ότι τα πλεονεκτήματα αυτής της ενασχόλησης είναι διπλά: ευεργετούν όχι μόνο το σώμα (με την πολύωρη πεζοπορία) αλλά και το πνεύμα (με τη μελέτη, την καλλιέργεια, την απόλαυση της ανάγνωσης). Επιπλέον, ο πειρασμός και οι πιθανότητες να συναντήσω κάποιους επώνυμους (και μάλιστα ορισμένα θρυλικά πρόσωπα της λογοτεχνικής και πνευματικής ζωής) είναι πολλές.
Παλαιόθεν σύχναζα τακτικά στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη στην οδό Νίκης, αλλά και σ’ αυτό της «Εστίας» στη Σόλωνος, με το θρυλικό της «υπόγειο» και είχα συναντήσει αρκετούς απ’ αυτούς. Εκεί μάλιστα είχα βρει –με ανεκδιήγητη συγκίνηση– και κάποια δικά μου σπάνια βιβλία των δεκαετιών ’70 και ’80. Όπως έγραφα τότε, για έναν άπληστο «βιβλιοφάγο αυτό το υπόγειο ήταν μια ευφρόσυνη «ζωή εν τάφω», με χίλιες και μία αναπάντεχες εκπλήξεις. Έκρυβε δυνατές συγκινήσεις, συνωμοτικές γνωριμίες, περιπέτειες, ανεπανάληπτα ταξίδια» (ό.π.). Αναμφίβολα, τα πιο συναρπαστικά μου βιώματα απ’ αυτούς τους σεπτούς ναούς της γνώσης παραμένουν απ’ αυτό το θρυλικό υπόγειο, με πρωταγωνιστή τον «πάντα αειθαλή και πρόσχαρο τότε κυρ-Νίκο, στο ρόλο του… Αγίου Πέτρου, που σου επέτρεπε την είσοδο στο «βασίλειο της γνώσης του κάτω κόσμου» και ήξερε τα πάντα για τους πάντες, αναφορικά με παλαιότερες και δυσεύρετες εκδόσεις, περιοδικά και βιβλία» (ό.π.). Θυμάμαι μάλιστα πως ένας από τους κλασικούς συγγραφείς της «Εστίας» είχε πει κάποτε ότι πολύ θα ήθελε να τον έκλειναν για ένα βράδυ ή για μέρες σ’ αυτό το υπόγειο, για να βγάλει το άχτι του! Από την ίδια ανομολόγητη επιθυμία διακατεχόμουν κι εγώ. Γιατί, όπως διατείνεται ο μεγάλος Μπόρχες σ’ ένα του ποίημα, «Εγώ […] φαντάστηκα τον Παράδεισο / με τη μορφή βιβλιοθήκης».
Αναγκάζομαι να επανέλθω, δυστυχώς, για δεύτερη φορά στο ίδιο θέμα που είχα θίξει πριν τρία χρόνια. Στο γιατί δηλαδή κάθε χρόνο αποθαρρύνομαι όλο και περισσότερο απ’ το να επισκέπτομαι την Ελλάδα, αφού πλέον το δίλημμα παραμένει αμείλικτο: «Νόστιμον ή άνοστον ήμαρ;» όπως ήταν ο χαρακτηριστικός τίτλος εκείνου του άρθρου μου στα «Νέα». Δεν είναι μόνο το ότι «φεύγουν» διαρκώς προσφιλή μου πρόσωπα – συγγενείς, φίλοι, ομότεχνοι. Κυρίως είναι το γεγονός ότι η ίδια η αγαπημένη μου πόλη χάνει απελπιστικά την ιδιαίτερη ταυτότητά της. Όχι επειδή αλλάζει –πράγμα φυσιολογικό άλλωστε– αλλά επειδή καταστρέφεται συστηματικά, εκφυλίζεται ανεπανόρθωτα. Αποτέλεσμα; Να σβήνει, να χάνεται ανεπιστρεπτί – μια επώδυνη εμπειρία που δύσκολα την αντέχει κανείς, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει να είναι απόδημος. Γιατί έτσι που πάμε, σύντομα δεν θα υπάρχουν ούτε καν προτομές, αγάλματα, μνημεία στους δημόσιους χώρους!
Το χειρότερο, για ανθρώπους σαν κι εμένα, είναι ότι καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα διάφορα πνευματικά «θερμοκήπια» στα οποία είχαμε γαλουχηθεί και είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα την πολιτισμική ζωή του τόπου. Εξ ου και μελαγχολώ στην ιδέα ότι στο επόμενο ταξίδι μου δεν θα υπάρχει πια το εμβληματικό βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη – αφού έκλεισε οριστικά τις πόρτες του στα τέλη του Σεπτέμβρη, μετά από 110 συναπτά έτη αδιάπτωτης λειτουργίας και προσφοράς. Δυστυχώς, μετά το κλείσιμο της ιστορικής «Εστίας» το 2013, και πιο πρόσφατα του Παπασωτηρίου, η τρίτη απώλεια του Ελευθερουδάκη –για να αναφερθώ μόνο στα μεγάλα βιβλιοπωλεία– αποτελεί πλήγμα, καθώς αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ήδη φτωχοποιημένη πνευματική ζωή του τόπου. Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως εξηγούσα στο προαναφερθέν άρθρο μου «σκαρφιζόμουν», και σκαρφίζομαι ακόμη, διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να καθυστερώ και/ή αναβάλω τις επισκέψεις μου στην πατρίδα, τις οποίες όλο και περισσότερο αντιμετωπίζω «όχι απλώς ως «άνοστον» αλλά και ως επώδυνο «ήμαρ»». Διότι, κυρίως μετά την λαίλαπα της περιώνυμης κρίσης, «η χώρα μεταβλήθηκε σε κρανίου τόπο – πολιτικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, αισθητικά. Επόμενο είναι, σε μια τέτοια κακοποποιημένη και λεηλατημένη «έρημη χώρα», να νιώθω προκαταβολικά ξένο σώμα, όπως ένιωθα κάποτε στην ξενιτιά» (ό.π.). Συχνά μάλιστα σκέφτομαι ότι αν δεν υπήρχε εκεί το πατρικό μου σπίτι, αλλά και κάποιες επαγγελματικές υποχρεώσεις, οι επισκέψεις αυτές ίσως να αραίωναν αισθητά. Δεν είναι ότι έπαψα να αγαπώ, να νοσταλγώ τον τόπο μου – κάθε άλλο μάλιστα. Αυτό που πραγματικά μου συμβαίνει είναι πως, όπως υπογράμμιζα, «Ό,τι όμορφο και ωραίο υπήρξε κάποτε στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας, που ανέδιδε το χρώμα, το άρωμα και τον χαρακτήρα της Αθήνας μας, είτε έχει καεί και ισοπεδωθεί είτε καταστρέφεται και πεθαίνει οριστικά, συστηματικά και αμετάκλητα, αφήνοντας παραμορφωμένους σκελετούς, ερείπια και κουρέλια, ανθρώπινα και μη…» (ό.π.).
Συνεπώς, το μόνο που απομένει για να παρηγορεί κάπως όσους από εμάς είχαμε την αγαθή τύχη να τριγήσουμε το «νέκταρ» εκείνων των αγαπημένων «κυψελών» του πνεύματος, είναι οι αναμνήσεις αυτών και των θαμώνων τους. Γιατί στους χώρους αυτούς δεν σύχναζαν μόνο επιφανείς σκαπανείς των Γραμμάτων και Τεχνών, αλλά –ενίοτε– και κάποιοι άλλοι επώνυμοι. Γι’ αυτό, ως ένα μικρό και ταπεινό αποχαιρετιστήριο ρέκβιεμ, καταθέτω εδώ το παρακάτω περιστατικό που σχετίζεται μ’ αυτούς τους «άλλους επώνυμους». Το τελευταίο έχει καταγραφεί εναργώς στον σκληρό δίσκο της μνήμης μου από τον Ελευθερουδάκη της οδού Πανεπιστημίου:
Ήταν καλοκαίρι του 2007, γύρω στις δύο το μεσημέρι. Βρισκόμουν απομονωμένος σε μια ήσυχη γωνιά του καταστήματος, απορροφημένος από τη νέα, πλούσια εκδοτική σοδειά, στην πτέρυγα της Ελληνικής Λογοτεχνίας, όταν ξαφνικά αισθάνθηκα τριγύρω μου μια ελαφρώς ασυνήθιστη για το χώρο αναταραχή. Αρχικά δεν πολυέδωσα σημασία. Όταν όμως η φασαρία εντάθηκε κάπως και γύρισα να δω τι ακριβώς συμβαίνει, διαπίστωσα –εμβρόντητος ομολογώ– ότι μια τέως… πριγκίπισσα μου χαμογελούσε από απόσταση αναπνοής. Δεν επρόκειτο για πριγκίπισσα των παραμυθιών ούτε ξεπήδησε από τις σελίδες των βιβλίων που ξεφύλλιζα. Απεναντίας, επρόκειτο για αληθινή, ολοζώντανη γαλαζοαίματη, με σάρκα και οστά δίπλα μου! Ήταν η δική μας τέως πριγκίπισσα, και νυν βασίλισσα της Ισπανίας Σοφία – το μόνο ίσως συμπαθητικό πρόσωπο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης βασιλικής μας οικογένειας. Την θυμόμουν από τη δεκαετία του ’60, μαθητής τότε του Δημοτικού, και πόσο πανάκριβα είχε πληρώσει αυτή την πολύφερνη «νύφη» και τα πανωπροίκια της ο καθημαγμένος κι εξαθλιωμένος ελληνικός λαός…
Τώρα, μολονότι ανεπαίσθητα επιδιδόμουν σ’ αυτές τις ιερόσυλες σκέψεις (τις οποίες, ευτυχώς, η μεγαλειοτάτη δεν μπορούσε να διαβάσει), παραδόξως, η πάλαι ποτέ ακριβοπληρωμένη «νύφη» μού χαμογελούσε εγκάρδια, σχεδόν συνωμοτικά, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια, όχι βέβαια ως… συμμαθητές, αλλά προφανώς ως ομοιοπαθείς «bookworms». Απόδειξη, ότι και αυτή επιδιδόταν τώρα, μανιωδώς, στο ευγενές σπορ του ξεφυλλίσματος των τελευταίων πολυτελών εκδόσεων από τον ελληνικό εικαστικό χώρο. Αφού της ανταπέδωσα κι εγώ με τη σειρά μου τη γαλαντομία του δικού της ευγενικού μειδιάματος, γύρισα να φύγω, καθότι μεσημέρι και το στομάχι μου διαμαρτυρόταν. Αποχωρώντας, διαπίστωσα τριγύρω τη διακριτική, πλην έντονη παρουσία των άγρυπνων ανδρών της προσωπικής φρουράς της γαλαζοαίματης, οι οποίοι προσποιούνταν –αδέξια– τους κουλτουριάρηδες… Επιπλέον, σκεφτόμουν ότι αυτό το αναπάντεχο συναπάντημα ίσως αποδειχνόταν σημαδιακό –ένας κακός οιωνός– για τα μεγάλα εμβληματικά βιβλιοπωλεία μας, τα οποία, βάσκανη μοίρα, ίσως τους έγραφε να έχουν το ίδιο πεπρωμένο με αυτό της ελληνικής μοναρχίας!…
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες και είναι βιβλιοκριτικός σε λογοτεχνικά περιοδικά.