ΓΙΑ τη φιλία, την ελληνική φιλοξενία και την κατανάλωση αλκοόλ, θα πούμε δυο λόγια σήμερα.
ΤΑ πίναμε και τα λέγαμε μαζί με τον γείτονά μου, Τάκη Μπιτσάνη, χαζεύοντας τον κάμπο του χωριού μας.
ΤΑ σπίτια μας, βρίσκονται δίπλα-δίπλα στη κορυφή του λόφου, πάνω στον οποίο είναι χτισμένα τα Αγιωργίτικα και έχουν προνομιακή θέα, αφού μπορείς να δεις, όχι μόνο τον κάμπο και τα γύρω χωριά, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του αρκαδικού οροπεδίου.
Ο Τάκης, ακολουθώντας τον μεγαλύτερο αδελφό του Γιώργο, μετανάστευσε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
ΠΑΡ’ ΟΤΙ είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα, λέει ότι με θυμάται πριν αρχίσω να περπατάω και όταν βρίσκει ευκαιρία, δεν ξεχνά να μου θυμίζει, ότι ακόμα καλύτερα θυμάται τον πατέρα μου.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ, λοιπόν, που θυμόταν ή είχε ακούσει από συγχωριανούς μας, για τον πατέρα μου, μου εξιστορούσε εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου.
-«ΑΝΤΕ Μπάμπη, σε θυμήθηκε επιτέλους ο Θεός… Για απάντησέ του να δούμε τι σε θέλει» μου είπε ο Τάκης, θέλοντας να με πειράξει, επειδή έως τότε, όταν πίναμε στις αυλές μας ή στο καφενείο του χωριού δεν χτύπησε ποτέ το τηλέφωνό μου.
ΟΤΑΝ μια μέρα με είχε ρωτήσει γιατί έχω κινητό αφού ούτε τηλεφωνώ ούτε μου τηλεφωνούν, του είχα απαντήσει ότι το έχω γιατί μπορεί κάποια μέρα να θέλει να μου τηλεφωνήσει ο Θεός…
ΚΟΙΤΑΞΑ τη συσκευή και επειδή δεν είχε όνομα και δεν γνώριζα τον αριθμό δεν απάντησα.
-«ΑΠΑΝΤΗΣΕ ρε», μου ξαναλέει ο Τάκης. «Δεν είσαι περίεργος να μάθεις ποιος σε καλεί και τι σε θέλει;»
ΑΠΑΝΤΗΣΑ, που λέτε και έμαθα. Στην άλλη γραμμή ήταν ένας άλλος Τάκης. Ένας συμπατριώτης μας καθηγητής που ζει και εργάζεται στην Αθήνα και ο οποίος έψαχνε τρεις μήνες να με βρει, γιατί ήθελε οπωσδήποτε να μου μιλήσει.
-ΜΕ λένε Τάκη Βλαχάκη. Σου λέει κάτι το όνομα;» «Όχι», του απαντώ, «δεν μου λέει τίποτα και δεν θυμάμαι να γνωρίζω κάποιον με αυτό το όνομα».
-«ΤΟ όνομα Νίκος Μουτζούρης, μήπως σου λέει τίποτα;» «Αν εννοείς τον Νίκο Μουτζούρη από τα Βέρβενα», του λέω, «τον γνωρίζω…»
-«ΝΑΙ, αυτόν εννοώ και, εκτός από εμένα, ψάχνει να σε βρει και ο Νίκος, γιατί το κινητό που τους είχες αφήσει πριν κάτι χρόνια δεν λειτουργεί και μου είπε αν καταφέρω να επικοινωνήσω μαζί σου, να σου πω να πας στα Βέρβενα να τα πείτε…».
ΕΙΠΑΜΕ και άλλα πολλά με τον Τάκη, ο οποίος ένας από τους λόγους που ήθελε να με βρει ήταν να μιλήσουμε για τον πατέρα μου, μιας και είχε ακούσει και αυτός πολλές ιστορίες και ήθελε να μάθει περισσότερα…
ΜΕΣΕΣ-άκρες, ο συγχωριανός μου ο Τάκης, επειδή κατάλαβε από τα συμφραζόμενα, ότι και ο άλλος ο Τάκης για ιστορίες που σχετίζονταν με τον πατέρα μου ενδιαφέρονταν, με ρώτησε τι μου είπε.
ΤΟΥ είπα, ότι «δεν με ρώτησε για τίποτα συγκεκριμένο, απλώς, ήθελε να βρεθούμε όταν θα πάω στην Αθήνα και μου ζήτησε να πάω, αν μπορώ, στα Βέρβενα να δω τον Νίκο Μουτζούρη».
-«ΤΟΝ αντάρτη; Τον κολλητό του πατέρα σου, που έρχονταν στο χωριό μαζί» με ρωτά ο Τάκης έκπληκτος.
-«ΟΧΙ τον αντάρτη ρε Τάκη» του λέω. «Αυτός αν ζούσε θα ήταν 120 χρόνων. Σκοτώθηκε το 1949, μαζί με τον πατέρα μου. Τον γιο του τον Νίκο θα πάω να δω, που είναι και συνομήλικός σου».
ΕΤΣΙ, ένα πρωινό, μετά από λίγες μέρες, ξεκίνησα για τα Βέρβενα, που απέχει από το χωριό μου καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα.
ΕΠΕΙΔΗ ο δρόμος για τα Βέρβενα περνά μέσα από πέντε-έξι χωριά της Τεγέας και επειδή τελευταία φορά που είχα πάει στο χωριό αυτό ήταν το 2008, δεν ήμουν βέβαιος ότι ακολουθούσα τον σωστό δρόμο.
ΕΤΣΙ, όταν είδα από μακριά έναν άνθρωπο να βάφει απ’ έξω το σπίτι του, σταμάτησα και τον ρώτησα.
-«ΣΤΟ τέλος αυτού του δρόμου, θα στρίψεις αριστερά και έπειτα θα ακολουθήσεις το δρόμο που πάει στο Μαυρίκι.
ΤΕΣΣΕΡΑ-πέντε χιλιόμετρα μετά το Μαυρίκι είναι τα Βέρβενα. Δεν υπάρχει στο ενδιάμεσο άλλος δρόμος ή χωριό, θα το βρεις εύκολα». Και το βρήκα…
ΣΤΟ καφενείο, που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, με περίμενε ο Νίκος, ο οποίος με το που έφθασα και κατέβηκα από τη μοτοσικλέτα, σηκώθηκε από το τραπέζι που καθόταν και μου έκανε νόημα να πάω.
ΤΟΝ Νίκο τον είχα γνωρίσει το 2008 στα Βέρβενα, μέσω ενός συγχωριανού μου, ο οποίος και επέμενε να γνωριστούμε, μιας και οι πατεράδες μας, όπως μας έλεγε, ήταν παλικάρια και πολύ καλοί φίλοι.
ΓΙΑ την τότε συνάντησή μου με τον Νίκο Μουζούρη, είχα γράψει στο «Νέο Κόσμο» όταν επέστρεψα στην Αυστραλία μετά το Νοέμβρη του 2008.
Ο Νίκος ήταν δέκα χρόνων όταν οι ταγματασφαλίτες έκαψαν το σπίτι τους στα Βέρβενα. Λίγο καιρό αργότερα, πέρασε από το χωριό η αντάρτικη ομάδα του πατέρα του, τον πήρε στην πλάτη του ο πατέρας μου και ανέβηκαν στον Πάρνωνα…
ΠΙΝΟΝΤΑΣ λίγα καραφάκια ούζο, είπαμε πολλά με τον Νίκο, για τον αιματοβαμμένο εμφύλιο, τα σκληρά χρόνια της φτώχειας που ακολούθησαν, για τα… πιστοποιητικά «κοινωνικών φρονημάτων», για τα όσα έλαβαν χώρα τα χρόνια της κρίσης και, κυρίως, για την ανάληψη της εξουσίας από την Αριστερά…
Ο Νίκος συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που το 1989 εγκατέλειψαν το ΚΚΕ και προσχώρησαν στον Συνασπισμό της Αριστεράς.
ΣΗΜΕΡΑ είναι απογοητευμένος απ’ όλους και δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένα κόμμα της Αριστεράς που ανέλαβε την εξουσία, δεν έχει ακόμα ζητήσει να απολογηθούν επίσημα μέσω της Δικαιοσύνης αυτοί που ευθύνονται για την κρίση.
ΓΙΑ όλα αυτά, όμως, δηλαδή τον εμφύλιο, την Αριστερά (που συμπεριφέρεται σαν συγχυσμένος υπνοβάτης…) την κρίση και τα αδιέξοδα της εθελοτυφλίας μας, θα μιλήσουμε προσεχώς…
ΜΕΤΑ από ένα ολόκληρο τετράωρο συζήτησης, μεζέδων και ελαφριάς ζαλάδας λόγω ούζων, χαιρέτησα τον Νίκο και ανέβηκα στη μηχανή να φύγω…
ΚΑΙ όσο συμβούλευα τον εαυτό μου, ότι αν δεν θέλω να βρεθώ μέσα σε κανένα χαντάκι, θα πρέπει να οδηγώ πολύ αργά και προσεκτικά, τόσο πιο γρήγορα οδηγούσα…
ΤΕΛΙΚΑ, κατάφερα να κατέβω τις στροφές από τα Βέρβενα μέχρι το Μαυρίκι χωρίς πρόβλημα, ενώ στη συνέχεια, μπήκα στον κάμπο της Τεγέας που ήταν όλα ίσωμα…
ΣΤΟ πρώτο χωριό που συνάντησα, ξαφνικά βλέπω μπροστά μου τρία-τέσσερα άτομα να κάθονται και να συζητούν καταμεσής του δρόμου.
ΕΚΟΨΑ ταχύτητα πριν φτάσω και τότε κατάλαβα ότι στέκονταν μπρος στο σπίτι που είχα σταματήσει να ρωτήσω αν πηγαίνω στο σωστό δρόμο για τα Βέρβενα.
-«ΠΟΥ ήσουν ρε φίλε και άρχισα να ανησυχώ, αν βρήκες τα Βέρβενα» μου λέει ο μπογιατζής, που μου είχε δώσει τις οδηγίες…
-«ΣΕ ευχαριστώ», του λέω, «τα βρήκα, αλλά άργησα λίγο γιατί το ρίξαμε στα ούζα με τον φίλο που πήγα και συνάντησα…»
-«Ε, αν είναι έτσι κατέβα να σε κεράσουμε και εμείς ένα τσίπουρο…»
-«ΑΣΕ», του λέω, «μια άλλη φορά, γιατί ήδη έχω πιει αρκετά και έχω δρόμο μπροστά μου…
-«ΜΑ όταν έχεις πιει αρκετά υπάρχει διάθεση και χώρος για ένα ακόμα…»
-«ΑΣΕ που άλλη φορά θα υπάρξει μετά από καμιά τριανταριά χρόνια, που θα ξαναβάψω το σπίτι. Κατέβα…».
ΚΑΤΕΒΗΚΑ, ήπιαμε ένα τσίπουρο, ήπιαμε δεύτερο τσίπουρο και μετά από μισή ώρα ετοιμάστηκα να φύγω…
ΜΕ το που έμαθε ο «μπογιατζής» ότι είμαι από τα Αγιωργίτικα παρ’ ολίγο να γίνει… θηρίο.
-«ΤΑ Αγιωργίτικα», μου λέει, «είναι απέναντι… Αν ανεβούμε στο μπαλκόνι θα δεις και το σπίτι σου και μου λες ότι βιάζεσαι…»
ΜΕΤΑ από άλλα δύο τσίπουρα έφυγα, αφού τους υποσχέθηκα ότι αν επισκεφθώ πάλι την Τεγέα θα ξαναπερνούσα…
ΣΤΟ καφενείο του χωριού μου έφτασα γύρω στις 7.30 το βράδυ εντελώς μεθυσμένος και σταμάτησα να πιω έναν καφέ για να συνέλθω…
ΜΕ το που ξανακατέβηκα από τη μηχανή, με φώναξε ο Σάββας να καθίσω με την παρέα του και πριν προλάβω να καθίσω, μου παρήγγειλε και μια μπύρα Άλφα, που μου άρεσε.
ΤΗΝ ήπια σιγά-σιγά χωρίς να διαμαρτυρηθώ και μετά από μια ώρα, χωρίς να μου περάσει (και δικαιολογημένα…) ούτε μια στιγμή από το μυαλό ότι μπορεί να με σταματήσει η Αστυνομία για αλκοτέστ, ξεκίνησα για το σπίτι σε ακόμα χειρότερη κατάσταση…
ΕΚΕΙ δέχθηκα και τη… χαριστική βολή της ελληνικής φιλοξενίας. Η γυναίκα του γείτονά μου του Τάκη (η Δημητρούλα) είχε μαγειρέψει στιφάδο το οποίο έπρεπε να το δοκιμάσουμε…
Ο δεύτερος γύρος της οινοποσίας και, μάλιστα, με κρασί από το χωριό μου, άρχισε στις 10 το βράδυ και τελείωσε ένα δίωρο μετά από τα μεσάνυχτα…
ΤΩΡΑ θα μου πεις, μεταξύ φίλων ήσουν, όσο περνούσε η ώρα η παρέα μεγάλωνε και το αυγουστιάτικο φεγγάρι δεν έλεγε να βασιλέψει…