Ο λαός μας λέει πως «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει», ένα ρητό που φαίνεται να ταιριάζει γάντι στην προσωπική ιστορία του συμπάροικου Peter Papathanasiou.
Μεγαλωμένος ως μοναχογιός στην Αυστραλία, ο Peter έμελλε να ανακαλύψει το 1999 ότι αυτοί που νόμιζε έως τότε γονείς του ήταν στην πραγματικότητα οι θείοι του και ότι η αληθινή του οικογένεια βρισκόταν στην Ελλάδα.
Όταν ο Peter συμπλήρωσε τα 25 του χρόνια, η θεία του που τον είχε μεγαλώσει, αδελφή του βιολογικού του πατέρα, του εξομολογήθηκε πως τον είχαν υιοθετήσει καθώς δεν μπορούσαν να αποκτήσουν το δικό τους παιδί.
«Ο αδερφός μου Σάββας και η γυναίκα του Άννα μας πρότειναν να κάνουν ένα παιδί για εμάς. Είχαν ήδη δύο έφηβους γιους. Ένιωσα απαίσια για την γυναίκα του αδερφού μου που έπρεπε να κυοφορήσει και να γεννήσει ένα μωρό για εμένα, που δεν είχαμε συγγένεια αίματος. Όμως η ζωή μας χωρίς παιδί δεν είχε νόημα. Στο τέλος κάναμε τους διακανονισμούς. Η Άννα έμεινε έγκυος και εγώ πέταξα στην Ελλάδα», αφηγείτο η θεία του Peter προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Το σοκ ήταν διπλό καθώς πέρα από το νέο της υιοθεσίας έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι η γυναίκα που τον γέννησε είχε ήδη πεθάνει.
Όταν πλέον αισθάνθηκε έτοιμος να επιχειρήσει την οικογενειακή επανένωση, ο Peter δέχτηκε ένα ακόμη πλήγμα: το θάνατο του βιολογικού του πατέρα.
Ήταν όμως αποφασισμένος να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να γνωρίσει για πρώτη φορά τους δύο αδερφούς του, Γιώργο και Βασίλη.
Σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στην SBS, ο Peter αναφέρεται στη στιγμή της πολυπόθητης συνάντησης, αλλά και τις επακόλουθες εκπλήξεις που του επιφύλασσε η μοίρα.
«Έλα εδώ ρε! Είμαι ο αδερφός σου!» ήταν οι πρώτες λέξεις που του απηύθυνε ο Γιώργος, αρπάζοντάς τον από το λαιμό σε μια κίνηση που φανέρωνε οικειότητα από την πρώτη στιγμή και εξελίχθηκε σε μια αγκαλιά όπως αυτές που μόνο μέσα σε μια οικογένεια συναντά κανείς.
«Στεκόμασταν αντικριστά και ψάχναμε να δούμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο του άλλου. Τα μάτια του Γιώργου ήταν μεγαλύτερα και έφταναν πιο βαθιά στο πρόσωπό του. Τα μαλλιά του πυκνά, η μύτη του μακριά και ίσια, σε αντίθεση με τα δικά μου χαρακτηριστικά. Μόνο όταν άρχισα να παρατηρώ το υπόλοιπο πρόσωπο του αδερφού μου, κατάφερα να το διακρίνω. Ο Γιώργος είχε το ίδιο στόμα, το ίδιο πηγούνι με εμένα. Είχε μάλιστα τα ίδια ακριβώς λακάκια με εμένα, λες και ο Θεός είχε χρησιμοποιήσει το ίδιο εργαλείο για να μας φτιάξει» λέει χαρακτηριστικά ο Peter.
Ο Γιώργος τον οδήγησε στο πατρικό τους στη Φλώρινα, το σπίτι που είχε χτίσει ο παππούς τους φτάνοντας ως πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία το 1922.
Μπαίνοντας στην κουζίνα αντίκρισε τον άλλο του αδερφό Βασίλη, ένα παιδί σε σώμα ενήλικα όπως τον περιγράφει ο Peter, που έτρεξε να τον αγκαλιάσει σχεδόν αναποδογυρίζοντας το τραπέζι με το που τον είδε.
Στριμωγμένοι γύρω από το τραπέζι τα τρία αδέρφια μαζί με την θεία που είχε μεγαλώσει τον Peter και είχε καταφτάσει μαζί του από την Αυστραλία αλλά και την άλλη αδερφή της Σουλτάνα μοιράζονταν καφέ και βουτήματα.
Οι δυο γυναίκες δεν μπορούσαν να πάρουν τα μάτια τους από τους τρεις αδερφούς που βρίσκονταν για πρώτη φορά ενωμένοι, ενώ τα σχόλια για τα ίδια χαρακτηριστικά τους δεν είχαν τελειωμό.
Όπως εξηγεί όμως ο Peter, σύντομα ήταν γραφτό να καταλάβει πως οι ομοιότητες αυτές στην εξωτερική εμφάνιση ήταν ουσιαστικά το μόνο κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ τους.
«Όσο παραπάνω έμενα στη Φλώρινα και περνούσα χρόνο με τα αδέρφια μου […] τόσο περισσότερα συνειδητοποιούσα πόσα λίγα είχαμε κοινά.
«Οι αδερφοί μου συνήθιζαν να σκοτώνουν όλο τους το μεσημέρι καμιά φορά και το απόγευμα σε κάποιο καφενείο ή μπαρ, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και καταναλώντας ποσότητες καφεΐνης που θα μπορούσαν να αναστήσουν και νεκρούς! Εγώ από την άλλη, μετά από μια ώρα καθισμένος έχανα ενδιαφέρον, ήθελα να κάνω κάτι, να αναπνεύσω καθαρό αέρα […] Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αν ποτέ ερχόντουσαν στην Αυστραλία θα βαριόντουσαν σε σημείο αηδίας […]
Ο Peter αντιλαμβανόταν ότι τα αδέρφια του μεγαλωμένα σε ένα εντελώς διαφορετικό από αυτόν περιβάλλον είχαν μια άλλη στάση ζωής, μια νοοτροπία εκ διαμέτρου αντίθετη από τη δική του.
«Μιλούσαν παθιασμένα, ανοιχτά, ενώ εγώ ήμουν πιο συγκρατημένος με τις απόψεις μου και τα σχόλιά μου […] Ζούσαν για το τώρα, όχι για το αύριο και όταν διαφωνούσαν το έκαναν με όλη τους την ψυχή, έντονα ώσπου άδειαζαν όλες τους τις σκέψεις και μετά επέστρεφαν στην καθημερινή τους ρουτίνα χωρίς ίχνος κακίας».
Ο Peter θυμάται μάλιστα χαρακτηριστικά την ημέρα που έμαθε τον ορισμό του τυπικού ελληνικού πρωινού τελετουργικού: καφές και τσιγάρο.
Ζητώντας δημητριακά για το πρωινό του γεύμα, η απάντηση που έλαβε από τον Γιώργο γελώντας ήταν ότι «αυτό είναι φαγητό που δίνουμε στα μωρά!».
Αναπολώντας την ημέρα της αναχώρησής του από τη Φλώρινα όλες αυτές τις μικρές καθημερινές συνήθειες που τον έκαναν να ξεχωρίζει από τα αδέρφια του, ο Peter συνειδητοποιούσε πόσο ασήμαντες ήταν μπροστά στον ιερό δεσμό αίματος που τους ενώνει.
«Την ημέρα που αποχωρίστηκα τους αδερφούς μου, τους έβλεπα όλο και από πιο μακριά καθώς το λεωφορείο κινούνταν. Αισθανόμουν πως αυτή η εμπειρία είχε εμπλουτίσει τη ζωή μου, το γεγονός ότι είχα δει δύο διαφορετικές εκδοχές του εαυτού μου όπως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί».
Στην πρόσκληση του Γιώργου να επιστρέψει σύντομα, ο Peter απάντησε με ύφος που δήλωνε πως επρόκειτο για κάτι αυτονόητο και φυσικό. «Βέβαια θα επιστρέψω, είσαστε πλέον κομμάτι της ζωής μου, κι εγώ μέρος της δικής σας».
«Πέρα από το δεσμό αίματος, δεν είχαμε πολλά άλλα κοινά. Όμως αυτό ήταν αρκετό. Ήμασταν πλέον οικογένεια».
Πηγή: SBS