Οι περισσότεροι συγγραφείς που δίνουν συνεντεύξεις στις εφημερίδες το κάνουν για να προωθήσουν την δουλειά τους. Η Μιχαλία Αραθύμου είχε έναν άλλο λόγο. Ήθελε να στείλει ένα αντίτυπο του «Νέου Κόσμου» στην γιαγιά της. Όχι μόνο γιατί αυτό είναι κάτι που όλοι οι ομογενείς δεύτερης και τρίτης γενιάς έχουν κατά νου, όταν έρχονται σε επαφή με τα ομογενειακά μέσα, να κάνουν περήφανους τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, αλλά και γιατί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η γιαγιά συνδέεται με την αφορμή της συνέντευξης, δηλαδή την βράβευση της Μιχαλίας Αραθύμου στον διαγωνισμό διηγήματος της εφημερίδας «Sunday Star-Times» της Νέας Ζηλανδίας.
«Με συγκίνησε πολύ το ότι κέρδισα το βραβείο, γιατί το διήγημα είναι για μια Ελληνίδα νοικοκυρά της δεκαετίας του ’50, κάτι που δεν θεωρείται συνήθως συναρπαστικό θέμα» γελάει. «Η γιαγιά μου αποτέλεσε την έμπνευση για τον κεντρικό χαρακτήρα, αλλά η ιστορία μιλά για τις ερωτικές ιστορίες που δεν συνέβησαν, λόγω των αυστηρών κανόνων που διέπουν τις κλειστές κοινωνίες. Γι’ αυτό χάρηκα που αυτή η ιστορία θα δημοσιευτεί και θα διαβαστεί, γιατί οι ήρωες δεν είναι συνηθισμένοι στη λογοτεχνία της Νέας Ζηλανδίας».
Αυτό είναι κάτι που η συγγραφέας το γνωρίζει από πρώτο χέρι. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Γουέλινγκτον, όπου σπούδασε, έκανε διδακτορικό στη δημιουργική γραφή και δίδαξε σε πανεπιστήμια, προτού μετοικήσει με την οικογένειά της στη Μελβούρνη, αναλαμβάνοντας τη στήλη λογοτεχνικής κριτικής στο περίφημο περιοδικό «Overland». Η ιδέα μιας Νεοζηλανδής (και μάλιστα από μεταναστευτικό περιβάλλον) να αναλαμβάνει έναν τέτοιο ρόλο σε έναν αυστραλιανό λογοτεχνικό θεσμό, όπως είναι το «Οverland», είναι από μόνη της ασυνήθιστη, κάτι που η ίδια η Μιχαλία αναγνωρίζει.
«Είναι μέρος της πρόθεσης του περιοδικού να υιοθετήσει μία ευρύτερη προσέγγιση πάνω στη λογοτεχνία των χωρών του Ειρηνικού» εξηγεί. «Γι’ αυτό γράφω για το έργο των Μαορί συγγραφέων και με ενδιαφέρει να παρουσιάζω αυτόχθονες συγγραφείς. Η δουλειά μου είναι να φέρνω στο προσκήνιο φωνές που δεν ακούγονται πολύ».
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΕΙΣ ΕΝΑΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ»
Όσο για τη δική της λογοτεχνική φωνή, αυτή θα ακουστεί δυνατά και καθαρά τον Μάιο, όταν θα εκδοθεί το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Aukati», γεγονός που κάνει τη συγκυρία της βράβευσής της ιδανική. Όπως το διήγημα, έτσι και το μυθιστόρημά της περιγράφει την σύγκρουση πολιτισμών στις κοινότητες των Ελλήνων και των Κινέζων μεταναστών του Γουέλινγκτον, μέσα από μία «περίπου ερωτική ιστορία» που δίνει αφορμή στην συγγραφέα να θέσει το ζήτημα του ρατσισμού σε πολλά επίπεδα.
Από την μια, είναι ο ρατσισμός που υφίστανται οι μετανάστες από την κυριάρχη λευκή κουλτούρα, από την άλλη όμως, είναι και όσα συμβαίνουν ανάμεσα στις επί μέρους κοινότητες: «τι πιστεύουν η μία για την άλλη, πώς σχετίζονται μεταξύ τους, πώς αποδυναμώθηκαν στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης στην ευρύτερη κοινότητα». Παρά το ότι αναφέρεται στο παρελθόν, το θέμα του βιβλίου της δεν θα μπορουσε να είναι πιο σημερινό. «Πιστεύω ότι η προσέγγιση των πολιτισμών, το πώς να καταφέρουμε να βρούμε έναν τρόπο συνύπαρξης και να ζούμε μαζί, είναι το πιο σημαντικό ζήτημα που θα αντιμετωπίσουμε τα επόμενα 20 χρόνια», λέει, εξηγώντας πώς συνδέεται με όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας: το προσφυγικό, την ευρωπαϊκή κρίση, την υπερθέρμανση του πλανήτη, τις αμερικανικές εκλογές κ.ο.κ. «Θα μπορούσα να συζητώ για πολιτικά θέματα όλη μέρα» λέει, τονίζοντας ωστόσο ότι η πολιτική δεν είναι το κεντρικό θέμα της δουλειάς της.
«Όσα γράφω είναι μία συναισθηματική αντίδραση στον κόσμο γύρω μου. Τα κίνητρά μου δεν είναι πολιτικά, αλλά η πολιτική εισχωρεί στο κείμενο. Αυτό που κατάλαβα από την εμπειρία μου, ως παιδί που μεγάλωσε σε μία μειονότητα, είναι ότι το ατομικό δεν μπορεί να υπάρξει έξω από το πολιτικό πλαίσιο. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις έναν χαρακτήρα από το πολιτισμικό του περιβάλλον».
«ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΕ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΦΗΓΗΤΩΝ»
Για την ίδια, το περιβάλλον που μεγάλωσε αποτελεί ασφαλώς σημαντική επίδραση. «Νιώθω πολύ τυχερή γιατί μεγάλωσα μέσα σε συνθήκες ισχυρών οικογενειακών αξιών. Η γιαγιά και ο παππούς μου με πρόσεχαν, ήμουν πάντοτε περικυκλωμένη από θείους, θείες, ξαδέρφια. Την ίδια στιγμή, μέσα στα χρόνια, είδα αυτόν τον κόσμο να διαλύεται. Έχω δει πώς μία κουλτούρα μεταναστών μπορεί να αλλάξει μέσα σε μόλις μια γενιά και να μετασχηματιστεί στο πιο τυπικό μοντέλο δυτικής οικογένειας. Έτσι όπως είναι σήμερα η κοινωνία, με τους δύο γονείς σε μία οικογένεια να δουλεύουν, υπάρχουν ισχυρές απαιτήσεις που δυσκολεύουν τη διατήρηση αυτών των οικογενειακών δεσμών. Αλλά πιστεύω ότι αυτό το μοντέλο της οικογένειας, όπου τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε μία μεγάλη κοινότητα, είναι ο πιο υγιής τρόπος ανατροφής. Βέβαια, αυτή η κοινότητα μπορεί να μη συνδέεται απαραίτητα με δεσμούς αίματος, μπορεί να είναι φίλοι, ένα υποστηρικτικό περιβάλλον».
Δεν είναι όμως η αντίληψή της για την οικογενειακή ζωή που επηρεάστηκε από τις ελληνικές αξίες, αλλά και η ίδια της η ενασχόληση με τη λογοτεχνία. «Μεγάλωσα σε μια οικογένεια αφηγητών» λέει, περιγράφοντας μία εμπειρία που θεωρεί πως είναι κοινή για όλους τους Έλληνες. «Μεγάλωσα με τις ιστορίες της οικογένειάς μου, ιστορίες από διαφορετικές γενιές. Το μόνο που κάναμε, ήταν να λέμε ιστορίες ο ένας στον άλλον. Για μένα, η λογοτεχνία είναι η φυσική συνέχεια αυτής της παράδοσης, ένας τρόπος να υπάρχεις μέσα στον κόσμο και να τον κατανοείς. Αυτή η περίοδος που ζούμε είναι ιδιαίτερα δύσκολη και η τέχνη, η λογοτεχνία, η γραφή και η ανάγνωση είναι τα εργαλεία που μπορούν να μας βοηθήσουν να επεξεργαστούμε τις εμπειρίες μας».