Παρήλθον έτη έκτοτε. Ήταν η εποχή που ταξίδευα στην τεράστια απεραντοσύνη της πέμπτης ηπείρου για να πλοηγηθώ μέσα στην ατέρμονη έκτασή της χωρίς σημεία προσωπικής αναφοράς. Εδώ, εκεί, πάνω, κάτω, παντού. Adelaide, Cooper Pedy, Hobart, Broome, Mt. Isa. 1991, με το τρένο, το λεωφορείο και κάποτε με τα πόδια. Ζούσα το αρχικό όνομα αυτής της ηπείρου: η γη του Αγίου Πνεύματος, το οποίο, ως γνωστόν, όταν πνει, σε παίρνει όπου θέλει. Κάποτε έφτασα στο μικρό επίνειο Fremantle, κοντά στην πόλη της Πέρθης, την πρώτη στάση των μεταναστών στην Αυστραλία μετά από εβδομάδες πάνω στον Ινδικό ωκεανό.
Σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο ανακάλυψα ένα ολόκληρο ράφι ελληνικά βιβλία: «Τα πουλούσαν οι μετανάστες» μου είπε η βιβλιοπώλις, «όταν πρωτοκατέβαιναν για να πάρουν τα πρώτα τους αυστραλιανά δολάρια». Μια σκονισμένη φρουρά μυθικών αντικειμένων αγωνίας και λύτρωσης: σχεδόν όλη η νεοελληνική βιβλιοθήκη Φέξη, με τα ποιήματα του Ηλία Τανταλίδη, του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή, του Ιωάννη Βηλαρά, και μια ανθολολογία διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τον Ιωάννη Ζερβό. Τα βιβλία έφερναν σημάδια εντατικής ανάγνωσης.
Σημειώσεις ανορθόγραφες στο περιθώριο και ανολοκλήρωτες λέξεις στο τέλος κάθε βιβλίου. Κάποιος έφερε μαζί του μια μικρή βιβλιοθήκη. Γιατί άραγε να την εγκατέλειψε μόλις άραξε στους αντίποδες; Στο τομίδιο με τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είχε συχνές σημειώσεις σε μικτή καθαρεύουσα και υπογραμμίσεις με αστερίσκους και θαυμαστικά. Δεν υπήρχε όνομα πουθενά εκτός από δυο αρχικά, ‘Π.Η.’ και ένα τοπωνύμιο: ‘Αξιούπολις.’ Όλα με πένα. Αγόρασα την σειρά ολόκληρη και τράβηξα για τα ενδότερα και μετά προς βορράν, μέσω Uluru προς το Kakadu. Μόνος, παραδομένος στην αμέθεκτη λαγνεία των Αγγλικών, ενώ η γλώσσα της σιωπηλής ενατένισης μέσα μου αντηχούσε από «τα πολυσύλλαβα της ελληνικής τα παρεξηγημένα». Καθώς το τραίνο αγκομαχούσε προς το Uluru, βρήκα την ευκαιρία να ξεφυλλίσω τα βιβλία.
Ηλίας Τανταλίδης: «Στην θερμάστραν εμπρός /ένας γάτος χοντρός/ παντ’ απλώνεται. Με τα μάτια κλειστά / αγαπά στα ζεστά / να τεντώνεται». Σημείωμα στο περιθώριο: «Σαν τον δικό μας γάτο εις το χωριό: εκοιμάτο χαρίεις όταν τόσα δράματα εξυφαίνοντο γύραθε.»
Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής: «Η δύσις, πύλη φλογερά,/ λαμπράς αντανακλάσεις / ηκόντιζεν εις τα νερά / ως αν ενέμοντο πυρά / την πλάκα της θαλάσσης». Σημείωμα στο περιθώριο: «Δύσις, ανατολή, έχομεν χάσει προσανατολισμόν εδώ εις το πλοίον. Δευτέρα εβδομάς: το πέλαγος πυρακτωμένον και τεράστια κήτη αναπηδούν από τα βάθη της αβύσσου. Θέαμα ωραίον και φοβερόν.»
Ιωάννη Βηλαρά, Ποιήματα: «Πουλάκι ξένο/ξενιτεμένο/ πουλί χαμένο/ που να σταθώ;» Σημείωμα: «Δεν υπάρχει ορίζων, ώρα δειλινή. Γαλανή απεραντότης. Σά τί να κάμνει η μήτερ μου τώρα όταν ο ήλιος….» Συγκινητικά εις εαυτόν ψιθυρίσματα, σημεία λυγρά σιωπηλού σπαραγμού, κραυγές ξεριζωμού που έψαχνε να καρφώσει σημάδια γυρισμού και δεν άντεχε.
Οι σελίδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη έφεραν κάτι αλλόκοτα σύμβολα, ενώ στα τελευταία ατύπωτα φύλλα υπήρχαν αρκετές δυσανάγνωστες σημειώσεις, γραμμένες σαν ημερολόγιο που άρχιζε στις 12 Ιανουαρίου 1964 και τελείωνε απότομα στις 19 Μαρτίου του ίδιου έτους. Υπήρχαν σημειώσεις και σχόλια σε μερικά μόνο διηγήματα όπως ο «Αλιβάνιστος», «Στρίγγλα Μάννα», «Το Μοιρολόι της Φώκιας», «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου». Τα υπόλοιπα φαίνονταν να είχαν αφήσει ασυγκίνητο τον ανώνυμο αναγνώστη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν εκείνες σε ένα περίεργο διήγημα, τον «Άψαλτο». Είναι ένα από πιο σκοτεινά δράματα της απόλυτης ευκρίνειας, ένα από τα θαυμαστά δείγματα της παράδοξης τάσης του Παπαδιαμάντη να μυθουργεί το ασήμαντο και το αδιόρατο αποσκοπώντας στην άλωση των βεβαιοτήτων και της σκληρότητας των αναγνωστών του. H παρμενίδεια γλώσσα του Σκιαθίτη δημιουργεί μύθο όταν δεν συμβαίνει τίποτα, αφού κατορθώνει να αδειάσει την αφήγηση από κάθε ρομαντική ένταση που θα μπορούσε να εκτρέψει την προσοχή από τον υποδηλούμενο δράμα στην υποδηλούσα έκφραση. Άρχισα να διαβάζω.
Η κόκκινη έρημος έλαμπε γύρω μου, απόλυτη ησυχία, άνεμος θορυβοποιός σάρωνε γυμνές εκτάσεις, κάποτε νόμιζα ότι όλα είχαν σταματήσει σε μια ασάλευτη ρήση – αλλά όχι, όλα έτρεχαν και έρρεαν και ξεμάκραιναν. Τότε διάβασα: «Βαθείαν θυελλώδη νύκτα, προς όρθρον βαθύν, ο όμβρος εκόπασεν αίφνης, και δαιμονιώδης τυφών, κραταιός άνεμος εφύσησε, κ’ έπαυσεν ο κατακλυσμός του νερού, αφού επί τρεις ώρας είχε κάμη να πλεύση όλον το χωρίον εις την κοιλάδα την παράλιον». Μου έκρουσε το νου, όπως λέμε στον τόπο μου, η φράση: « Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο μόνον εν χάος πλωτόν.» Και με χτύπησε κατάστηθα το απαρομοίαστο: «Εφαντάζετο τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεμβρίου δεν έμελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης, περί τα μεσάνυχτα, ηκούσθη μεγάλη, εξωτική κραυγή: – Πι πι πι! πι πι! πι! πι!»
Ο αόρατος συνταξιδιώτης έγραφε: «Ύδωρ λύει και διαλύει. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε υδρόβια όντα, ύδωρ καταλύει και παραλύει. Οι άνθρωποι, ημείς, όντα που γλιστρούν επί ασταθούς εδάφους επί εδάφους ρευστού, πέλαγος αχανές.» Λίγο πιο κάτω: «Ο συγγραφεύς εγνώρισε πολλά την θλίψιν και την αγρυπνίαν. Διαβάζων επί του καταστρώματος περνώντας την Ερυθράν θαλασσαν εν μέσω ναυαγίων και καρχαριών.» Πιο κάτω: «Να εύρω το αγγλικόν του Βύρωνος εκ του Childe Harold δια τον άνθρωπος που εχάθη «άψαλτος, ασαβάνωτος, αμοιρολόγητος». Θαυμαστικά και αστερίσκοι πέντε περικύκλωναν την τελευταία παράγραφο—και η τελευταία φράση: «Γράφει ‘φαρμασώνον’. Γραπτέον ‘φραμασώνον’! Πόσαι παρεξηγήσεις!»
Διάβαζα τις σημειώσεις ενός αγνώστου πάνω στο σιβυλλικό, σπασμωδικό και ασύστροφο κείμενο του Σκιαθίτη, που ερευνούσε την δύναμη της αιφνίδιας συντριβής και της αδόκητης απόκλισης όταν όλες οι κανονικότητες και οι ρυθμοί καταργούνται, όπως συμβαίνει σε όλες τις απαρηγόρητες παραμυθίες του. Τότε όταν ο ακύμαντος βίος των ασήμαντων ανθρώπων μεγεθύνεται και αποκτά διαστάσεις μεταποιητικής ιεροφάνειας, διακόπτοντας την αταραξία του φυσικού ρυθμού και μεταμορφώνοντας το ιδιότυπο συμβάν σε στίλβουσα μοναδικότητα και κόμβο νοητών συγκλίσεων.
Το τραίνο σφύριζε, κάτω από το καυτερό λιοπύρι, την άνυδρη έρημο, στο μέσον του πουθενά, όταν από το κείμενο του Παπαδιαμάντη σμίγανε σαν αναστεναγμοί, δυο απύθμενες μοναξιές, δυό φοβισμένες καρδούλες, σε έξαρση και περιέργεια.
Οι σελίδες συνέτριβαν το χρόνο και τρέχαμε με το τραίνο μέσα από ένα σύμπαν γοητευτικό και υγρό και όμως μέσα σε μια φύση ξερή και απότιστη. «Τι τους ψαίλνετε;… Τι τους κάνετε νάνι-νάνι; … Όλοι στ’ ανάθεμα θα πάμε!…» έλεγε μια φωνή αμείλικτη που αντηχούσε πάνω από τις ασύλληπτες εκτάσεις. «Όλοι στ’ ανάθεμα θα πάμε!»
Κι έσταζαν έσταζαν ψεκάδες μείλιχου όμβρου, λες και κάποιος αρχαίος θεός θρηνούσε τα σκορπισμένα του παιδιά, που χαμένα στο τίποτα και στο πουθενά, αναγεννιούνταν μέσα στην εστιάζουσα πυρά της γλώσσας, την πρώτη και οριστική κοιτίδα.
Το βιβλίο καταστράφηκε αργότερα στο Σύδνεϋ, όταν μια καταιγίδα πλημμύρισε το γραφείο μου, προσφέροντας το θάνατο του ήρωά του στο παλαιό χαρτί που τον απομνημείωσε.
*Ο καθηγητής Βρασίδας Καραλής είναι επικεφαλής της Έδρας Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου Σϊδνεϊ. Το ανωτέρω κείμενο το έγραψε αποκλειστικά για την ιστοσελίδα του Ελληνικού Προγράμματος της Ραδιοφωνίας SBS (http://www.sbs.com.au/yourlanguage/greek/el)