Μεγάλες ανησυχίες έχει προκαλέσει στους νομικούς κύκλους της χώρας, η απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να επανεξετάσει, όχι μόνο το χρονικό όριο που θα φυλάσσονται οι πληροφορίες που είναι υποχρεωμένες να διατηρούν οι εταιρίες τηλεφωνίας και ηλεκτρονικών υπηρεσιών, αλλά και στο πώς θα μπορούν στο εξής να χρησιμοποιούνται.
Η σχετική νομοθεσία, που έθεσε σε ισχύ το 2014 η κυβέρνηση Τόνι Άμποτ, υποχρέωνε τις εταιρίες κινητής τηλεφωνίας και ιντερνετικών πληροφοριών να διατηρούν όλες τις τηλεφωνικές συνομιλίες και τις ανταλλαγές μηνυμάτων των πελατών τους για δύο χρόνια, προκειμένου να χρησιμοποιούνται για την αντιτρομοκρατική θωράκιση της χώρας.
Από την πρώτη στιγμή υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από νομικούς και οργανώσεις που αγωνίζονται για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και των προσωπικών δεδομένων των πολιτών της χώρας, αλλά η κυβέρνηση λόγω του γενικότερου κλίματος που επικρατούσε, λόγω των φόβων για πιθανό τρομοκρατικό χτύπημα, έπεισε το κοινοβούλιο ότι η υπερψήφιση του νόμου θα βοηθούσε στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας.
Έκτοτε, ο νόμος τέθηκε σε ισχύ και οι εταιρίες κινητής τηλεφωνίας και ιντερνετικής επικοινωνίας διατηρούσαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες και την ηλεκτρονική αλληλογραφία των πελατών τους, ώστε να μπορούν οι μυστικές υπηρεσίες, η αστυνομία και οι αρμόδιες Αρχές να έχουν πρόσβαση σε αυτές να παίρνουν τις πληροφορίες που θεωρούν ότι είναι σημαντικές και θα τους βοηθούσαν να εντοπίσουν έναν ύποπτο για κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα.
Επειδή, όμως, όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, «τρώγοντας σου έρχεται και η όρεξη», η κυβέρνηση και οι σύμβουλοί της διαπίστωσαν στην πορεία ότι ο σχετικός νόμος που ψηφίστηκε αποκλειστικά για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, μπορεί να «βελτιωθεί» και να επεκταθεί νομικά ώστε να καλύπτει και άλλες υποθέσεις.
Μεταξύ αυτών, ο «θησαυρός» των συγκεντρωμένων και αποθηκευμένων πληροφοριών -το γνωστό πλέον ως metadata- θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, όχι μόνο για την αντιμετωπίσει της ηλεκτρονικής πειρατείας, αλλά και για δικαστικές διαφορές Αστικού Δικαίου όπως είναι μια δίκη για την έκδοση διαζυγίου.
Αν επεκταθεί η νομοθεσία, ώστε να καλύπτει και άλλα αδικήματα και δικαστικές διαφορές, θα μπορεί ο δικηγόρος της ή του συζύγου να έχει όλες τις πληροφορίες που θέλει για τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά και την «ποιότητα» του ή της αντιδίκου.
Με δύο κουβέντες να έχει πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του άλλου, που μέχρι τώρα θεωρούνταν ιερά και απαραβίαστα και γι’ αυτό και προστατεύονταν από τη υπάρχουσα νομοθεσία.
Με το που έγιναν γνωστές οι προθέσεις της κυβέρνησης για την επέκταση της σχετικής νομοθεσίας το Νομικό Συμβούλιο Αυστραλίας αντέδρασε, τονίζοντας ότι αν υπερψηφιστεί το νομοσχέδιο θα αποτελέσει ένα ακόμα χτύπημα κατά των δημοκρατικών θεσμών της χώρας και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.
Αναφερόμενη στο θέμα αυτό η πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου, Fiona McLeod, είπε ότι ήδη ο ισχύων νόμος είναι ο χειρότερος και πιο παρεμβατικός νόμος που ισχύει στο δυτικό κόσμο και η επέκτασή του θα χειροτέρευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα.