Θυμάμαι το αξιόλογο αρχιτεκτονικό κτίριο του σχολείου του χωριού μας το οποίο το είχαν εμπνευστεί οι ίδιοι οι χωρικοί που ήταν και άριστοι κτίστες. Το είχαν κτίσει με μεράκι, με τα ίδια τους τα χέρια. Έδειξαν έτσι όχι μόνο την τέχνη και την επιθυμία τους, να μάθουν τα παιδιά τους τα πρώτα γράμματα σ’ αυτό το ωραίο κτίσμα, αλλά για να έχουν αργότερα την ευκαιρία να σπουδάσουν τα παιδιά τους, δείχνοντας έτσι σεβασμό προς τους προγόνους τους.
Ήταν το 1939 και πριν τις 28 Οκτωβρίου 1940 που είχα την τύχη να είμαι μαθητής του σχολείου και δεν ξεχνώ τον χειμώνα με μισό μέτρο χιόνι που κουβαλούσαμε ο καθένας μας και δυο ξύλα για τη θερμάστρα.
Δυστυχώς, ο πόλεμος γκρέμισε τα όνειρα όλων.
Σήμερα δεν υπάρχει, το αρχιτεκτονικό αυτό κτίριο, γιατί καταστράφηκε στον πόλεμο, υπάρχει όμως στη μνήμη μας και δεν το ξεχνάμε, όπως δεν ξεχνούμε και τον ακούραστο άοκνο τότε σχολικό επιστάτη Αριστείδη. Ο Αριστείδης ήταν αυστηρός, αλλά αυτό για το καλό του σχολείου και του μαθητή. Σήμερα δεν υπάρχει και ο ίδιος γιατί το μεγάλο λάθος ήταν που εκπατρίστηκε ως ανεπιθύμητος για το ελληνικό κράτος (γιατί έτσι το ήθελαν τότε ορισμένοι). Το όνειρό του ήταν τα παιδιά του με τα παιδιά του χωριού να φοιτούσαν στο οκτατάξιο σχολείο Νεστορίου. Ο ίδιος έδειχνε μεγάλο ζήλο για την πρόοδο των παιδιών και του χωριού. Αλλά ο χρόνος που φέρνει μαζί του τη φθορά, το ίδιο έκανε και με τον Αριστείδη. Εδώ και πολλά χρόνια δεν υπάρχει πια ούτε καν η λαλιά του. Υπάρχει όμως ατόφια η λαϊκή λαλιά που έχει αφήσει πίσω του και με αυτήν ζει και σήμερα, γιατί κράτησε σε όλη του την ζωή την ελληνική του ταυτότητα.
Ο Αριστείδης, λοιπόν, μας έχει αφήσει ζωντανή την κουλτούρα που εμείς, οι μεταπολεμικές γενιές, δεν ζήσαμε, φέρνοντάς μας πολύ πίσω με τις διηγήσεις του, για το πώς γινόταν ο αρραβώνας και ο γάμος στο χωριό.
Στα παλιά χρόνια δεν ρωτούσαν το αγόρι ποιο κορίτσι αγαπά. Έπρεπε να του το βρουν ο πατέρας, η μητέρα και οι άλλοι συγγενείς του. Το ίδιο και για το κορίτσι.
Όταν γίνεται το αρραβώνιασμα 7-21 άτομα, συγγενείς του αγοριού πηγαίνουν στο κορίτσι. Εκεί είναι μαζεμένοι συγγενείς του κοριτσιού. Χαιρετιούνται. Σε λίγο βγαίνει το κορίτσι και κερνάει όλους τους συμπεθέρους. Μετά τους δωρίζει μάλλινα πλεκτά τσοράπια και οι συμπέθεροι της δωρίζουν χρήματα όσα θέλει ο καθένας. Ο συμπέθερος από τη μεριά του αγοριού, της δωρίζει μία τούρκικη λίρα. Στα τσοράπια του γαμπρού βάζουν και βασιλικό. Ύστερα, σηκώνονται και φεύγουν. Πηγαίνουν στο σπίτι του παλικαριού και διασκεδάζουν. Την επόμενη Κυριακή συγγενείς από την πλευρά του γαμπρού πήγαιναν από ένα δώρο στο κορίτσι.
Το πότε θα γινόταν ο γάμος το αποφάσιζαν οι συμπέθεροι. Την βδομάδα που θα γινόταν, ο γαμπρός πήγαινε να αγοράσει τα νυφικά της νύφης. Την Τετάρτη ζύμωναν μεγάλες κουλούρες για να καλέσουν τους παρακούμπαρους, μαγείρισσες και τον κουμπάρο. Την Πέμπτη μια νεαρή νύφη με τον τορβά, τις κουλούρες και την τσότρα με κρασί πήγαινε να καλέσει όλους τους παρακουμπάρους, κουμπάρους και μαγείρους. Την Παρασκευή ζύμωναν μικρές κουλούρες και από τις δύο μεριές και το Σάββατο καλούσαν όλο το χωριό. Όταν ζύμωναν τις κουλούρες τραγουδούσαν. «Κουλούρες, ζυμώνονται, μάλε κουλούρες ζυμώνονται/ Για ποιον ζυμώνονται, μάλε, για ποιον ζυμώνονται,/ Για τον γαμπρό, για την νύφη, για να καλέσουν όλους τους συγγενείς».
Την Κυριακή το πρωί, τρία κορίτσια με τους παρακουμπάρους και τα όργανα, κουβαλούσαν τα νυφικά. Ο πεθερός για να πάρει την προίκα, έβαζε πάνω στο σεντούκι μια λίρα που την έπαιρναν οι συγγενείς της νύφης. Φόρτωναν τα προικιά στα άλογα και πάνω στα φορτωμένα έβαζαν ένα μικρό παλικαράκι. Προτού κινήσουν για την νύφη ο κουμπάρος ξύριζε το γαμπρό. Την ώρα που τον ξυρίζει λένε το τραγούδι «Κουμπάρε, μάλε, κουμπάρε/ ξύριζε ωραία το γαμπρό/ θα πάει να πάρει νύφη/».
Η μητέρα του γαμπρού του δώριζε μια πετσέτα. Ντυνόταν ο γαμπρός με τα γαμπριάτικα και τραβούσε για την νύφη. Τα όργανα έπαιζαν και όλοι τραγουδούσαν. Μόλις έφταναν στη νύφη, κερνούσαν τον γαμπρό και χωρίς να καταλάβει ο γαμπρός του έδιναν ένα χαστούκι. Μετά ένα μικρό παλικαράκι οδηγούσε τη νύφη με ένα μαντήλι, στον γαμπρό για να του φιλήσει το χέρι. Η νύφη του φιλούσε το χέρι κι αυτός την χτυπούσε στις πλάτες. Εκεί έλεγαν το τραγούδι της νύφης: «Χωρίσου κοπέλα/ από μάνα, από πατέρα/ από αδέλφια, από αδελφές/ Μη λυπάσαι μαμά/ μη λυπάσαι μπαμπά/ γράψε την κόρη σου/ κοντά στο σκαφίδι».
Ύστερα ξεκινούσαν για την εκκλησιά. Την ώρα του στεφανώματος φιλούσαν τα στέφανα και εύχονταν «να μας προκόψουν!» «Να ασπρίσουν!», ενώ οι νέοι από πάνω έριχναν καραμέλες και ρύζι. Και έτσι τελείωνε το στεφάνωμα. Όταν έφευγαν έλεγαν το τραγούδι «Χαίρε μητέρα/ ο γιος σου έρχεται/ πουκάμισο σου φέρνει».
Όταν έφταναν στην πόρτα του γαμπρού, του έφερναν ένα μικρό παιδί, που του έδινε ένα μήλο και το φιλούσε. Ύστερα ο αδελφός του γαμπρού έπαιρνε απ’ το χέρι τη νύφη, την ανέβαζε στα σκαλοπάτια, την πήγαινε στο σκαφίδι και της έλεγε το τραγούδι «Είδε νύφη το σκαφίδι, τρόμαξε/ Το σκαφίδι βρίσκεται κοντά στα χέρια της/ Κοντά στα χέρια, κοντά στις πλάτες της».
Η δε κουμπάρα πιανόταν στο χορό και όλοι έλεγαν μαζί με τους νέους το τραγούδι «Για ποιον είναι πιασμένη/ για κείνον είσαι δοσμένη».