ΠΡΙΝ αρχίσω να γράφω τη στήλη, της δίνω έναν κωδικό για να τη «σώσω» και να την «αποθηκεύσω» στο σύστημα…

Ο κωδικός της στήλης αυτής, από τότε που άρχισε να γράφεται ηλεκτρονικά (πριν καμιά τριανταριά χρόνια) αρχίζει με τα αρχικά μου και συνεχίζει με την ημερομηνία της έκδοσης, τον μήνα και το χρόνο…

Ο κωδικός αναζήτησης της στήλης που διαβάζετε σήμερα, για παράδειγμα, είναι bs081216…

ΚΑΙ τι μας νοιάζει εμάς, θα μου πείτε. Δεν νοιάζει εσάς, αλλά νοιάζει εμένα, θα σας απαντήσω…

ΚΑΙ με νοιάζει, γιατί θέλω-δεν θέλω, ο κωδικός αυτός μου θυμίζει, κάτι που δεν θέλω να θυμάμαι: πόσο γρήγορα περνούν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια…

ΟΤΑΝ πρωτοάρχισα να τον χρησιμοποιώ δεν μου είχε περάσει από το μυαλό, ότι θα έγραφα τα «Ξυράφια» τόσα χρόνια και ο κωδικός αυτός θα κατέγραφε αντίστροφα και τα χρόνια της ζωής μου…

ΜΕΧΡΙ που μπήκαμε στον νέο αιώνα όλα πήγαιναν καλά. Από το 2000 όμως και έπειτα, το ρολόι άρχισε να επιταχύνει και τα χρόνια να αλλάζουν όλο και πιο γρήγορα…

ΟΣΟ γρήγορα περνούσαν κάποτε οι μήνες τώρα περνούν τα χρόνια, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνω πια ούτε τον κωδικό του νέου έτους να αλλάξω…

ΕΧΩ αρχίσει να χάνω την αίσθηση του παρόντος χρόνου και να περνώ -αέρα πατέρα- από το παρελθόν στο μέλλον…

ΔΕΝ είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, θα μου πείτε. Και αυτό το ξέρω, αλλά δεν με βοηθά σε τίποτα…

ΓΙΑΤΙ αν δεν βιώνεις το χρόνο που περνά και η μνήμη σου δεν καταγράφει το παρόν, είναι ουσιαστικά σαν να μη ζεις…

ΤΑ πιο πάνω τα έγραψα μετά από μια συζήτηση με τον συνάδελφο Σωτήρη Χατζημανώλη, στον οποίο συνήθως καταφεύγω για… καμιά «καλή ιδέα» προς σχολιασμό.

ΣΤΗΝ ερώτησή μου «τι γράφουμε σήμερα» απάντησε: «Σε εορταστική περίοδο έχουμε μπει, γράψε κάτι για τα Χριστούγεννα»…

ΤΟ σκέφτηκα για λίγο και επειδή δεν ήθελα να γράψω πάλι για το πώς γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα στο χωριό μου πριν από μισό… αιώνα, είπα να γράψω για τα Χριστούγεννα στην Αυστραλία…

ΕΤΣΙ, λοιπόν, άρχισα να ψάχνω το αρχείο της μνήμης μου, προκειμένου να ανακαλέσω καμιά ντόπια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση…

ΠΡΟΣ μεγάλη μου έκπληξη, διαπίστωσα ότι αν αφαιρέσω δυο-τρία χριστουγεννιάτικα «πάρτι» στο σπίτι του Χρήστου Μπαμπατζιά, με την ευκαιρία της ονομαστικής του εορτής (στα οποία είχα αναφερθεί πέρυσι) και κάνα-δύο άλλα που πέρασα στην έρημο της Αυστραλίας (για τα οποία, επίσης, είχα ξαναγράψει), δεν βρήκα τίποτα άλλο…

ΤΟ κενό για μια τόσο μεγάλη γιορτή ήταν τόσο εντυπωσιακό που κατέφυγα στον μηχανισμό αναζήτησης της μνήμης μου…

ΔΙΑΒΟΛΕ, λέω στον εαυτό μου, τα περισσότερα Χριστούγεννα της ζωής μου, σε τούτη τη χώρα τα πέρασα, είναι δυνατόν να μη θυμάμαι τίποτα που να αξίζει να αναφερθεί…

ΚΑΤΕΦΥΓΑ πάλι στον μηχανισμό αναζήτησης και μετά από πολύ ψάξιμο θυμήθηκα, ότι τα Χριστούγεννα του 2013 τα πέρασα στο Ζωολογικό Κήπο Μελβούρνης χαζεύοντας έναν γορίλα που προσπαθούσε να ανοίξει το χριστουγεννιάτικο… δώρο που του είχαν κάνει για να συμμετέχει και αυτός στη γιορτή…

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, δεν θα σας κρύψω, ότι όσο το έψαχνα τόσο «τα Χριστούγεννα στην Αυστραλία» μου θύμιζαν περισσότερο ανέκδοτο παρά γιορτή…

ΓΙΑ κάποιο λόγο, από το 1970 που πάτησα το πόδι μου σε αυτή τη χώρα, η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα της Μελβούρνης με ξενέρωνε…

ΔΕΝ μπορούσα με καμιά δύναμη να πιστέψω, ότι θα έκανα Χριστούγεννα χωρίς χιόνια και παιδάκια να τριγυρνούν στους χιονισμένους δρόμους και να λένε τα Κάλαντα…

ΚΑΙ μόνο που μου περνούσε από το μυαλό ότι θα έβλεπα τον Father Christmas να μοιράζει δώρα με… μαγιό στις παραλίες, έχανα κάθε εορταστική διάθεση…

ΟΛΑ αυτά ήταν πρωτόγνωρα για τη δική μου χριστουγεννιάτικη κουλτούρα…

ΓΙΑ μένα τότε, η εδώ ατμόσφαιρα έμοιαζε περισσότερο με καλοκαιρινό αυστραλιανό φεστιβάλ παρά με Χριστούγεννα…

ΑΣΕ που η… εορταστική προετοιμασία άρχιζε ένα ολόκληρο τρίμηνο πριν τα Χριστούγεννα, με αποτέλεσμα, να έχω εντελώς ξενερώσει την ημέρα των Χριστουγέννων και να μην πηγαίνω ούτε στην παραλία να κάνω μπάνιο, παρά το γεγονός ότι ορισμένες φορές το θερμόμετρο ξεπερνούσε τους 40 βαθμούς Κελσίου…

ΕΤΣΙ έμεινα χωρίς αναμνήσεις Χριστουγέννων από την Αυστραλία και αμανάτι με ένα θερμόμετρο κολλημένο κάτω από τους μηδέν βαθμούς…

ΩΣ εκ τούτου, κάθε φορά που θέλω να γράψω κάτι για τα Χριστούγεννα, καταφεύγω στην Ελλάδα και την ορεινή Αρκαδία όπου το ψύχος διατηρεί τις μνήμες πιο νωπές…

ΤΟ ίδιο, λοιπόν, λέω, να κάνω και σήμερα, γράφοντας για το ταξίδι μου από την Αθήνα στην Τρίπολη παραμονές Χριστουγέννων του 1959…

ΗΤΑΝ η χρονιά που είχα φύγει (μετά τον Δεκαπενταύγουστο) από το χωριό για να πάω να βγάλω το Γυμνάσιο στο Ορφανοτροφείο στον Πειραιά…

ΠΕΡΙΜΕΝΑ, λοιπόν, πώς και πώς, να έλθουν τα Χριστούγεννα για δύο λόγους: πρώτον, γιατί θα μου δινόταν η ευκαιρία μετά από μια τετράμηνη απουσία να πάω στο χωριό μου και, δεύτερον, γιατί θα επέστρεφα φορώντας καινούργια παπούτσια…

ΟΣΟ περνούσαν οι μέρες και πλησίαζαν Χριστούγεννα, τόσο η αγωνία μου κορυφώνονταν για το πώς θα είναι τα παπούτσια και το ταξίδι της επιστροφής στα Αγιωργήτικα…

ΝΑ προσθέσω εδώ ότι, από τις αρχές Σεπτέμβρη είχε έλθει ένας τσαγκάρης στο ορφανοτροφείο και είχε πάρει «μέτρα» από όλους τους τροφίμους (κάπου 250 παιδιά) και το κάθε ζευγάρι έγραφε το όνομά μας…

ΠΡΟΠΑΡΑΜΟΝΗ, λοιπόν, των Χριστουγέννων έγινε η καθιερωμένη γιορτή με σκετς, Κάλαντα και λοιπά και, στο τέλος, ο διευθυντής του Ιδρύματος καλούσε έναν-έναν με το όνομά του και του έδινε τα παπούτσια…

ΠΡΙΝ πάμε για ύπνο το βράδυ το πρώτο πράγμα που κάναμε όλοι ήταν να δοκιμάσουμε τα παπούτσια…

ΤΟ δικό μου το ζευγάρι ήταν, τουλάχιστον, τρία νούμερα μεγαλύτερο και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλα δεν μπόρεσα να το ανταλλάξω…

ΕΤΣΙ, την άλλη μέρα, ξεκίνησα με βαριά καρδιά και τα παλιά μου παπούτσια, να πάω στην Αθήνα να πάρω το τελευταίο λεωφορείο για την Τρίπολη…

ΠΡΙΝ αρχίσει να βραδιάζει, το λεωφορείο έφτασε στην Κόρινθο, έκανε μια στάση στον Ισθμό για σουβλάκι και μετά ξεκινήσαμε για το Άργος. Εκεί σταματούσε για δεύτερο… σουβλάκι στους Μύλους…

ΑΠΟ εκεί φύγαμε γύρω στις οκτώμισι και όσο πλησίαζε το λεωφορείο τον Κολοσούρτη και τα αρκαδικά βουνά, άρχισε να γαληνεύει ο πόνος για τα παπούτσια και να σκέφτομαι την επιστροφή στο χωριό μου, έστω και χωρίς αυτά…

ΛΟΓΑΡΙΑΖΑ, όμως, χωρίς τον ξενοδόχο. Στη μέση του Κολοσούρτη, δηλαδή στο πουθενά, χάλασε το λεωφορείο και ο οδηγός με τον συνοδηγό του, άνοιξαν τα καπάκια της μηχανής προσπαθώντας να διορθώσουν τη βλάβη…

ΤΕΛΙΚΑ με τη βοήθεια ενός φορτηγατζή κατάφεραν να το φτιάξουν και να ξεκινήσουμε για τον προορισμό μας. Στο μεταξύ, άρχισε να χιονίζει για τα καλά και πριν τον Αχλαδόκαμπο η μηχανή του λεωφορείου παρέδωσε για δεύτερη φορά το πνεύμα…

ΝΕΑ μαστορέματα, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, ο οδηγός και ο βοηθός του, ήξεραν την αιτία του κακού, σε μισή ώρα το έφτιαξαν και ξεκινήσαμε πάλι…

ΟΣΟ πλησιάζαμε στο όρος Αρτεμίσιο, το χιόνι πύκνωνε και ο οδηγός άρχισε να οδηγεί πολύ αργά για να μη βγει έξω από το δρόμο που είχε γίνει ένα με τα διπλανά χωράφια…

ΔΕΝ πέρασε ούτε μισή ώρα από την προηγουμένη στάση και το λεωφορείο σταμάτησε και πάλι. Αυτή τη φορά, όχι από μηχανική βλάβη, αλλά από το πολύ χιόνι…

ΜΕΧΡΙ να περάσουν αλυσίδες στους τροχούς και να ξεκινήσει πάλι το λεωφορείο, η ώρα είχε φτάσει έντεκα και μέχρι το χωριό μου είχαν απομείνει άλλα δέκα χιλιόμετρα που για να τα καλύψει χρειάστηκε σχεδόν τρία τέταρτα της ώρας…

Ο τελευταίος σταθμός που έκανε (μετά από 9 ώρες ταξίδι) για να κατέβω εγώ, ήταν το χωριό μου και μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου στην κορυφή του λόφου έφτασαν μεσάνυχτα…

ΕΚΕΙ τους βρήκα όλους ξύπνιους να ζεσταίνονται γύρω από το τζάκι και την κουζίνα να φωτίζεται από τα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Δίπλα στο τζάκι ήταν φρεσκογυαλισμένα τα παπούτσια του θείου μου και των εξαδέλφων μου…

Η γιαγιά μου, μου ζήτησε να της δώσω και τα δικά μου να τα γυαλίσει, αλλά δεν της τα έδωσα για να μη δει ότι οι σόλες τους είχαν τρυπήσει…

ΟΤΑΝ της είπα ότι δεν τα δίνω μου είπε: «Πάλι δεν θα πας όταν χαράξει στην εκκλησία ρε αχαΐρευτο»…