Πολύ συχνά ακούμε απαισιόδοξες ιστορίες για την Ελληνομάθεια στην Αυστραλία. Τα ακαδημαϊκό επίπεδο πέφτει, οι εγγραφές μειώνονται, τα προγράμματα κλείνουν, η απάθεια των γονέων είναι ανησυχητική και με την έλευση της εκάστοτε νέας γενιάς η φθορά της διατήρησης της γλώσσας είναι αναπόφευκτη. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι η Αυστραλία μια πολυπολιτισμική χώρα με μια μονογλωσσική νοοτροπία. Και αυτό ενισχύεται με την απουσία εδαφικών συνόρων και την υπεροχή της αγγλικής γλώσσας παγκοσμίως.

Τα τελευταία πέντε χρόνια, έχω την τύχη να συμμετέχω σε εκπαιδευτικές επιτροπές της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, οι οποίες επιβλέπουν τα διάφορα προγράμματα Ελληνομάθειας. Τα συμπεράσματα που έχω βγάλει είναι ότι τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Καλομελετημένες παρεμβάσεις, συνοδευόμενες με άψογη εκτέλεση, μπορούν να φέρουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Επίσης, αφοσιωμένα άτομα μπορούν να προσελκύσουν και να εμπνεύσουν συνεισφορές από πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους για να φέρουν ποιοτικά εκπαιδευτικά αποτελέσματα.

Όπως και για τους περισσότερους ανθρώπους, οι αντιλήψεις μου όσον αφορά την Ελληνομάθεια σε δημοτικά σχολεία και γυμνάσια της Βικτώριας βασίζονται στις προσωπικές μου εμπειρίες, στις συζητήσεις με φοιτητές, γονείς και εκπαιδευτικούς και, τελικά, σε άρθρα που έχω διαβάσει στα μέσα ενημέρωσης και ακαδημαϊκές πηγές. Όμως εάν κάποιος σκοπεύει να κάνει παρέμβαση σε αυτόν τον τομέα, πρέπει να έχει μια πολύ καλή εικόνα των πραγμάτων: των διαφόρων σχολείων, του αριθμού των εγγεγραμμένων μαθητών και από πού προέρχονται, του εκπαιδευτικού τοπίου και των προκλήσεων του τομέα. Μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση σε ακριβείς στατιστικές, αλλά χρειάζονται και άλλα ποιοτικά στοιχεία πριν εξαχθούν συμπεράσματα.

Το άρθρο αυτό είναι η δική μου προσπάθεια να κάνω μια συνοπτική επισκόπηση της κατάστασης της Ελληνομάθειας στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Βικτώριας. Για την Ελληνομάθεια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση.

Οι δείκτες στον πίνακα εγγραφών για τα Νέα Ελληνικά, δείχνουν ότι υπάρχει μείωση του αριθμού των μαθητών κατά περίπου 50% στα δημόσια δημοτικά σχολεία και μια μικρότερη μείωση κατά 20% στα δημόσια γυμνάσια. Υπάρχει, όμως, κάποια αύξηση σε αυτόν τον τομέα, αλλά στα απογευματινά δημόσια σχολεία του VSL (Victorian School of Languages – Βικτωριανό Σχολείο Γλωσσών), όμως περισσότερα παιδιά φοιτούν στα ημερήσια δημόσια σχολεία.

Τα δημόσια προγράμματα Ελληνομάθειας βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο, με την πιο πρόσφατη περίπτωση αυτή του Γυμνασίου Νόρθκοτ, όπου το πρόγραμμα απειλήθηκε και εξακολουθεί να απειλείται με κλείσιμο. Εάν δεν υπάρξει επαγρύπνηση και ετοιμότητα για παρέμβαση από όλους τους ενδιαφερόμενους, τα προγράμματα πάντα θα χαροπαλεύουν. Είναι, επίσης, σπουδαίο γι’ αυτά τα προγράμματα να σχηματίζονται προληπτικές ομάδες γονέων, να διατηρούν αποτελεσματική διδακτέα ύλη και να υπάρχει διαδοχικός προγραμματισμός. Ο δημόσιος τομέας είναι ένας σημαντικός τομέας που δεν πρέπει να αφήσουμε να εξασθενήσει. Είναι ένας τομέας που προσφέρει δυνατότητες ελληνομάθειας σε μαθητές ελληνικής και μη καταγωγής, που αλλιώτικα μπορεί να μην είχαν αυτήν την ευκαιρία.

Ο ιδιωτικός τομέας αποτελείται από τέσσερα σχολεία: το σχολείο Άλφινγκτον, το Oakleigh Grammar (πρώην Κολλέγιο «Άγιοι Ανάργυροι»), το Κολλέγιο «Άγιος Ιωάννης» και το St. Monica’s Catholic College. Ενώ βλέπουμε μια παρακμή την τελευταία δεκαετία, τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των εγγραφών έχει σταθεροποιηθεί. Λόγω των ιδιοκτησιακών και διακυβερνητικών διατάξεων, ο αριθμός των εγγεγραμμένων μαθητών προβλέπεται να παραμείνει σε σταθερό επίπεδο σε μακρόχρονη βάση. Σε αυτά τα σχολεία το μάθημα των Νεοελληνικών είναι υποχρεωτικό μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου. Οι προοπτικές αύξησης του αριθμού των εγγραφών είναι κάπως περιορισμένες λόγω των οικονομικών εμποδίων των υψηλών διδάκτρων. Ίσως θα ήταν ευκολότερα να δοθούν κίνητρα σε άλλα ιδιωτικά σχολεία να εισάγουν τα Νεοελληνικά στο πρόγραμμά τους.

Ιστορικά, το κύριο βάρος της Ελληνομάθειας πέφτει στα απογευματινά σχολεία όπου είναι εγγεγραμμένοι παραπάνω από το 60% των μαθητών. Ο τομέας αυτός αποτελείται από κοινοτικά, ενοριακά και ιδιωτικά σχολεία. Τα τελευταία χρόνια φοιτούν περίπου 6.000 μαθητές, σχεδόν οι μισοί από τους 12-14.000 μαθητές που φοιτούσαν στις δεκαετίες 1970 και 1980. Η πρόσφατη εισροή νεοφερμένων με αφορμή την ελληνική οικονομική κρίση, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει κατά πολύ την κατάσταση, ίσως έχει αποτρέψει τις εγγραφές να πέσουν κάτω από τις 6.000.

Τα μαθητικά τμήματα δεν είναι πια ομοιογενή όπως τις προηγούμενες δεκαετίες που η πλειοψηφία των μαθητών μιλούσαν Ελληνικά στο σπίτι. Σήμερα οι μαθητές είναι τρίτης, τέταρτης και ακόμα πέμπτης γενιάς. Μιλούν κυρίως Αγγλικά με τους γονείς τους και πολλοί προέρχονται από μεικτούς γάμους, ενώ άλλοι ακόμα επικοινωνούν στα Αγγλικά με τον παππού και την γιαγιά.

Οι δάσκαλοι έχουν να αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις, έχοντας στις τάξεις τους μαθητές διαφορετικής καταγωγής και δυνατοτήτων. Τα τελευταία τρία χρόνια έχει εμφανιστεί και ένα μικρό τμήμα μαθητών που φοιτούν σε συγκεκριμένα σχολεία το πρόγραμμα και η διδακτέα ύλη των οποίων είναι για παιδιά που έχουν την Ελληνική ως μητρική γλώσσα.

Οι παραπάνω πίνακες συνιστούν περίληψη των σχολείων του απογευματινού τομέα. Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι υπάρχει πτώση του αριθμού των μαθητών μετά την ΣΤ’ Δημοτικού και την Γ’ Γυμνασίου. Η παρακμή, όμως, ξεκινά νωρίτερα από την Γ’ Δημοτικού και σημαίνει ότι σίγουρα παρεμβαίνουμε πολύ αργά. Επιπλέον, οι εγγραφές των νηπίων είναι κατά 37% λιγότερες από την Α’ Δημοτικού. Σαφώς αυτή είναι μια ευκαιρία να ενθαρρύνουμε τους γονείς να εγγράψουν τα παιδιά τους νωρίτερα.

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ VCE ( Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ);

Αντίθετα με τις πολλές ανησυχητικές ειδήσεις, δεν έχει επέλθει κατάρρευση των εγγραφών στα Νεοελληνικά της Γ’ Λυκείου, το λεγόμενο Year 12 VCE. Οι εγγραφές στην Γ’ Λυκείου VCE του 2016 αφορούν 262 μαθητές, από τους οποίους οι 188 (το 72%) φοιτούν σε απογευματινά σχολεία. Σίγουρα, τα τελευταία χρόνια οι εγγραφές έχουν σταθεροποιηθεί και από την εισροή μαθητών από την Ελλάδα. Αυτή η τάση έχει δημιουργήσει αγωνία και μερικοί γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν ζητήσει την εισαγωγή δυο επιπέδων.

Η μια άποψη είναι ότι οι νεοφερμένοι μαθητές –που, φυσικά, διαθέτουν ανώτερη προφορική ευχέρεια-, αποθαρρύνουν τους Ελληνοαυστραλούς μαθητές στο να επιλέξουν τα Νεοελληνικά στην Γ’ Λυκείου. Από την άλλη, πολλοί διαφωνούν με αυτή τη στάση και επιμένουν ότι τα δυο επίπεδα δεν είναι αναγκαία και δημιουργούν έναν αντιπερισπασμό σε σχέση με πιο κύρια ζητήματα. Οι ντόπιοι Ελληνοαυστραλοί μαθητές εάν είναι επιμελείς, μπορούν να συναγωνιστούν μια χαρά με τα νεοφερμένα παιδιά διότι το μισό διαγώνισμα είναι στην αγγλική γλώσσα όπου έχουν, οπωσδήποτε, συγκριτικό πλεονέκτημα.

Είναι πολύ σπουδαίο να έχουμε υγιείς εγγραφές στο VCE και να μην κατεβάσουμε το ακαδημαϊκό επίπεδο διότι αυτά τα παιδιά είναι οι δάσκαλοι της Ελληνομάθειας του μέλλοντος.

Και ποια είναι τα κύρια ζητήματα ή τα πεδία μάχης; Κατά την άποψή μου, υπάρχουν τρεις κύριες προκλήσεις: α) η βελτίωση των δασκάλων μας και της διδακτέας ύλης, β) η αύξηση των εγγραφών σε όλα τα επίπεδα και γ) η αύξηση του μέσου όρου των ετών όπου τα παιδιά παραμένουν στο ελληνικό σχολείο.

Όταν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές και οι μαθητές παραμένουν σε προγράμματα Ελληνομάθειας κατά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, αυτό σίγουρα θα έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερους αριθμούς στο γυμνάσιο, σταθερές εγγραφές στο VCE και καλύτερη εμπέδωση της γλώσσας. Αυτές τις προκλήσεις και στρατηγικές μπορούμε να τις επιδιώκουμε ταυτόχρονα, μιας και η μία ενισχύει την άλλη. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι τα επιμορφωτικά εργαστήρια που οργάνωσε η ΕΟΚΜΒ κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών σχολικών διακοπών, τα οποία ήταν ανοιχτά για συμμετοχή σε όλους τους εκπαιδευτικούς από όλα τα σχολεία.

Άλλα παραδείγματα είναι τα σεμινάρια και εργαστήρια που προσφέρει το MGTAV (Σύνδεσμος Νεοελληνικών Εκπαιδευτικών Βικτωρίας). Όλοι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να ασχολούνται με τη συνεχή καλυτέρευση και επιμόρφωση, εάν θέλουμε να κρατήσουμε το ενδιαφέρον και τη συμμετοχή των μαθητών. Ας μην ξεχάσουμε, ότι πριν μερικά χρόνια, πριν ξεκινήσει η κρίση στην Ελλάδα, υπήρχε πράγματι έλλειψη δασκάλων στη Μελβούρνη. Οποιοσδήποτε στη Μελβούρνη με καλούτσικα Ελληνικά και κάποια μαθήματα μεθοδολογίας, μπορούσε να προσληφθεί διδάσκοντας Νεοελληνικά. Όταν έχουμε καλύτερα εκπαιδευμένους και εφοδιασμένους εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα στις μικρότερες τάξεις, οι μαθητές θα παραμένουν περισσότερα χρόνια σπουδάζοντας Νεοελληνικά, διότι η παραμονή έχει σχέση με την κατανόηση, τη συμμετοχή και το ευχάριστο περιβάλλον. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι σημερινοί μαθητές είναι οι μελλοντικοί γονείς. Εάν στείλουν τα παιδιά τους σε μαθήματα Νεοελληνικών θα εξαρτηθεί από τις δικές τους προσωπικές εμπειρίες.

Πώς μπορούμε να αυξήσουμε τις εγγραφές και τη συνολική συμμετοχή; Μπορεί να υπάρχουν περίπου 10.000 παιδιά που παρακολουθούν κάποια προγράμματα Ελληνομάθειας αλλά υπάρχουν άλλα τόσα -εάν όχι περισσότερα-, που δεν παρακολουθούν τέτοιου είδους προγράμματα. Πρέπει να κατανοήσουμε τις αιτίες και να αναπτύξουμε κατάλληλες στρατηγικές.

Μπορούμε να προβάλουμε ένα σωρό αιτίες: άβολες τοποθεσίες, ακατάλληλες ώρες λειτουργίας, συνωστισμένα μετασχολικά προγράμματα, μεικτοί γάμοι, διαφορετικά ζητήματα τρόπου ζωής, οικονομικοί λόγοι κ.λπ.

Πρόσφατα, ο Κωνσταντίνος Καλυμνιός έγραψε ένα εξαιρετικό άρθρο με περιπτωσιολογικές μελέτες οι οποίες περιγράφουν αιτίες που άτομα στέλνουν ή δεν στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία. Το άρθρο έφερε στην επιφάνεια το πόσο πολύπλοκη είναι η κοινωνική διάσταση σε αυτό το θέμα. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Ποιες είναι οι μέθοδοι που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να αλλάξουμε την κοινωνική δυναμική μιας οικογενειακής σχέσης; Όμως θα έλεγα ότι μεγάλο ποσοστό (ακόμα και σε περιπτώσεις όπου και οι δυο γονείς είναι ελληνικής καταγωγής) απλώς δεν επιλέγει να στείλει τα παιδιά του σε ελληνικό σχολείο. Δίνουν προτεραιότητα σε άλλες δραστηριότητες. Πρέπει να αποκτήσουμε μια σαφή κατανόηση των αιτιών και να εξουδετερώσουμε εσφαλμένες αντιλήψεις όπου υπάρχουν.

Σε ένα πρόσφατο ερωτηματολόγιο της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης για τα αίτια που οι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο που έχουν επιλέξει, σχεδόν τα δύο τρίτα επέλεξαν την τοποθεσία ως το κύριο κριτήριο, δηλαδή ευκολία χρόνου και απόστασης. Με τον ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό της Μελβούρνης και με τα εξαπλωμένα προάστιά της, υπάρχουν τμήματα Ελληνομάθειας σε όλες τις αναδυόμενες περιοχές;

Η Μελβούρνη είναι διασπαρμένη με δεκάδες ελληνικές ποδοσφαιρικές ομάδες. Οι εφηβικές ομάδες έχουν νεαρούς παίκτες από όλες τις εθνικότητες. Η δική μου πείρα σε αυτόν τον τομέα, δείχνει ότι παραπάνω από τα μισά παιδιά ελληνικής καταγωγής δεν πηγαίνουν στο ελληνικό σχολείο. Μια στρατηγική θα ήταν να δώσουμε κίνητρα σε αυτά τα παιδιά και τους γονείς τους.

Στην παροικία μας πιστεύω ότι υπάρχει και ένα τμήμα πιθανών μαθητών που τους περιγράφω ως τη γενιά «Αχ! ξέχασα να πάω στο ελληνικό σχολείο». Πώς μπορούμε να πλησιάσουμε αυτούς τους μαθητές και να τους παρουσιάσουμε ένα κατάλληλο πρόγραμμα Ελληνομάθειας; Κανένα άτομο ή καμία οργάνωση δεν έχει όλες τις απαντήσεις ούτε γνωρίζει όλα τα ερωτήματα. Εάν ενδιαφερόμαστε σοβαρά για την Ελληνομάθεια, είναι αναγκαίο να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο και πόρους ώστε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της.

Δεν υπάρχει καμία μαγική συνταγή του πώς να «κρατήσουμε» την Ελληνομάθεια υγιή στο προβλεπόμενο μέλλον. Εάν θέλουμε περισσότερα παιδιά να αγκαλιάσουν την Ελληνομάθεια, πρέπει να έχουμε μια προληπτική στάση απέναντι στα ζητήματα και τις προκλήσεις που περικλείει και αναδύει ο τομέας. Χρειάζονται ενθαρρυντικές πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της απάθειας και πειράματα με εναλλακτικές λύσεις.

*Τα στατιστικά στοιχεία που παρατίθενται προέρχονται από το Υπουργείο Παιδείας Βικτώριας.