Όπως είχε προαναγγελθεί πριν μερικούς μήνες στα ελλαδικά και ομογενειακά ΜΜΕ, κυκλοφόρησε στα μέσα του Οκτώβρη 2016 (με μια μικρή καθυστέρηση τεσσάρων μηνών – λόγω του ελληνικού θέρους) από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Οδός Πανός το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο του ομογενή συγγραφέα-πανεπιστημιακού Δρα Γιάννη Βασιλακάκου, για τον διάσημο Έλληνα συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό, με τίτλο «Τα Αμαρτύρητα: Σχέδιο βιογραφίας (Μια εκ βαθέων αποκαλυπτική συνομιλία/εξομολόγηση του συγγραφέα του «Ζ» στον Γιάννη Βασιλακάκο για τη ζωή και το έργο του στο Παρίσι το 2003)».
Πρόκειται για το τέταρτο κατά σειρά βιογραφικό έργο του Βασιλακάκου (που εγκαινιάστηκε με την εντυπωσιακή επιτυχία, εντός κι εκτός Ελλάδας, των προηγούμενων τριών βιογραφικών πονημάτων του: της βιογραφίας-μπεστ σέλερ του Κώστα Ταχτσή [Ηλέκτρα, 2009], της άγνωστης αλληλογραφίας του Ταχτσή [Οδός Πανός, 2014], και τη βιογραφία-μελέτη του Χρήστου Τσιόλκα [Οδός Πανός, 2015].
Το τελευταίο, διακοσίων σελίδων βιβλίο του Βασιλακάκου, αποτελείται από τα εξής 43 κεφάλαια: «Εισαγωγικό Σημείωμα», «Η παιδική ηλικία», «Ο παππούς», «Ο πατέρας», «Οι πρώτες επιρροές: η εξέγερση», «Οι φίλοι», «Τα αμαρτύρητα», «Επάγγελμα: συγγραφέας», «Η Θεσσαλονίκη: το πνευματικό κλίμα», «Η «υψηλή κουλτούρα»», «Η δεκαετία του ’60», «Η Αμερική», «Η γενιά του ’30», «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», «Συγγραφέας με ελληνικό διαβατήριο», «Η συγγραφική διαδικασία», «Η συγγραφή ως «παραγγελία»», «Η λογοτεχνία», «Λογοτεχνία και παραλογοτεχνία», «Η βιωματική και εγκεφαλική λογοτεχνία», «Η «αυνανιστική» λογοτεχνία», «Η λογοτεχνική μετάφραση», «Το «Άξιον Εστί» του βιβλίου», «Το μέλλον του βιβλίου», «Οι νέοι συγγραφείς», «Η κριτική», «Οι ομότεχνοι», «Βασιλικός-Καζαντζάκης: βίοι παράλληλοι;», «Ο Βασιλικός για τον Βασιλικό», «Η πολιτική», «Η δημόσια παρουσία», «Η σχέση με την Ελλάδα», «Ο αιώνιος εμιγκρές», «Τα ταξίδια», «Η ξενιτιά», «Ο απόδημος Ελληνισμός», «Ο Παναγούλης και η Φαλάτσι», «Η 17 Νοέμβρη», «Ο σημερινός κόσμος», «Δεν μετανιώνω για τίποτα («Je ne regrette rien, Edith Piaf»», «Τα παιδιά», «Η θρησκεία», «Προδημοσιεύσεις».
Επίσης, ένα άλλο ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι το φωτογραφικό υλικό. Στο εν λόγω βιβλίο δημοσιεύονται δεκάδες σπάνιες φωτογραφίες που συνοδεύουν και πλαισιώνουν κάθε κεφάλαιο ξεχωριστά, οι οποίες προέρχονται από το προσωπικό/οικογενειακό αρχείο του Βασίλη Βασιλικού, αρκετές εκ των οποίων βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.
Αναφορικά με το νέο του βιβλίο, ο Γιάννης Βασιλακάκος δήλωσε: «Την ιδέα για μια βιογραφία ή έστω «σχέδιο βιογραφίας» του Βασιλικού την κυοφορούσα χρόνια στο μυαλό μου, αλλά του την εξέφρασα για πρώτη φορά στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη, το καλοκαίρι του 1985. Όπως εξηγώ στην εισαγωγή μου, «Του είπα πως δεδομένου ότι το συγγραφικό του έργο είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί – κάτι με το οποίο συμφωνούσε και ο ίδιος αφού βρισκόταν στη διαδικασία οριστικής αναθεώρησής του – θα άξιζε ίσως τον κόπο να γραφτεί ένα βιβλίο γι’ αυτόν που να φωτίζει κάπως τον άνθρωπο και τον συγγραφέα, κάτι που δεν είχε γίνει έως τότε». Συμφώνησε αμέσως, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό». Και ο Βασιλακάκος συνεχίζει: «Ουσιαστικά πρόκειται για ένα αυτοεξομολογητικό έργο, καθώς μου αποκαλύπτει για πρώτη φορά, και με απόλυτη ειλικρίνεια, άγνωστες πτυχές της μακράς και πολυκύμαντης προσωπικής του ζωής, αλλά και της θρυλικής και περιπετειώδους συγγραφικής του πορείας. Όπως επισημαίνω στην Εισαγωγή μου, «Η πορεία της συζήτησής μας απέδειξε ότι μολονότι έθιξα ορισμένα πολύ λεπτά ζητήματα, όχι μόνο δεν θύμωσε, όχι μόνο δεν επιχείρησε να τ’ αποφύγει, αλλά απεναντίας, τα υπέστη με στωικότητα και τα απάντησε με αξιοθαύμαστη παρρησία και αξιοπρέπεια, όσο κι αν ορισμένα πράγματα του ήταν εμφανώς δυσάρεστα». Μάλιστα θυμάμαι ότι σε μια αποστροφή του λόγου του μου είπε χαρακτηριστικά: «Μα, εγώ δεν σε θεωρώ δημοσιογράφο […] είσαι ο μελετητής των βιβλίων μου, δεν έχεις καμιά σχέση με τη δημοσιογραφία. Εγώ σε βλέπω ως φίλο και όχι ως άνθρωπο που μου κάνει ερωτήσεις, διότι διαφορετικά δεν θα τις απαντούσα ούτε και θα μιλούσα ποτέ έτσι»».
Ο Βασιλακάκος προσθέτει ακόμη τα εξής: «Το βιβλίο μου αυτό άργησε κάπου 12 χρόνια να κυκλοφορήσει. Ήταν να βγει το 2004, αλλά εξαιτίας διαφόρων απρόβλεπτων εκδοτικών περιπετειών (για τις οποίες έχω ήδη μιλήσει συνοπτικά στον «Νέο Κόσμο» [25.02.2016] και δεν έχει νόημα να επαναλάβω) καθυστέρησε. Ευτυχώς όμως η περιπέτεια αυτή τελείωσε πλέον, και αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση αλλά και χαρά. Κυρίως επειδή, εκτός των άλλων, το βιβλίο αυτό αποτελεί για μένα το επισφράγισμα μιας παλιάς, όσο και στενής φιλίας και συνεργασίας με τον Βασίλη Βασιλικό κοντά τεσσάρων δεκαετιών –39 ετών για την ακρίβεια– αφού πρωτογνωριστήκαμε το Μάρτη του 1977». Και ο συγγραφέας των «Αμαρτύρητων» συμπληρώνει: «Θα ήθελα όμως να κλείσω εδώ με τον ίδιο τρόπο που ολοκλήρωσα το Εισαγωγικό Σημείωμα του βιβλίου μου με τις εξής καίριες επισημάνσεις:
Mπορεί το ανά χείρας βιβλίο να φωτίσει το «μυστήριο» ενός περίπλοκου ανθρώπου και πολυγραφότατου συγγραφέα (του οποίου το έργο ελάχιστα έχει μελετηθεί) όπως του Bασίλη Bασιλικού; H απάντηση δεν είναι εύκολη αφού πρόκειται για έναν συγγραφέα στον οποίο τα όρια μεταξύ ντοκουμέντου και μυθοπλασίας παραμένουν δυσδιάκριτα. Συνεπώς και το τι συνθέτει το «μυστήριο» του εν λόγω συγγραφέα είναι δυσκολοπροσδιόριστο αφού, όπως παρατηρεί ο Mουλλάς, «συνήθως χανόμαστε σε εικασίες». Ίσως επειδή είναι τόσο περίπλοκος και αντιφατικός. Ίσως επειδή, όπως επισημαίνει τόσο εύστοχα η Mένη Kαρατζαφέρη –κι ενδεχομένως εδώ να βρίσκεται το κλειδί του «μυστηρίου»– «ο Bασίλης Bασιλικός έχει υιοθετήσει μία στάση ζωής που δεν επιτρέπει σ’ αυτούς που παρακολουθούν την πορεία του να οριοθετήσουν το «είναι» του χωρίς την προοπτική της μελλοντικής επανατοποθέτησης». Aυτό όμως δεν αποτελεί και το βασικότερο γνώρισμα των μεγάλων συγγραφέων; Δεν γνωρίζω αν και κατά πόσο το παρόν βιβλίο πέτυχε τους αρχικούς στόχους του, ούτε και επαφίεται σε μένα να το κρίνω. Nιώθω όμως μεγάλη ανακούφιση που επιτέλους ολοκληρώθηκε. Ξεναγώντας με στις άγνωστες κι άβατες περιοχές της ζωής και της τέχνης του, μιλώντας για τα ιδιωτικά και τα δημόσια, τα καθημερινά και τα αιώνια, είχα διαρκώς την αίσθηση πως μέσα απ’ αυτό το εξερευνητικό ταξίδι του αγαπητού φίλου-συγγραφέα, ήταν σαν να ήθελα, υποσυνείδητα, να χαρτογραφήσω και ξορκίσω και κάποιους δικούς μου φόβους, να ανιχνεύσω και δοκιμάσω και κάποιες δικές μου αντοχές στις κακοτοπιές της ζωής και της τέχνης. Tώρα, το λιγότερο που ευελπιστώ, είναι πως, αν μη τι άλλο, το εν λόγω πόνημα δημιούργησε κάποιες έστω ρωγμές στο αδιαπέραστο τείχος του πολυσυζητημένου και κάποτε αμφιλεγόμενου «φαινομένου Bασιλικός» οι οποίες μπορεί ανεπαίσθητα να μας οδηγήσουν, όχι βέβαια στη διαπίστωση «ανυπαρξίας της καρδιάς του κρεμμυδιού» –κατά τη ρήση του Pολάν Mπαρτ– αλλά, αντιθέτως, στην ιχνηλασία της «ιδιοσυστασίας» ενός μείζονα συγγραφέα που σφράγισε τη μεταπολεμική λογοτεχνία μας.