Οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες από οικογενειακές και φιλικές συνάξεις, που στόλιζαν μαζί με τα σεμέν, τα τραπεζάκια στην είσοδο και το σαλόνι της οικογένειας Μεγαλούδη, ήταν τα πρώτα αντικείμενα που τράβηξαν την προσοχή μου, όταν μπήκα στο σπίτι τους την περασμένη Τετάρτη.
«Οι περισσότεροι είναι συνάδελφοί τους και φίλοι που δούλευαν μαζί στη Ford» με πληροφόρησε ο γιος τους Μερκούριος, παρατηρώντας τες με την ίδια περιέργεια. Ο Σταύρος και η Ουρανία (Νίτσα) με περίμεναν στην κουζίνα. Εκείνος στο κατώφλι των ενενήντα του (88 και 10 μηνών, όπως με πληροφόρησε ο ίδιος, διορθώνοντας τον γιο του, που τόλμησε να του φορτώσει 2 ακόμα χρόνια στην πλάτη) και εκείνη καμιά δεκαετία και βάλε νεώτερη.
Αρχές της δεκαετίας του ’60 ο κ. Σταύρος (πάνω σειρά, πρώτος από αριστερά) με τους φίλους του, Νικόδημο, Κίμωνα, Τάσο και Σωτήρη στο εργοστάσιο. Ο κ. Σταύρος είναι ο μόνος που βρίσκεται σήμερα εν ζωή
Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, μία αναμνηστική φωτογραφία με δεκάδες εργαζομένους της Ford από τα 25χρονα της πάλαι πότε κραταιής βιομηχανίας της Αυστραλίας, που έβαζε για χρόνια «ψωμί» στο τραπέζι του Σταύρου και της Ουρανίας. Ένας φάκελος με το λογότυπο της Ford, δύο πιθαμές πιο πέρα. Και με το που είπα να σηκώσω τα μάτια μου από τα «κειμήλια» του εργασιακού βίου του Σταύρου και της Νίτσας, είδα και το ολοκαίνουριο Ford αραγμένο στο γκαράζ.
«Είμαι στο σπίτι της Ford» αναλογίστηκα.
ΣΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΗΣ FORD ΓΡΑΦΤΗΚΕ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ
Όταν άρχισε η κουβέντα μας οι μνήμες άρχισαν να πέφτουν βροχή και να μουσκεύουν τα μάτια του Σταύρου και της Νίτσας.
Μετανάστες από την Αίγυπτο και οι δύο έφτασαν στην Αυστραλία την δεκαετία του ’50. Εκείνος «μπήκε» στο εργοστάσιο της Ford την ίδια χρονιά που το εργοστάσιο «μπήκε» στην οικονομία της Αυστραλίας. Ήταν το 1959.
Η αναγνώριση του κ. Σταύρου για την 30χρονη υπηρεσία του στην Ford
Η κ. Νίτσα λίγα χρόνια αργότερα.
Ο κ. Σταύρος, μηχανικός στην μονάδα παραγωγής δούλεψε εκεί 33 χρόνια. Η κ. Νίτσα αρχικά ως εργάτρια και στην συνέχεια ως προϊσταμένη στο τμήμα συσκευασίας ανταλλακτικών, χτυπούσε κάρτα για 22 χρόνια εκεί.
Εκεί έμαθε και ο Μερκούριος ο γιος τους -επαγγελματίας φωτογράφος- σήμερα- πώς βγαίνει ο επιούσιος. «Εργάστηκα στο οικονομικό τμήμα της επιχείρησης» μου είπε προσθέτοντας ότι και ο αδελφός του εργάστηκε για κάποιο φεγγάρι στη Ford.
Ο Μερκούριος Μεγαλούδης
Και πριν καλά-καλά τελειώσει την κουβέντα του ο Μερκούρης, η κ. Νίτσα και ο κ. Σταύρος άρχισαν να αναφέρουν ονόματα λες και διάβαζαν τηλεφωνικό κατάλογο. Ο Γιώργος, ο Νικόδημος, ο Σωτήρης, ο Γιάννης, ο Νίκος, ο γαμπρός του, ο γιος του, ο ξάδελφος του Γιάννη, ο ανιψιός του Τζιμ, ο Κίμωνας, ο Τάσος ο λαδάς και πάει λέγοντας.
«Το 90% των κατοίκων στην περιοχή έχουν εργαστεί στη Ford σε κάποια φάση της ζωής τους ή για όλη τη ζωή τους» είπε ο Μερκούρης και η κ. Νίτσα άρχισε πάλι να λέει ονόματα.
«Στις αρχές οι περισσότεροι μετανάστες που δούλευαν στο εργοστάσιο ήταν Έλληνες και Ιταλοί. Μετά ήρθαν οι Τούρκοι, οι Κινέζοι, οι Βιετναμέζοι» θυμήθηκε ο Σταύρος και καθώς περιέγραφε τις εθνικότητες των εργατικών χεριών που πέρασαν από το εργοστάσιο της Ford ήταν σαν να περιγράφει τη μεταναστευτική ιστορία της Αυστραλίας τα τελευταία 60 χρόνια.
«Το μεροκάματο ήταν καλό, είχαμε και υπερωρίες και επειδή εγώ έκανα και λίγη πλάκα οι προϊστάμενοι με αγαπούσαν και με πρόσεχαν. Ποτέ δεν είχα προβλήματα. Άλλοι είχαν» άρχισε να λέει ο Σταύρος όταν η Νίτσα τον διέκοψε για να του θυμίσει το μπελά που τον βρήκε όταν φίλησε την νοσοκόμα που του εξέταζε την όραση.
«Το θυμάμαι» αναφώνησε ο Σταύρος με εφηβικό ενθουσιασμό. «Είχε έρθει πολύ κοντά μου και νόμισα ότι ήθελε να με φιλήσει. Τόσο κοντά. Ε, τότε τη φίλησα εγώ. Γελάσαμε όλοι, αλλά εγώ κατέληξα στο γραφείο του προσωπάρχη. Μου έκαναν παρατήρηση». Είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια ο Σταύρος, αλλά η Νίτσα δεν συμμεριζόταν το αστείο της υπόθεσης.
«Πήγες να χάσεις τη δουλειά σου με τη βλακεία που έκανες» τον ανέκοψε με σοβαρό ύφος. Όχι μόνο ο τόνος της φωνής της, αλλά και το βλέμμα που έριξε προς τον σύζυγό της δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το ότι το να χάσει κάποιος εργαζόμενος της Ford, την δουλειά του, τότε, ήταν καταστροφική εξέλιξη για την οικογένειά του.
Το 1963 και μετά από τέσσερα μόλις χρόνια εργασίας στη Ford, η οικογένεια Μεγαλούδη απέκτησε ιδιόκτητο σπίτι. Ναι, τότε αυτό ήταν δυνατό να το καταφέρει ένας εργάτης.
«Το χτίσαμε. Ήμουν τολμηρή εγώ. Μου έδωσαν το δάνειο έστω και αν δεν είχαμε πολλές οικονομίες» λέει η κ. Νίτσα, επιβεβαιώνοντας ότι τω καιρώ εκείνω η εργασιακή ασφάλεια που παρείχε η Ford ήταν σοβαρό κριτήριο για τις τράπεζες.
Το οικόπεδο πάνω στο οποίο έχτισαν το «κάστρο» τους ήταν δύο τετράγωνα μακριά από τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της Ford. Και δεν ήταν οι μόνοι μετανάστες που εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά. Δίπλα, παραδίπλα, πιο πάνω, πιο κάτω, απέναντι, ζουν ή ζούσαν, ομογενείς που εργάζονταν στο εργοστάσιο της Ford.
Η βιομηχανία αυτή και το εργατικό της δυναμικό όπως και αυτό της Holden στο Port Melbourne, καθόρισαν την εθνοτική ταυτότητα πολλών προαστίων της Μελβούρνης.
«Όσοι δούλευαν στην Holden στο Port Melbourne εγκαταστάθηκαν σε εκείνη την περιοχή και στα γύρω προάστια. Όσοι δούλευαν στο εργοστάσιο της Ford εγκαταστάθηκαν εδώ γύρω και στα βόρεια προάστια της Μελβούρνης» παρατηρεί ο Μερκούριος και προσθέτει… «τόσο μεγάλη ήταν η κοινωνική και οικονομική επιρροή της αυτοκινητοβιομηχανίας κάποτε».
ΠΑΡΕΑ ΣΕ ΟΛΑ
«Στο τμήμα μου δεν δούλευαν πολλοί Έλληνες, αλλά όταν πηγαίναμε για το μεσημεριανό συναντιόμαστε όλοι στην καντίνα. Τα περνούσαμε καλά εκεί. Λέγαμε αστεία και μοιραζόμαστε πολλά» θυμάται ο κ. Σταύρος που η μνήμη του πέρα από την ιστορία με την νοσοκόμα και την μεγάλη απεργία του 1973 αρνείται να «ταλαιπωρηθεί» με τις δυσκολίες που αυτός και οι συνάδελφοί του αντιμετώπισαν την εποχή που βασίλευε ο ρατσισμός παντού.
«Δεν ήταν όλα ρόδινα. Ήμουν εργατική, αλλά υπήρχαν πολλές δυσκολίες. Μας πίεζαν για περισσότερη δουλειά. Εγώ ήξερα να δουλεύω ακόμα και το forklift και σήκωσα πολλά βάρη στο εργοστάσιο. Γι’ αυτό τώρα υποφέρω από διάφορα» προσθέτει η κ. Νίτσα.
Αυτή άρχισε τη δουλειά της στην Ford αρκετό καιρό μετά τον άντρα της. Δεν είχε καμία σημασία αν ήταν μικρομάνα τότε. Έπρεπε να ξεπληρωθεί το σπίτι που έχτισαν και δεν υπήρχαν περιθώρια.
Η απεργία των εργαζομένων στο εργοστάσιο της Ford, το 1973, έχει μείνει στην ιστορία της Αυστραλίας ως μία από τις πιο σημαντικές στιγμές για τα σωματεία και το εργατικό κίνημα της χώρας.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους χιλιάδες εργαζομένους της Ford να επαναστατήσουν -έμοιαζαν περισσότερο με σκηνές επανάστασης παρά απεργίας οι σκηνές που εξελίχθηκαν εντός και εκτός του εργοστασίου εκείνον τον Ιούνη- ήταν η ρατσιστική αντιμετώπιση των εργατών μεταναστευτικής καταγωγής, οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και οι πιέσεις που δέχονταν για να αυξήσουν την παραγωγή. «Δεν προλαβαίνουμε να πάμε ούτε στην τουαλέτα» έλεγαν στα ΜΜΕ της εποχής κάποιοι εργαζόμενοι.
«Όλοι κατεβήκαμε στους δρόμους. Ήμουν μαζί τους, όλοι είμαστε ενωμένοι. Εγώ μπορεί να δυσκολεύτηκα μόνο με τη γλώσσα στην αρχή, αλλά με βοήθησαν οι συνάδελφοί μου. Έπρεπε να τους βοηθήσω και εγώ. Κάποια άλλα παιδιά που δούλευαν σε άλλα τμήματα δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Τους κυνηγούσαν οι προϊστάμενοι. Το εργοστάσιο έκλεισε και έγιναν ζημιές. Σου είπα ότι η δική μου δουλειά ήταν πιο εύκολη. Εμένα δεν με κυνηγούσαν για παραγωγή. Εγώ έφτιαχνα τις μηχανές» θυμάται ο κ. Σταύρος.
Παρέα στη δουλειά, παρέα στην απεργία, παρέα στη γειτονιά, παρέα και στα γλέντια.
«Πέρα από τους συγγενείς που πολλοί απ’ αυτούς εργάζονταν, επίσης, στη Ford, στις γιορτές, σε γενέθλια ή άλλα γλέντια, το σπίτι μας γέμιζε με τις παρέες των γονιών μου από το εργοστάσιο. Εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε με τα παιδιά των συναδέλφων τους και όταν αργότερα ήμασταν σε ηλικία που μπορούσαμε να εργαστούμε γίναμε συνάδελφοι, γιατί αν η μάνα σου και ο πατέρας σου δούλευε στη Ford ήξερες ότι με το που θα ζητούσες δουλειά εκεί θα στην έδιναν» λέει ο Μερκούριος.
Μου δείχνει τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες με τα μεγάλα χαμόγελα…
Αναμνηστική φωτογραφία για τα 25 χρόνια του εργοστασίου
«Έφυγα μόλις έκλεισα δεκαετία στη Ford. Ένιωθα εγκλωβισμένος στο παρελθόν εκεί. Έβλεπα όμως και ότι η κατάσταση θα έφτανε κάποια στιγμή εδώ που έφτασε. Η Παρασκευή θα είναι μία λυπηρή μέρα. Το εργοστάσιο αυτό στέγασε ελπίδες ανησυχίες, όνειρα, στεναχώριες και χαρές χιλιάδων ανθρώπων. Μας ανέθρεψε. Για την γενιά των γονιών μου και για όλους τους μετανάστες που πέρασαν από εκεί ήταν ο στυλοβάτης της ζωής τους στην Αυστραλία. Ο θεμέλιος λίθος της».