ΕΙΝΑΙ ενδεικτικό του τρόπου που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα σήμερα, το πώς αντέδρασε η δημόσια σφαίρα στην είδηση του θανάτου του πρωτεργάτη της χούντας των συνταγματαρχών, Στυλιανού Παττακού, με ένα είδος πόλωσης που δεν θα περίμενε κανείς να επικρατεί 42 χρόνια μετά την ταπεινωτική κατάρρευση του καθεστώτος.

Ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν έλειψε η γνωστή πλέον επωδός ‘Ψόφος’, εκφρασμένη, όχι φυσικά από την επίσημη Αριστερά, αλλά από πλήθος πολιτών που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί.

Αυτούς ανέλαβαν να νουθετήσουν, πάλι όπως συνηθίζεται τελευταία, οι εκπρόσωποι του ‘κέντρου’, συντασσόμενοι όλο και πιο συχνά με την δεξιά στην Ελλάδα πλέον, κάνοντας έκκληση στα αισθήματα συμπόνιας και ανθρωπιάς για έναν άνθρωπο που πέθανε πολύ γέρος (αν και καταδικασμένος σε ισόβια, ο Παττακός αποφυλακίστηκε το 1990 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, για λόγους ‘ανηκέστου βλάβης’, η οποία ωστόσο δεν τον εμπόδισε να ζήσει 26 ολόκληρα χρόνια και να φτάσει 104 ετών).

Αυτή η πλευρά ήταν που θεώρησε απρέπεια την αναμόχλευση των παλιών παθών και την ανάμνηση της δράσης του Παττακού, λέγοντας περίπου ότι αυτή πρέπει να κρίνεται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που την ευνόησε.

Αυτού του είδους το ‘ξέπλυμα’ βάναυσων πραξικοπηματιών δεν δείχνει μόνο την σύγχυση που επικρατεί στις τάξεις της ‘μετριοπαθούς’ πλευράς του πολιτικού στερεώματος της Ελλάδας, αλλά και της δυναμικής που έχει αποκτήσει πλέον η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας, η ακροδεξιά εγκληματική συμμορία της Χρυσής Αυγής. Προκειμένου να προσεταιριστούν τους ψηφοφόρους της, τα κόμματα δεν διστάζουν συχνά να ενστερνιστούν μέρος της ρητορικής της. Η ακροδεξιά είναι πλέον διάσπαρτη σε όλο το πολιτικό φάσμα: μια μορφή της συγκυβερνά με τον ΣΥΡΙΖΑ, μια άλλη βρίσκεται χρόνια τώρα στους κόλπους της Νέας Δημοκρατίας, άλλες βρίσκονται σε μικρότερα κόμματα, ή κρύβονται συχνά πίσω από προσωπεία ετερόκλητα, όπως του φιλελευθερισμού ή ακόμη και της λεγόμενης ‘σοσιαλιστικής πατριωτικής Αριστεράς’.

Όταν επικρατεί τέτοιου είδους σύγχυση, δεν είναι να απορεί κανείς που η εκδημία του Παττακού υπήρξε αφορμή για να επανέλθει στο προσκήνιο ένας από τους πιο διαδεδομένους μύθους για την Επταετία των Συνταγματαρχών: αυτός που θέλει την Επταετία μία περίοδο οικονομικής άνθισης, έναν μύθο που συνοψίζεται σε έναν αφορισμό που συχνά συναντά κανείς στην χρυσαυγίτικη ρητορική: «Η Χούντα άφησε πίσω της μηδενικό χρέος».

Τίποτα αναληθέστερο αυτού.

Δυστυχώς για τους νοσταλγούς του βάναυσου καθεστώτος, η οικονομία είναι αριθμοί και οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, τα οποία στην συνέχεια επιβεβαίωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 1974 το ελληνικό δημόσιο χρέος είχε φτάσει το 20,4% του ΑΕΠ, ανερχόμενο στα 114 δισ. δραχμές, από 37,8 δισ. που ήταν το 1967, όταν δηλαδή οι Συνταγματάρχες έβαλαν την χώρα ‘στο γύψο’.

Ήδη το 1971, η εφημερίδα ‘Τα Νέα’, η οποία τελούσε υπό καθεστώς λογοκρισίας, όπως όλες οι εφημερίδες, δημοσίευε στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας σχετικά με το δημόσιο χρέος.

∆ΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ΣΕ ∆ΙΣ. ∆ΡΧ.

1958 3,5

1959 8,0

1960 9,7

1961 11,6

1962 13,1

1963 17,6

1964 21,4

1965 25,4

1966 32,0

1967 37,8

1968 45,3

1969 56,7

1970 63,7

Από το 1966, δηλαδή, που το χρέος ήταν 32 δισ., διπλασιάστηκε µέχρι το 1970 στα 63,7 δισ. Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την ‘θεραπεία’ τους, οι δικτάτορες αναγκάστηκαν να προσφύγουν στον εξωτερικό δανεισμό. Σύμφωνα με μελέτες ανεξάρτητων οικονομολόγων, μέσα σε μόλις επτά χρόνια, η Ελλάδα δανείστηκε σχεδόν τα τριπλάσια από όσα είχε δανειστεί στα 150 χρόνια ύπαρξης της ιστορίας της, από τότε δηλαδή που ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος.

Εκτός από το δημόσιο χρέος, επί χούντας γιγαντώθηκε και ο πληθωρισμός, ο οποίος για χρόνια ήταν ο χαμηλότερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Από 2,5% το 1968, ο πληθωρισμός έφτασε το 6,6% το 1972 και προσέγγισε το 40% στις αρχές του 1974. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στην πετρελαϊκή κρίση του 1973, η οποία απέδειξε την πλήρη ανεπάρκεια του καθεστώτος να αντιδράσει, έχοντας επί σειρά ετών επιδοθεί σε μία κακή νομισματική και δημοσιονομική διαχείριση.

Η πλήρης αποτυχία του καθεστώτος φαίνεται στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας και ανάπτυξης. Παρά το γεγονός ότι οι Συνταγματάρχες είχαν την τύχη να αναλάβουν μία οικονομία σε ανάπτυξη (όπως ήταν όλες οι μεταπολεμικές δυτικές οικονομίες), έκαναν μία σειρά καταστροφικών κινήσεων, με σημαντικότερη την διάλυση της αγροτικής οικονομίας, που απασχολούσε το 44% του εργαζόμενου ελληνικού πληθυσμού. Αντί της πενταετούς πρόβλεψης του καθεστώτος για 5,2% πραγματικής ανάπτυξης, η αγροτική οικονομία αναπτύχθηκε κατά μόλις 1,8% στην περίοδο 1967-1974, σε αντίθεση του 4.2% κατά την περίοδο 1963-1966.

Όσο για την βιομηχανία, παρά τις μεγαλοστομίες των συνταγματαρχών, το βάρος των επενδύσεων έπεσε στον τραπεζικό τομέα, ο οποίος χρηματοδοτούσε τις σχετικές επιχειρήσεις με ποσοστό που έφτασε και το 90%, καλώντας το καθεστώς σε εκστρατείες για την αύξηση των καταθέσεων. Ξοδεύοντας λιγότερο για την γεωργία, την βιομηχανία και το εμπόριο, το καθεστώς επικεντρώθηκε σε μη παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και η ανέγερση κατοικίας. Ειδικά στον τελευταίο τομέα, αξιοποιήθηκαν οι πόροι των μεταναστών, μέσω των οι επενδύσεις και η βιομηχανία. Αντί να χτίσουν στην ο καθεστώς το οποίο αύξησε την πίστωση κατά παραπάνω από τρείς φορές από το 1966, ξόδευε λιγότερα (κατά προσέγγιση) για την αγροτική οικονομία, βιομηχανία, μεταλλευτική και εμπόριο απ’ όσο για λιγότερο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας όπως ναυτιλία (μέσω φοροαπαλλαγών και επιχορηγήσεων που οδήγησαν μεν στην ανάπτυξη του κλάδου, με δραματική μείωση των αντίστοιχων κρατικών εσόδων), ο τουρισμός και η οικοδομή. Πράγματι, επί επταετίας, ‘χτίστηκε’ η Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό με χρήματα μεταναστών, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τα κίνητρα για να τοποθετήσουν συνάλλαγμα στην αγορά ακινήτων, με το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα.

Από μία άποψη, η βασική προσφορά της δικτατορίας στην ελληνική οικονομία δεν ήταν άλλη από την γιγάντωση του δημοσίου τομέα, που επισφραγίστηκε με την νομοθέτηση περί μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, δημιουργώντας το θηρίο που για πολλούς ευθύνεται για την τωρινή οικονομική κατάσταση της χώρας.

Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης δεν κατάφεραν να ανακόψουν την καταστροφική πορεία στην οποία είχε μπει η οικονομία της Ελλάδας το 1974, σε μεγάλο ποσοστό δε συνέχισαν πάνω στις ίδιες αστοχίες και τα ίδια εγκληματικά λάθη. Είναι όμως επίσης αλήθεια πως τα περισσότερα για τα οποία επαίρονταν οι πραξικοπηματίες, από τον ρυθμό ανάπτυξης μέχρι τον οικοδομικό οργασμό, είχαν ήδη δρομολογηθεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, επί υπουργίας και μετέπειτα πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή – του ίδιου, δηλαδή, ανθρώπου που ο στρατηγός Γκιζίκης κάλεσε να αναλάβει ξανά τα ηνία της χώρας, όταν το καθεστώς κατέρρεε, έχοντας ανοίξει τον δρόμο για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι νοσταλγοί της χούντας, δεκαετίες μετά, επιμένουν να βρίσκονται σε άρνηση για αυτήν την πράξη προδοσίας. Οπότε, τι ελπίδα υπάρχει να σταματήσουν να διασπείρουν ψεύδη για τις οικονομικές επιδόσεις των ηρώων τους;