Όσοι τον έζησαν και τον είδαν να παίζει μπάλα, αποκλείεται να τον έχουν ξεχάσει. Και ας έχουν περάσει 25 χρόνια από εκείνο τον Νοέμβριο του ’91, που εντελώς απρόσμενα και άδοξα σταμάτησε την καριέρα του. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια από εκείνο το ραντεβού που όμοιο του δεν είχε ζήσει ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο παντοδύναμος τότε πρόεδρος του Παναθηναϊκού.
Ο Πάρης Γεωργακόπουλος έχει μείνει στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως ο μοναδικός παίκτης έως τότε, που αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή του σε συμβόλαιο που του πρότεινε ο Βαρδινογιάννης.
Ο μοναδικός που σε ηλικία 26 ετών σταμάτησε το ποδόσφαιρο, πάνω στην ακμή του. Είχε καθιερωθεί στην ενδεκάδα του τριφυλλιού, μετά από πολλές δυσκολίες, φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής, ήταν το «δέκα το καλό» του αθηναϊκού ποδοσφαίρου, καθώς στη Θεσσαλονίκη κυριαρχούσε ο Χατζηπαναγής, με εκπληκτικό αριστερό πόδι. Παίκτης δαντελένιος, με μπαλιά διαβήτη, άλλης εποχής σίγουρα και με αρχές που δεν συμβάδιζαν με το χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Παιδί αστικής οικογένειας της Πάτρας, γιος δικαστικού, με ταλέντο στο ποδόσφαιρο, ξεκίνησε κρυφά στις ακαδημίες της Παναχαϊκής και τη συνέχεια την γνωρίζουμε. Από την Παναχαϊκή στον Παναθηναϊκό και μετά πάλι πίσω στην Πάτρα για να τελειώσει τις σπουδές του ως Πολιτικός Μηχανικός. Αυτό που πάντα ήθελε και έπρεπε να κάνει. Κρατήστε τη λέξη – έπρεπε.
Κάποιοι τον είπαν αγύριστο κεφάλι, πιστεύουν ότι έκανε λάθος που δεν δέχτηκε την πρόταση του Παναθηναϊκού. «Δεν τα βρήκαμε ούτε στη διάρκεια του συμβολαίου ούτε στα χρήματα. Αν υπέγραφα δεν θα ήμουν εντάξει με τον εαυτό μου» λέει σήμερα.
Το Νοέμβριο του 1991 που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης τον κάλεσε στο γραφείο του, ο Γεωργακόπουλος είχε συμπληρώσει 75 συμμετοχές με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, είχε σκοράρει 12 φορές, είχε δώσει αμέτρητες ασίστ και ήταν ήδη διεθνής, δύο φορές πρωταθλητής και τρεις φορές κυπελλούχος Ελλάδας.
Ιδιαίτερη περίπτωση. Μιλάει κοφτά, καθαρά, με σωστά Ελληνικά, χωρίς γιρλάντες και στόχο να ωραιοποιήσει καταστάσεις.
Κακώς τον θυμόμαστε περισσότερο για την ιστορία με την ανανέωση του συμβολαίου του. Πρέπει να τον θυμόμαστε πιο πολύ για το σπάνιο ποδοσφαιρικό χάρισμα που του έδωσε ο Θεός. Μπαλαδόρος μιας άλλης εποχής, από εκείνους που λείπουν πια από τα γήπεδα, που άξιζε ο κόσμος να πληρώνει εισιτήριο για να βλέπει.
ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΝΑ ΠΑΙΖΩ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΡΥΦΑ
«Όταν ήμουν παιδί αυτό ήθελα να κάνω, μόνο να παίζω μπάλα. Όπως όλα τα παιδιά, με ό,τι είδους μπάλα βρίσκαμε τότε, όλη μέρα πηγαίναμε για ποδόσφαιρο. Κάπου εκεί στη δεκαετία του ’70, πήγα στην Παναχαϊκή, στα τσικό της ομάδας, με είδε ένας προπονητής που είχε βγάλει πολλά μεγάλα ονόματα, όπως τον Δαβουρλή, τον Στραβοπόδη και με πήρε μαζί του. Πήγα, φυσικά κρυφά από τους δικούς μου, μόλις 12 ετών, το 1977…»
Γιατί κρυφά, θα αναρωτηθεί κανείς.
«Γιατί η οικογένεια μου δεν ήθελε εκείνα τα χρόνια να παίξει το παιδί τους ποδόσφαιρο, άλλα όνειρα είχαν για εμένα. Μια μεσοαστική οικογένεια, ο πατέρας μου δικαστικός, μια κανονική οικογένεια. Βέβαια, ο πατέρας μου αν και πάντα παρακολουθούσε ποδόσφαιρο ως φίλαθλος, δεν είχε ως στόχο, ως όνειρο να γίνω ποδοσφαιριστής. Μία μέρα αυτός ο προπονητής που σου έλεγα, μου ζήτησε ένα χαρτί από τους γονείς μου, που να μου επιτρέπει να πηγαίνω στις προπονήσεις της Παναχαϊκής. Ήμουν μόνο 12 ετών, δεν γινόταν διαφορετικά.
Εξαφανίστηκα, όπως καταλαβαίνεις. Και μετά από ένα μήνα ο τότε πρόεδρος της Ερασιτεχνικής Παναχαϊκής, έπιασε τον πατέρα μου που τον ήξερε από τα δικαστήρια και του είπε «ο γιος σου είναι καλός, έχει ταλέντο, δώστου την έγκριση να έρχεται να παίζει σε εμάς, το θέλει πολύ και εκείνος».
Με τα πολλά ο πατέρας μου συναίνεσε, αφού βέβαια πρώτα με μάλωσε που του το είχα κρύψει. Μετά στα 16 μου, το 1981, πέρασα στην πρώτη ομάδα, όταν πήγαινα Δευτέρα Λυκείου. Τότε τόσο πιτσιρικάδες τι ταλέντο να καταλάβουμε; Εμείς θέλαμε να παίζουμε μπάλα. Τίποτα άλλο. Οκ, έβλεπα ότι έκανα κάποια πράγματα που τα άλλα παιδιά δεν μπορούσαν να τα κάνουν, δεν ήμουν κουτός, αλλά ως εκεί. Η σκέψη μου δεν πήγαινε μακρύτερα».
Ακόμη και για εκείνη την πιο αθώα και ίσως απλή εποχή, ήταν πολύ δύσκολο να συνδυάσεις ποδόσφαιρο και σχολείο, σπουδές, μαθήματα τέλος πάντων. «Εγώ τότε είχα την καθημερινότητα ενός παιδιού της Δευτέρας Λυκείου. Το πρωί σχολείο, μετά προπόνηση, μετά διάβασμα. Τα Σαββατοκύριακα διάβασμα από νωρίς το πρωί, έτσι ώστε μετά να με αφήσουν να πάω να παίξω μπάλα και μετά να γυρίσω να ξεκουραστώ. Οπότε δεν έκανα μεγάλα όνειρα. Απλώς περνούσαν οι μέρες. Όταν είσαι μικρός, κάνεις αυτό που θέλεις για εσένα και κάνεις και αυτό που πρέπει για τους άλλους. Δηλαδή, αφού με άφησαν οι δικοί μου να παίξω μπάλα τόσο συστηματικά σε ομάδα, πρέπει και εγώ να τους ικανοποιήσω σε άλλους τομείς. Βέβαια, όταν πήγα στον Παναθηναϊκό σταμάτησα τις σπουδές μου, καθώς δε γινόταν. Στην Παναχαϊκή ήταν πιο εφικτό, γιατί δεν παίζαμε Ευρώπη, είχαμε μία προπόνηση τη μέρα και αγώνα την Κυριακή. Στον Παναθηναϊκό, με Ευρώπη, πορείες και απαιτήσεις διαφορετικές δεν γινόταν.
Στην Παναχαϊκή από το 1982 που ανέβηκα στην πρώτη ομάδα έως το 1985, είχα την τύχη να με προσέξει και να με συμβουλεύει ο Κώστας Δαβουρλής. Ένας μύθος της ομάδας και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ήταν και πολύ καλός χαρακτήρας. Ο Δαβουρλής, λοιπόν, έβλεπε σε μένα πολλά πράγματα και είχε αρχίσει να μου περιγράφει την καριέρα που θα μπορούσα να κάνω. Εκεί κάπου άρχισα και εγώ να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να κάνω το βήμα παραπάνω. Όταν ο Δαβουρλής σου λέει ότι «εσύ μικρέ, έχεις ταλέντο να παίξεις σε ομάδα του εξωτερικού», τότε και εσύ λες μέσα σου πως κάτι θα κάνουμε στο χώρο».
ΑΝ ΜΕΤΡΟΥΣΑΝ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ, ΘΑ ΠΗΓΑΙΝΑ ΣΤΗΝ ΑΕΚ
Να φτάσουμε και στη μεταγραφή. Έτος 1986, σε ηλικία 21 ετών. Γιατί επέλεξε τον Παναθηναϊκό; Είχε ακουστεί ότι τον ήθελαν και οι τρεις μεγάλοι του κέντρου.
«Κατ’ αρχάς ήμουν Παναθηναϊκός, αν και ο μπαμπάς Ολυμπιακός. Βέβαια, δεν ήταν αυτός ο σημαντικότερος λόγος, αλλά έπαιξε κάποιο ρόλο. Η μεταγραφή ήρθε το 1986, όταν εγώ ήμουν 20-21 ετών. Πρώτα με ζήτησε ο Ολυμπιακός, μετά η ΑΕΚ και μετά ο Παναθηναϊκός.
Ο Νταϊφάς με ήθελε και μου το είπε ξεκάθαρα, όμως μου τόνισε ότι δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να δώσει τα χρήματα που ζητούσε η Παναχαϊκή. Η αλήθεια είναι ότι η ομάδα μου ζητούσε αρκετά χρήματα για να με δώσει – και καλά έκανε φυσικά, για το δικό της συμφέρον. Η ΑΕΚ έδινε περισσότερα χρήματα, όμως εκείνη την εποχή ο Παναθηναϊκός ήταν η πιο δυνατή ομάδα. Ε, ήμουν και εγώ Παναθηναϊκός και πήρα τελικά μία, μάλλον, εύκολη απόφαση. Φαίνεται ότι υποσυνείδητα αυτό ήθελα εξαρχής και αυτό έκανα. Δεν μέτρησαν τα χρήματα. Αν ήταν έτσι, θα πήγαινα στην ΑΕΚ».
Παρ’ ότι σου δίνει την εντύπωση του ανθρώπου που δεν μετανιώνει για τις επιλογές του, η ερώτηση ήρθε αβίαστα. Αν γύριζε το χρόνο πίσω, θα έκανε άλλη επιλογή; «Όχι και πάλι στον Παναθηναϊκό θα πήγαινα, γιατί εκείνη την εποχή ήταν η πιο δυνατή και η πιο δύσκολη ομάδα να πας. Είχε μεγάλα ονόματα, είχε πρεστίζ. Τα μεγάλα ονόματα του Παναθηναϊκού δεν με φόβισαν ποτέ. Γιατί πλέον είχα μεγαλώσει και είχα καταλάβει πέντε πράγματα για τον εαυτό μου. Απέκτησα αυτοπεποίθηση στα 20 μου. Πίστευα ότι θα τα καταφέρω».
Ο 20χρονος Γεωργακόπουλος δεν βρήκε τα πράγματα όπως τα περίμενε στη μεγάλη ομάδα. Πάγκος, εξέδρα, διαφορετικό κλίμα από την ομάδα της γειτονιάς που είχε συνηθίσει και, τελικά, πριν τη μεγάλη απόφαση του 1991, που σταμάτησε οριστικά το ποδόσφαιρο, έκανε μία παρένθεση, προάγγελος ίσως του τι θα ακολουθούσε. Για έξι μήνες το 1988 ένιωσε άβολα με τον Μπένγκτσον και αποφάσισε να κάνει μία παύση. Έφυγε από την ομάδα και γύρισε στα πάτρια εδάφη για να τα βρει με τον εαυτό του και να γυρίσει πιο δυνατός.
«Τα πρώτα δύο χρόνια ταλαιπωρήθηκα. Δεν έπαιζα πολύ. Εγώ πιστεύω ότι δεν είχα ξεχάσει τη μπάλα που έπαιζα στην Παναχαϊκή, όμως οι προπονητές δεν με έβαζαν στον Παναθηναϊκό. Και κάποια στιγμή για ένα εξάμηνο σταμάτησα. Έφυγα, δεν ήθελα άλλο να παίξω μπάλα. Είχα περάσει το μήνυμα από τότε, ότι κάποια πράγματα δεν τα ανέχομαι. Έφυγα Ιούνιο, γύρισα Δεκέμβριο και με προπόνηση 25 ημερών μπήκα στην ενδεκάδα και δεν βγήκα ποτέ ξανά. Με βοήθησε το γεγονός ότι ήμουν πιο εγκεφαλικός παίκτης, δεν στηριζόμουν σε σωματικά προσόντα».
ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΦΕΥΓΩ, ΔΕΝ ΒΓΑΖΩ ΑΚΡΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗ
Τι είχε γίνει και πήρε μία τόσο ακραία απόφαση στα 22-23 του; «Είχα ένα θέμα με τον Μπένγκτσον. Είχε έρθει στον Παναθηναϊκό, Βορειοευρωπαίος, κάπως απόμακρος, με άλλη νοοτροπία. Στην αρχή έδειχνε ότι θα με χρησιμοποιούσε ως βασικό, είχαμε μιλήσει και είχαμε συμφωνήσει σε κάποια πράγματα, τελικά με άφηνε στον πάγκο, αναίτια, κατά τη γνώμη μου. Είχαμε και κάποιες κόντρες όχι για αγωνιστικούς λόγους, αλλά πάνω σε θέματα νοοτροπίας και δεν κολλούσαμε.
Είπα στον Βαρδινογιάννη ότι θα φύγω, δεν βγάζω άκρη με τον προπονητή, λέμε κάτι και το αναιρεί, καλό θα είναι για όλους μας να απομακρυνθώ λίγο. Τελικά, γύρισα στην ομάδα λίγο πριν φύγει ο Μπένγκτσον, ο οποίος παραδέχθηκε το λάθος του με μένα και με έβαλε στην ενδεκάδα. Ακόμη και μετά που έφυγε, εγώ παρέμεινα στους βασικούς έως το 1991. Μάλιστα, όταν τον συνάντησα μετά που παίξαμε με την Γκέτεμποργκ, ήρθε στο δωμάτιό να μου μιλήσει, πολύ φιλικά».
Ζόρικος τύπος ο Πατρινός, θα σκεφτείτε.
«Όχι, καθόλου, απλώς όταν λέμε κάτι θέλω να το εννοούμε κιόλας. Και, επίσης, όταν κάτι δεν μου φαίνεται λογικό, αντιδρώ, το δείχνω. Για να καταλάβεις, πάντως, ότι το 1991 δεν πήρα μία απόφαση εν θερμώ, εγώ είχα δείξει το πώς σκέφτομαι. Όλα τα πράγματα έχουν ένα τίμημα».
ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΟΤΑΝ ΚΕΡΔΙΣΑ ΑΥΤΌ ΠΟΥ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ
Με τα πολλά, με τα πήγαινε-έλα, με εντάσεις και ενστάσεις, ο Πάρης Γεωργακόπουλος καθιερώθηκε στον Παναθηναϊκό. Δεκάρι από τα λίγα, με αριστερό πόδι-κέντημα.
«Αυτά τα χρόνια, περίπου 2,5 ως το 1991 που σταμάτησα, ήταν τα καλύτερα της ποδοσφαιρικής μου ζωής. Έπαιζα απελευθερωμένος, με σιγουριά, βρήκαμε τρομερή χημεία ως ομάδα, πήραμε τίτλους, νομίζω παρουσιάσαμε ωραίο ποδόσφαιρο στον κόσμο. Και αν κάτι μέσα μου παραμένει ως «αγκάθι», είναι πως εγώ σταμάτησα όταν πια είχα κερδίσει αυτό που όλοι επιθυμούν. Την αναγνώριση και αποδοχή από τον κόσμο, τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους».
Τον χαρακτήρισαν κλειστό ως χαρακτήρα. Δεν το αρνείται. «Επαφές δεν είχα πολλές με τους συμπαίκτες μου. Με 2-3 το πολύ (σ.σ.: Με τον Σαραβάκο έκανε πολύ παρέα, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής). Γενικά, όμως, δεν είχα και προστριβές. Έκανα τη δουλειά μου και έφευγα. Με τους προπονητές είχα θέματα» (γέλια).
Στον Παναθηναϊκό γνώρισε πολλούς προπονητές. Από τον Δανιήλ και τον Μπένγκτσον, μέχρι τον Μπόνεφ και τον Ίβιτς. Για τον τελευταίο το στόμα του στάζει μέλι και ας τον έζησε μόλις 3 μήνες. «Ο Ίβιτς ήταν το κάτι άλλο. Ο καλύτερος που συνάντησα. Μου είχε μιλήσει πολύ στην αρχή της συνεργασίας μου και ήταν ο λόγος που δούλεψα παραπάνω εκείνη τη χρονιά, για να φτάσω εκεί που πίστευε εκείνος. Με πίστεψε πολύ ο Ίβιτς. Ήταν τιμή για μένα, καθώς μιλάμε για τεράστια προσωπικότητα. Ο προπονητής δεν είναι μόνο τα συστήματα και η τακτική, αλλά να κρατάει τις ισορροπίες μέσα στην ομάδα, να εξηγεί σε εκείνους που δεν παίζουν το γιατί συμβαίνει αυτό, να είναι δίκαιος. Πρέπει, επίσης, να παίρνει πάνω του και την ευθύνη της ήττας, να τραβάει εκείνος όλους τους κραδασμούς. Να μιλάει σωστά στον παίκτη, να τον ανεβάζει».
ΔΕΝ ΤΑ ΒΡΙΣΚΑΜΕ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ ΣΤΑ 29
Το κεφάλαιο Βαρδινογιάννης δεν θα μπορούσε να λείψει από την κουβέντα μας. Πώς ήταν, άραγε, η σχέση των δυο τους;
«Μια χαρά ήταν. Θα έλεγα πολύ καλή, πιστεύω ότι με συμπαθούσε αρκετά. Όμως παρ’ ότι του άρεσαν οι ντόμπροι άνθρωποι, δεν του άρεσαν ιδιαίτερα όταν είχαν να κάνουν με εκείνον. Με καταλαβαίνεις ελπίζω».
Τελικά, τι έγινε σε εκείνο το ραντεβού και τα έσπασαν; Χρήματα, διάρκεια συμβολαίου τα αγκάθια. Ειπώθηκαν βαριές κουβέντες; Μίλησαν ποτέ ξανά οι δυο τους; Τα εξηγεί όλα. «Νομίζω ότι ποδοσφαιρικά η πρόταση του με μείωσε. Να σου θυμίσω ότι το 1991 ο Ολυμπιακός του Κόκκαλη με πρόεδρο ακόμη τον Νταϊφά, είχε κάνει πρόταση στον Παναθηναϊκό για να με πάρει. Έδινε τότε 150 εκατομμύρια δραχμές. Και, φυσικά, ο Βαρδινογιάννης είχε απαντήσει αρνητικά. Δεν πιστεύω ότι ήθελε να με μειώσει, ήθελε να με κρατήσει, απλώς επιχειρηματικά το είδε με το δικό του τρόπο τότε. Αφού εγώ δεν μπορούσα να πάω σε άλλη ομάδα, χωρίς τη δική του συναίνεση, έπαιξε αυτό το χαρτί. Δηλαδή εγώ ζητούσα περισσότερα χρήματα από όσα μου έδινε και ήθελα τριετές συμβόλαιο, ενώ ο Βαρδινογιάννης μου προσέφερε πενταετές.
Να σημειώσω ότι εγώ δεν είχα μιλήσει με καμία ομάδα, γιατί ήθελα να μείνω στον Παναθηναϊκό. Ο Βαρδινογιάννης μου είπε «σε όλους κάνω πενταετές, εσύ γιατί να είσαι η εξαίρεση»; Του εξήγησα πως είχα στόχο να σταματήσω τη μπάλα στα 29 και να συνεχίσω τις σπουδές μου».
Σοκ. Αυτό ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας. Πιο πολύ και από τα χρήματα ο 26χρονος τότε Πάρης, ήθελε να τα βρουν στη χρονική διάρκεια του συμβολαίου, γιατί είχε βάλει όριο ποδοσφαιρικής καριέρας τα 29 χρόνια.
«Και επειδή αυτό θα ήταν το τελευταίο μου συμβόλαιο, ήθελα να αμειφθώ και αναλόγως, βάση της αξίας μου, όπως πίστευα εγώ τουλάχιστον. Και τώρα θα σου πω και κάτι, που ίσως σου φανεί παράξενο. Προτίμησα να σταματήσω τελείως, παρά να βάλω την υπογραφή μου σε ένα συμβόλαιο που δε θα με ικανοποιούσε, γιατί θεώρησα πως δεν θα ήμουν αυτός που πρέπει. Ότι ως παίκτης δε θα απέδιδα αυτό που μπορούσα, αν υπέγραφα κάτι που δε με κάλυπτε».
ΘΑ ΗΤΑΝ ΩΡΑΙΟ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΜΕ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ Ο ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΔΩ ΛΕΜΕ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Ο παίκτης με το χαρισματικό αριστερό πόδι και τότε, αλλά και σήμερα, δεν εκφράζεται με αρνητικό τρόπο για τον Βαρδινογιάννη.
«Κατ’ αρχάς, να σου πω ότι και τότε, αλλά και τώρα εγώ δεν χρησιμοποίησα άσχημα λόγια για την οικογένεια Βαρδινογιάννη. Δεν έχω προσωπικά με κανέναν. Μιλάμε για έναν πρόεδρο, μία οικογένεια που ανέβασε το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου, έφτιαξε μία πολύ δυνατή ομάδα σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, θεώρησα και θεωρώ ακόμη, πως σε εκείνο το ραντεβού πήγαμε να κάνουμε μία επαγγελματική κουβέντα, ένα συμβόλαιο. Δεν έχω στο μυαλό μου ότι ο πρόεδρος πήγε να μου κάνει κακό. Και το πιστεύω, πως δεν ήθελε να μου κάνει κακό. Άλλωστε, μετά μιλούσαμε 2,5 χρόνια γα να γυρίσω στον Παναθηναϊκό».
Νέο σοκ. Δηλαδή; Ο «Καπετάνιος» με παίκτη που του πέταξε ένα συμβόλαιο και έφυγε, είχε επικοινωνία για να τον φέρει ξανά πίσω; «Ναι, μετά από εκείνη τη μέρα, εγώ είχα έρθει αρκετές φορές στην Αθήνα, μέσα σε 2,5 χρόνια όλο αυτό, με σκοπό να βρούμε τη χρυσή τομή και να συνεχίσω στην ομάδα. Από το 1991 έως το 1993 ήμασταν σε διαρκή επαφή. Αλλά δεν τα βρίσκαμε στα ίδια θέματα».
«Είναι ωραίο να πω ότι με κατέστρεψε ο Βαρδινογιάννης, ένας τόσο ισχυρός παράγοντας, θα ήταν ωραίο για τον κόσμο να διαβάσει κάτι τέτοιο. Μόνο που εδώ λέμε αλήθειες. Δεν ισχύει. Γι’ αυτό και δεν βγήκα να πω τίποτα τότε και γενικά μίλησα ελάχιστα από το 1991 έως και σήμερα. Μιλήσαμε, δεν συμφωνήσαμε, τι άλλο παραπάνω έχει; Πάντως την ευθύνη δεν τη φέρω εγώ για ότι έγινε. Την έχει ο ισχυρός. Ο ισχυρός ήταν ο πρόεδρος προφανώς. Εγώ μοναδικά όπλα είχα τα ποδοσφαιρικά μου προσόντα».
ΓΡΑΦΤΗΚΑΝ… ΤΕΡΑΤΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Γράφτηκαν τέρατα για εκείνο το ραντεβού. Από το πιο απλό ότι «Ρε Πάρη, δες τι παίρνει ο Βαζέχα, εσύ τι μου ζητάς»; Μέχρι ότι αντάλλαξαν βαριές κουβέντες.
«Όχι δεν ισχύει τίποτα από τα δύο. Ποτέ δε μου είπε κάτι μειωτικό. Με σεβάστηκε απόλυτα από την πρώτη μέρα έως την τελευταία. Εμένα δεν μου μίλησε άσχημα ποτέ ο Πρόεδρος και γενικά κανείς από την οικογένεια. Ποτέ δεν μου φώναξαν, ποτέ δε μου σήκωσαν φωνή και φυσικά ποτέ δε με έβρισαν. Ποτέ και οφείλω να το πω δημόσια. Πρέπει να λέμε αλήθειες. Απλώς, λέω ότι η ευθύνη ήταν δική του, διότι εκείνος είχε τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα. Εκείνος ήταν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και εγώ ο Πάρης Γεωργακόπουλος από την Πάτρα. Ήθελα στα 29 να τελειώσω με το ποδόσφαιρο, έπαιζα από παιδί. Το αρνήθηκε».
Πώς τελείωσε το ραντεβού;
«Του είπα, πρόεδρε ξέρω ότι δεν μπορώ να πάω σε άλλη ομάδα, αλλά μπορώ να πάω σπίτι μου. Όπως και έγινε. Μάλισταν Κυριακή είχε τελειώσει το συμβόλαιό μου και Τρίτη νομίζω πηγαίναμε ταξίδι στο Μπριζ. Και τον πήρα τηλέφωνο να τον ενημερώσω ότι το συμβόλαιό μου έληξε και δεν θα συμμετάσχω στην αποστολή».
Οι δικοί του άνθρωποι αν και αρχικά δεν ήθελαν να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, το 1991 στεναχωρήθηκαν.
«Λογικό είναι. Ήθελαν να συνεχίσω, μου το είπαν, επέμειναν. Τις αποφάσεις αυτές όμως τις παίρνεις μόνος σου. Και ζεις με αυτές».
ΕΊΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΠΟΥ ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΒΡΙΖΟΥΝ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΟΥ ΑΠΛΩΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ
Για πολλούς που τον έζησαν στα ντουζένια του, ο Πάρης δεν ταίριαξε με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και τη νοοτροπία του κόσμου. Ζούσε στην εποχή της αθωότητας στην Πάτρα και εκεί ήθελε να παραμείνει.
«Όσο ήμουν στην Παναχαϊκή, το ποδόσφαιρο ήταν διασκέδαση για μένα. Μετά έγινε επάγγελμα. Έφυγα από την εποχή της αθωότητας. Πρέπει να καταλάβει και ο κόσμος ότι στις επαγγελματικές ομάδες δεν παίζουμε, δουλεύουμε. Έχει μεγάλη διαφορά. Εμένα μου μοιάζει περίεργο που οι οπαδοί βρίζουν έναν άνθρωπο που απλώς θέλει να κάνει καλά τη δουλειά του. Αλήθεια στο λέω. Δηλαδή χάνει κάποιος ένα πέναλτι, χάνει χρήματα εκείνος και άλλοι δέκα στην ομάδα και τον βρίζουν και από πάνω.
Σήμερα δεν βλέπει και τόσο το ελληνικό πρωτάθλημα. Μόνο τα ματς των μεγάλων ομάδων και αυτά όχι πάντα, αν κατάλαβα καλά.
«Σήμερα το ποδόσφαιρο είναι διαφορετικό, σίγουρα. Τότε έρχονταν παίκτες από το εξωτερικό που έκαναν τη διαφορά. Ζάετς, Ντέταρι. Μεγάλες προσωπικότητες. Τώρα δεν νομίζω ότι βλέπουμε κάτι ανάλογο, με ελάχιστες εξαιρέσεις».
Το 2008 εμφανίστηκε ξανά σε μία προσπάθεια να αναλάβει με τον συνδυασμό του την προεδρία της ΕΠΟ.
«Προσπάθησα να φέρω μία διαφορετική πρόταση στον χώρο, μία καθαρή πρόταση για να αναβαθμίσουμε το άθλημα. Φάνηκε ότι δεν το ήθελε ο χώρος αυτό. Δεν ξέρω αν ακόμη και το σημερινό ποδόσφαιρο, οκτώ χρόνια μετά, θέλει καθαρές απόψεις και φωνές. Είναι λίγο μπερδεμένα τα πράγματα».
Αποσύρθηκε πριν τις εκλογές του 2008, στις οποίες σάρωσε η παράταξη του Γκαγκάτση.
Σήμερα θα ασχολιόταν ξανά με το άθλημα;
«Μου αρέσει η προσπάθεια του Κώστα Κατσουράνη εδώ στην Παναχαϊκή. Μου μοιάζει καθαρή και μοντέρνα πρόταση. Δεν ξέρω τι οικονομικές δυνατότητες υπάρχουν, αλλά δείχνει ότι βαδίζει σε καλό δρόμο. Αν με ήθελαν αρωγό σε μία τέτοια προσπάθεια, εγώ θα είχα τη διάθεση να βοηθήσω όπως μπορώ, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Μοιάζει με κίνηση που μπορεί να προχωρήσει και τη βλέπω πολύ θετικά».