Όταν το καλοκαίρι του 1974 εξερράγη ο πόλεμος στην Κύπρο, ασύμβατες και με διαφορετικά κίνητρα δυνάμεις συνέργησαν προς την κατεύθυνση διαίρεσης της Κύπρου. Σύμφωνα με τη «θεωρία των συγκρούσεων» του Christopher Hitchens, αυτές οι δυνάμεις είχαν ένα κοινό: τον φόβο ή την απέχθειά τους προς μια ανεξάρτητη Κύπρο.

Και μια που βρισκόμαστε, για μια ακόμη φορά, σε «απόσταση πνοής» μιας πιθανής «λύσης», το φάντασμα του 1974 αναδύεται από τα σπλάχνα της Ιστορίας για να αναστατώσει τη συνείδησή μας, να εξαγριώσει τις ανασφάλειές μας, και να μπερδέψει την κρίση μας.

Αναμφίβολα, το πιο σημαντικό σημείο στροφής στη σύγχρονη φάση της κυπριακής κρίσης είναι τα γεγονότα του 1974 και η διπλή, σημαντική τους σημασία: οι κοινωνικές και δημογραφικές συνέπειες -ως εκ του διαχωρισμού των εθνικών πληθυσμών της νήσου- και το γεγονός ότι οι συνομιλίες που ακολούθησαν είχαν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση των συνεπειών αυτών των γεγονότων. Και παρά το γεγονός ότι το Κυπριακό έχει απασχολήσει τη διεθνή διπλωματία για πάνω από 60 χρόνια, είναι τα γεγονότα του 1974 που άλλαξαν δραματικά την υφή του προβλήματος και το έχουν ωθήσει σε μια εντελώς νέα κατεύθυνση.

Με μια συγκομιδή τύψεων, θυμού, αγανάκτησης –αναδυόμενη από την ηττοπάθεια, απόγνωση και κατάθλιψη– το 1974 είναι πέρα για πέρα βαθιά χαρακωμένο στο ελληνοκυπριακό υποσυνείδητο. Όπως επινοητικά το έθεσε ο Κώστας Μόντης σε μία από τις αλληγορικές του στιγμές:

Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,

τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε

μ’ αυτή την έγνοια πίσω μας;

Αναγκαστικώς θα αναβάλουμε.

(«Μετά την Τουρκική Εισβολή», 1975)

Χωρίς αμφιβολία, αυτό το ψυχολογικό αδιέξοδο αποτελεί καμπή όχι μόνο για τους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες αλλά για ολόκληρη την Κύπρο.

Για να συλλάβουμε το βάρος της επίδρασης του 1974 στην κυπριακή ψυχή, είναι αρκετό να αναλογιστούμε τις λίγες συναισθηματικά φορτισμένες βδομάδες πριν το δημοψήφισμα του 2004 για το Σχέδιο Ανάν. Προσπαθώντας να πείσει για το «Ναι», ο τότε Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Colin Powell, υπογράμμισε με νόημα ότι «το 2004 δεν είναι 1974». Απηχώντας τη ρήση του Basil της βρετανικής σατυρικής τηλεοπτικής σειράς Fawlty Towers «μη μιλάτε για τον πόλεμο», η αναφορά του Powell, άθελα, απελευθέρωσε φόβους και ανασφάλειες που κυριαρχούσαν στο υπόστρωμα της συνείδησης των Ελληνοκυπρίων για τρεις ολόκληρες δεκαετίες.

Ο ψυχολογικός αντίκτυπος του 1974 υποτροπίασε, ανασύροντας παραλληλισμούς με την άλωση της Πόλης του 1453 και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Το 1974 διαιώνισε την εικόνα του «τρομερού» Τούρκου ως του αιώνιου εχθρού των Ελλήνων, ταγμένου να τους εκτοπίσει από τις προγονικές τους εστίες.

Η ανάμνηση του 1974 είναι συνυφασμένη με μια μελαγχολική μοιρολατρία, εμποτισμένη με το αίσθημα της προδοσίας, της ήττας, και της απώλειας. Το 1974 αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της εθνικής προδοσίας μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού ντετερμινισμού, ο οποίος αντανακλάται μέσα στην πολιτική κουλτούρα των Ελληνοκυπρίων και, σαν στοιχειό, τους κυνηγά στις αποφάσεις τους αναφορικά με την όλη ειρηνευτική διαδικασία. Στη συνέχεια, το 1974 είχε και την ακόλουθη ριζική συνέπεια πάνω στον ελληνοκυπριακό εθνικισμό καθιστούσε, μια και πάντα, η «ταφόπετρα» της ένωσης.

Παραδόξως, στο σημείο που η αστάθεια, η σύγκρουση και η κρίση καθιστούν γνωρίσματα της αλλαγής, τότε το 1974 καθιστά ορόσημο στην ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας. Αναζητώντας εξιλέωση, το 1974 επίσης επαναπροσδιόρισε, με ριζικό τρόπο, τις σχέσεις της Ελλάδας, ως εθνικό κέντρο και μητρόπολη του απανταχού ελληνισμού, και της (Ελληνικής) Κύπρου – που επιγραμματικά διατυπώνεται στο καραμανλικό δόγμα-ρητό-σύνθημα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα ακολουθεί»!

Από την άλλη πλευρά, η τουρκική εισβολή του 1974 εξαγγέλθηκε ως «ειρηνευτική επιχείρηση» και συνεχίζει να εορτάζεται από τους Τουρκοκυπρίους ως το αντίδοτο στην ελληνοκυπριακή καταπίεση. Στη διάγνωσή του, ο τουρκοκυπριακής καταγωγής Αμερικανός λόγιος της Ψυχοπολιτικής, καθηγητής Vamik D. Volkan, ισχυρίζεται ότι το 1974 λειτούργησε θεραπευτικά, σχεδόν καθαρτικά, για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η εγωσυντονική ηχώ του και το επιθετικό του περιεχόμενο είχε ως αποτέλεσμα μια απελευθερωτική καθαρτική αίσθηση σε μια μειονότητα που υπέφερε από μειωμένη εκτίμηση και από ένα αίσθημα θυματοποίησης.

Εξίσου λάθος αποτελεί η υπεροπτική μεροληψία που θέλει να ισοπεδώσει ανισότητες, αδικίες και ευθύνες που άφησε πίσω του το 1974. Με την πάροδο του χρόνου το «Δεν Ξεχνώ» κινδυνεύει να μετατραπεί σε «Δεν Ξέρω» ως η δεσπόζουσα κρατική ιδεολογία.

Αλλά για να προχωρήσουμε μπροστά, χρειάζεται να φροντίσουμε, με ειλικρίνεια και αποτελεσματικότητα, να επουλώσουμε τις συναισθηματικές, πολιτικές και ταξικές πληγές –και που διαιωνίζουν διαχρονικά την κυπριακή πραγματικότητα– που προέκυψαν από το 1974. Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους και οι δύο πλευρές φάνηκαν ανίκανες ή αθέλητες, να συμμερισθούν τον πόνο του άλλου όσον αφορά το 1974. Εορταστικές και επετειακές παρελάσεις και επιδείξεις στρατιωτικής πυγμής που έχουν αφετηρία το 1974, όχι μόνο αποβάλλουν τον εφηβικό ρεβανσισμό, αλλά επίσης αναδημιουργούν την πολιτική του μίσους, διαχωρισμού και της διχοτόμησης – κάτι που οι ειρηνοποιοί φαίνεται να υποβαθμίζουν, αποφεύγουν ή προεξοφλούν.

*Ο Μιχάλης Σ. Μιχαήλ είναι επίτιμος ανώτερος ερευνητής των Πανεπιστημίων La Trobe και Monash, διευθυντής του Κέντρου Διαλόγου -συνδεδεμένου με την Παγκόσμια Συμφιλίωση- και συγγραφέας του βιβλίου Επίλυση της Κυπριακής Διένεξης, (Εκδόσεις Παπαζήση, 2011).