Το 1956, η Ρένα Βλαχοπούλου κατέβηκε από την Κέρκυρα στην Αθήνα, παρέα με μία κατσίκα. Όχι, αυτό δεν είναι κάτι που συνέβη στην πραγματική ζωή της μεγάλης πρωταγωνίστριας του ελληνικού θεάματος. Είναι απλώς η αφετηρία της ταινίας «Πρωτευουσιάνικες Περιπέτειες», η οποία έχει ιστορική σημασία, σηματοδοτώντας τόσο το ντεπούτο της μπριόζας κωμικού στο σινεμά, όσο και την πρώτη φορά που γυρίστηκε έγχρωμη ταινία στην Ελλάδα.

Η ταινία ξετυλίγεται γύρω από μερικά χαριτωμένα περιστατικά που περιγράφουν το πολιτισμικό σοκ που παθαίνει μια νεαρή επαρχιωτοπούλα στην μεγάλη πόλη. Ήταν η εποχή της ανοικοδόμησης, της αστυφιλίας και των εργολάβων, τότε που η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή έδωσε στην Αθήνα τη μορφή της σύγχρονης τσιμεντούπολης που γνωρίζουμε -και αγαπάμε να μισούμε- μέχρι σήμερα.

Δεν είναι η μοναδική ταινία που περιγράφει αυτήν τη σύγκρουση πολιτισμών, την διαφορά της αθωότητας και της απλοϊκότητας των ανθρώπων της υπαίθρου όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την μοντέρνα πόλη και τα ήθη της. Η καριέρα του Κώστα Χατζηχρήστου χτίστηκε πάνω σ’ αυτήν την κωμική αντίθεση (και ο ρόλος του ως μετανάστη στην Αμερική τόνισε το πόσο αυτό το αίσθημα γιγαντώθηκε, όταν οι Έλληνες βρέθηκαν από τα χωριά και τις κωμοπόλεις της μικρής τους χώρας σε συνθήκες πραγματικής μεγαλούπολης), επιτρέποντας στο κοινό να γελάσει με αυτό που στην ουσία ήταν η πηγή ενός μεγάλου άγχους.

Η εσωτερική μετανάστευση που έλαβε χώρα μεταπολεμικά στην Ελλάδα άλλαξε ριζικά την εικόνα της χώρας και γιγάντωσε μία πολύ χαρακτηριστική μορφή κόμπλεξ κατωτερότητας: τον επαρχιωτισμό. Ο επαρχιωτισμός αποτελεί μία από τις βασικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και το ενδιαφέρον είναι ότι έχει δύο διαμετρικά αντίθετες εκφάνσεις: από την μια είναι αυτή του απέραντου -κι εν πολλοίς άκριτου- θαυμασμού του αθώου επαρχιώτη απέναντι σε κάθε τι καινούριο, σε κάθε σημάδι προόδου, ανάπτυξης, μία άνευ όρων υποταγή στον ανώτερο πολιτισμό. Από την άλλη, είναι η άρνηση, μία πεισματική αντίδραση στο καινούριο, στην εξέλιξη, στην πρόοδο, σε ό,τι εμφανίζεται ως ανώτερο, απειλώντας με εξαφάνιση την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, την ανάμνηση μιας απλής ζωής, τους ίδιους. (Παρεμπιπτόντως, για τους μετανάστες στην Αυστραλία, αυτό το δίπολο του επαρχιωτισμού εμφανίζεται στον τρόπο που περιγράφουν την δεύτερη πατρίδα ως «ένα σύγχρονο, οργανωμένο κράτος που όλα λειτουργούν», αλλά και όπου, ταυτόχρονα, οι κάτοικοι «δεν ξέρουν να ζουν»).

Οι δύο αυτές εκφάνσεις αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και οι δύο όψεις έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα στην Ελλάδα. Απέναντι στον Αμερικανό Πρόεδρο, ο Έλληνας πρωθυπουργός έδειξε μία σαφή περιφρόνηση (αν όχι άγνοια) του πρωτοκόλλου: του απευθύνθηκε στον ενικό, χασμουριόταν, έδειχνε να βαριέται, καθόταν άτσαλα και, για μια ακόμη φορά, επέμεινε στην ξεροκέφαλη άρνησή του να φορέσει γραβάτα. Για μια ακόμη φορά, ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε με τη στάση του και τη δημόσια παρουσία του ότι οι κανόνες και το τυπικό της διεθνούς πολιτικής δεν ισχύουν για τον ίδιο και την κυβέρνησή του. Αυτό ήταν σαφές από την εποχή που ο Γιάνης Βαρουφάκης έκανε περιοδεία στην Ευρώπη με μπουφάν (αν όχι από την ημέρα που εισήλθαν στη Βουλή οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ με τα πέδιλα και τα γιλέκα εκστρατείας).

Απολύτως αναμενόμενα, αυτή η εικόνα προκάλεσε τις συνήθεις αντιδράσεις από το μέτωπο των επικριτών του, οι οποίοι δεν έχασαν ευκαιρία να τονίσουν με κάθε τρόπο πόσο ‘λίγος’ είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός, αγράμματος, άξεστος, ατημέλητος, απέναντι στον άψογο, ευθυτενή, ευφραδή και γαλαντόμο Αμερικανό Πρόεδρο. Εκφράζοντας την ντροπή τους για την εικόνα που δίνει η Ελλάδα, μέσω του Αλέξη Τσίπρα στον κόσμο, έδειξαν κι αυτοί τον δικό τους αθάνατο ελληνικό επαρχιωτισμό.

Αυτού του είδους η αισθητική και υπαρξιακή διαφωνία δεν ξεκινά ασφαλώς με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν με την αστυφιλία του ’50. Αποτελεί δομικό στοιχείο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, όπως διαμορφώθηκε από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, όταν οι φουστανελάδες οπλαρχηγοί, οι βρακοφόροι κοτζαμπάσηδες και οι ρασοφόροι ιερείς χρειάστηκε να μοιραστούν την εξουσία με τους ευρωπαϊκά ενδεδυμένους Φαναριώτες, διπλωμάτες και πολιτικούς της διασποράς, υπό την ηγεσία έξωθεν επιβεβλημένων μοναρχών.

Δύο αιώνες και βάλε μετά, οι ίδιες πολιτισμικές αντιθέσεις παραμένουν ακλόνητες, ενδεδυμένες από την μια με τον μανδύα του αριστερού αντικομφορμισμού και από την άλλη με τα ρούχα των κανόνων της αστικής ανατροφής. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι, αυτή η συζήτηση, όχι μόνο δεν αφορά καθόλου τα πραγματικά προβλήματα της Ελλάδας, αλλά αντιθέτως, θολώνει τα νερά, εμποδίζοντας την πραγματική συζήτηση που θα έπρεπε να γίνεται στην Ελλάδα σήμερα. Πρόκειται για μία απόδειξη της ανεπάρκειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, της αδυναμίας να υπάρξει πολιτική συζήτηση με πολιτικούς όρους κι αυτό είναι κάτι που ο Αλέξης Τσίπρας εκμεταλλεύεται προς όφελός του.

Ο ίδιος άλλωστε, υιοθετώντας την πολιτική της συστηματικής υποταγής στους όρους του μνημονίου, όχι μόνο αθέτησε όλες τις προεκλογικές του υποσχέσεις, αλλά προδίδει καθημερινά όλες τις αξίες και τις ιδέες της Aριστεράς. Γι’ αυτό, δέχεται κριτική με πολιτικά επιχειρήματα, μόνο εξ αριστερών. Το (ανύπαρκτο) κέντρο και η (εν αναμονή εξουσίας) Δεξιά, έχοντας ήδη αποδεχθεί τους όρους των δανειστών, έχουν μείνει χωρίς πολιτικά επιχειρήματα, γι’ αυτό και μένουν στην εικόνα. Αλλά και σ’ αυτό το πεδίο χάνουν. Οι επικριτές του Τσίπρα, βλέποντάς τον απέναντι στον Ομπάμα, φώναζαν: «δεν έχει κοντά του κανέναν επικοινωνιολόγο, να του δείξει πώς να στέκεται, πώς να ντύνεται και να βάλει επιτέλους γραβάτα;». Αυτό που αγνοούν είναι ότι κάθε επικοινωνιολόγος θα επέμενε ακριβώς στο αντίθετο. Όσο ο Αλέξης Τσίπρας αποπροσανατολίζει τους αντιπάλους του με το τέχνασμα της γραβάτας, τόσο εξασφαλίζει ότι η συζήτηση θα περιορίζεται στα επουσιώδη, αντί για τα ουσιαστικά και θα μειώνονται οι πιθανότητες να υπάρξει πραγματική αμφισβήτηση της πολιτικής του. Πονηρός ο βλάχος.