«Evviva la libertà». Το μήνυμα αναβόσβηνε στην οθόνη του κινητού μου, βγάζοντας μία άγρια χαρά. Ζήτω η Ελευθερία. Αποστολέας, η φίλη μου η Τιτσιάνα, από τη Ρώμη. H επικοινωνία μας είναι κυρίως μέσω Facebook. Τον τελευταίο καιρό οι αναρτήσεις της αφορούσαν κυρίως δύο θέματα: το ιταλικό δημοψήφισμα και μία εκδήλωση μνήμης για τον Παζολίνι στην οποία συμμετείχε. Η Τιτσιάνα είναι ηθοποιός. Έχει πίσω της μεγάλη καριέρα στο θέατρο, την τηλεόραση, το σινεμά -έχει παίξει και με την Ειρήνη Παππά- αλλά τελευταία, ασχολείται κυρίως με μεταγλωττίσεις. Η κρίση δεν την έχει αφήσει ανεπηρέαστη. Για τους αναλυτές του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της Κυριακής, η Τιτσιάνα είναι θύμα του λαϊκισμού. Την τούμπαραν τα παχιά λόγια του Μπέπε Γκρίλο, η ανίερη συμμαχία μεταξύ της οπισθοδρομικής Αριστεράς και της εθνικιστικής Ακροδεξιάς που αρνούνται να δουν τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης, της ανάπτυξης, της ευρωζώνης.
Τα ίδια ακούγονται παντού στον κόσμο: όταν ο αμερικανικός λαός ανεβάζει στο τιμόνι της χώρας έναν δημαγωγό σαν τον Ντόναλντ Τραμπ, όταν οι Βρετανοί επιλέγουν να αποχωρήσουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν οι Έλληνες απορρίπτουν τους όρους της δανειακής σύμβασης που προβλέπει την εξαθλίωση των εργασιακών σχέσεων και τη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης. Το ιταλικό και το ελληνικό δημοψήφισμα έχουν ένα ακόμη κοινό. Και τα δύο αντιμετωπίστηκαν ως ψήφος αντίθεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ’ ότι και στα δύο το ερώτημα ήταν άλλο. Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αποδοχή του μνημονίου σήμαινε την αποδοχή της επιτροπείας, του γεγονότος ότι η χώρα είναι μία αποικία χρέους κι έχει εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία στο κονκλάβιο του Eurogroup, υπό τον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας. Όταν το 2012 οι «New York Times» ξεκίνησαν να πρωτοδημοσιεύουν ρεπορτάζ από την Ελλάδα των μνημονίων, περιέγραφαν τη χώρα σαν το πεδίο της μάχης δύο αντίρροπων δυνάμεων: της δημοκρατίας και των αγορών. Η εξέλιξη έχει δικαιώσει την εφημερίδα, και ειδικότερα στα σημεία που περιέγραφε την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού στην Ευρώπη.
Αυτό ήταν σαφές στο δημοψήφισμα της Κυριακής. Το επίσημο διακύβευμα ήταν οι αλλαγές στο σύνταγμα που θα έθεταν την Γερουσία υπό τον έλεγχο του πρωθυπουργού, ώστε να μπορεί να περάσει τις μεταρρυθμίσεις που επιθυμούσε, επιβάλλοντας ουσιαστικά την πολιτική που η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί μονόδρομο. Ο Ματέο Ρέντσι είχε απέναντί του μία εχθρική Γερουσία. Δεν ήταν ο πρώτος ηγέτης που αντιμετώπιζε κάτι τέτοιο. Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε την ίδια εμπειρία και ρίχνει εκεί -στην ελεγχόμενη από τους ακραίους ρεπουμπλικάνους Γερουσία- την αδυναμία του να υλοποιήσει την ‘Αλλαγή’ που ευαγγελιζόταν το 2008. Στα καθ’ ημάς, ο πρωθυπουργός Μάλκολμ Τέρνμπουλ αναγκάζεται να προβεί σε εξαντλητικές διαπραγματεύσεις με τους ανεξέλεγκτους Γερουσιαστές, προκειμένου να αποσπάσει την ψήφο τους για τα νομοσχέδια που θέλει να περάσει. Αυτή όμως είναι η φύση της Δημοκρατίας – ή τουλάχιστον της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, και ειδικά αυτής που βασίζεται σε δύο κοινοβουλευτικά σώματα: η δημιουργία συνθηκών συναίνεσης, ώστε να εφαρμοστεί μία πολιτική που θα ξεπερνά τις επιμέρους κομματικές επιδιώξεις και τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων. Ο Ρέντσι επεδίωξε να το παρακάμψει αυτό. Να ευνουχίσει έναν από τους πυλώνες της -προβληματικής, έστω- ιταλικής δημοκρατίας, χάριν των επιταγών της ευρωκεντρικής λιτότητας. Και τιμωρήθηκε, από έναν λαό που δεν φαίνεται να πολυκαταλαβαίνει γιατί πρέπει να νιώθει υποχρεωμένος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το δόγμα της ανάπτυξης. Για μια ακόμη φορά, ένας ηγέτης δεμένος στο άρμα των αγορών αποδείχθηκε ότι δεν είναι σε θέση να αφουγκραστεί τον λαό του. Κι όμως, οι Ιταλοί από την αρχή έδειξαν την αγωνία τους για την κατεύθυνση που ακολουθεί η Ευρώπη. Όποιος θυμάται τις πρώτες μέρες της υιοθέτησης του ευρώ, μπορεί να ανακαλέσει την οργή των Ιταλών πολιτών για το κύμα ακρίβειας που συνόδευσε αυτήν την αλλαγή νομίσματος, οδηγώντας τις τιμές των προϊόντων προς τα πάνω. Το ίδιο είχε συμβεί στην Ελλάδα και αλλού. Από τότε, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία προσπαθούσε να καθησυχάσει τον κόσμο, απορρίπτοντας τις ανησυχίες και επιβεβαιώνοντας ότι όλα, με κάποιον μαγικό τρόπο, θα έρθουν σε ισορροπία. Το αόρατο χέρι της αγοράς, θα έφερνε την ισορροπία. Όπως φαίνεται αυτό δεν συνέβη. Αλλά αυτό δεν πτοεί τους αμετανόητους ιεραπόστολους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απέναντι σε λαούς που αντιδρούν στην εκχώρηση της εθνικής τους κυριαρχίας, στην υποχρεωτική συμμόρφωση με τις εντολές μίας κεντρικής ηγεσίας που βρίσκεται σε άλλη χώρα, ο αντίλογος παίρνει τον χαρακτήρα νουθεσίας, αν όχι συλλήβδην απόρριψης εκείνων που αντιδρούν, ως θύματα του λαϊκισμού. Από τη μια υπάρχει ένας πληθυσμός που φωνάζει ότι δεν είναι ευχαριστημένος από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα, που νιώθει απειλή, φόβο, πίεση, άγχος επιβίωσης. Κι από την άλλη μια ηγεσία που κουνάει το δάχτυλο και υποδεικνύει ποιο είναι το ‘σωστό’ συναίσθημα. Όσο η δεύτερη πλευρά αρνείται να ακούσει την πρώτη, εκείνη θα πηγαίνει προς το μέρος όσων φαίνεται να το κάνουν.
Μέχρι στιγμής, αυτοί είναι οι ακροδεξιοί που σπεύδουν, κατά τον συνήθη τρόπο, να εκμεταλλευτούν την αναταραχή. Πρόκειται για ένα παράδοξο. Σε μία κρίση δημοκρατίας, να κερδίζουν έδαφος οι εχθροί της, υποδυόμενοι τους υπερασπιστές της.
Όσοι ανησυχούν από αυτήν την εξέλιξη, θα πρέπει να βρουν τρόπο να το αντιμετωπίσουν. Όχι με νουθεσίες, ούτε με ευχολόγια. Με αλλαγή πολιτικής. Με επιλογή στρατοπέδου. Επιλέγοντας την δημοκρατία έναντι των αγορών.