Ως γνωστόν, κάθε Δεκέμβρη είθισται να επιλέγουμε το καλύτερο –κατά την άποψή μας– βιβλίο της χρονιάς που διαβάσαμε. Καθόλου εύκολη υπόθεση, αφού τα ενδιαφέρονται και αξιόλογα βιβλία είναι συνήθως αρκετά, καθιστώντας την επιλογή δυσχερέστατη. Φέτος, όμως, λόγω των συγκυριών και της επικαιρότητας, αντί να επιλέξουμε το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς, επιλέξαμε –αναγκαστικά– ένα βιβλίο με θέμα την πιο αμφιλεγόμενη και πολυσυζητημένη προσωπικότητα της χρονιάς, που το αμερικανικό περιοδικό «Time» επέλεξε ως τον Άνθρωπο της Χρονιάς. Δηλαδή τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – εξ ου και ο τίτλος του: The World According to Trump (εκδ. Hardie Grant Book, με γελοιογραφίες του Oslo Davis – «Ο κόσμος σύμφωνα με τον Τραμπ»).
Το βιβλίο μου το σύστησε η κόρη μου, η οποία το είχε αγοράσει ως δώρο για τα γενέθλια μιας φίλης της. Περιττό να πω ότι έπεσα στον πειρασμό να το διαβάσω αμέσως και απνευστί. Πρόκειται για ένα είδος μικρού ανθολογίου που περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά παραθέματα (από παλαιότερες και πρόσφατες συνεντεύξεις, ομιλίες, δηλώσεις, ρήσεις, αποφθέγματα, γνωμικά) του εκκεντρικού μεγιστάνα επιχειρηματία. Δηλαδή τη συμπυκνωμένη φιλοσοφία ενός αλλοπρόσαλλου κι απρόβλεπτου ανθρώπου ο οποίος φιλοδόξησε και κατάφερε να γίνει Πρόεδρος των ΗΠΑ. Αυτός ήταν και ο λόγος (η προσωπικότητα του Τραμπ) που με έκανε να ασχοληθώ με αυτό το φαινομενικά αστείο, αλλά κατά τα άλλα σοβαρό βιβλιαράκι. Όχι από συμπάθεια ή θαυμασμό για τον ίδιο, αλλά για το ποιον του χαρακτήρα του και τους κινδύνους που αυτός εγκυμονεί για την Αμερική και την ανθρωπότητα, σε ιδιαίτερα αβέβαιους και δύσκολους καιρούς. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοσμοθεωρίας του Τραμπ (μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον γράφοντα) είναι το ακόλουθο:
*
(Για τον πατέρα του Friedrich Drumpf, Γερμανό μετανάστη στην Αμερική): «Πάντα ήμουν πολύ αποδεκτός από τον πατέρα μου. Λάτρευε τον Ντόναλντ Τραμπ».
(Για τις σπουδές του): «Πήγα στο Wharton School of Business. Είμαι πράγματι έξυπνο άτομο. Ήμουν πραγματικά καλός φοιτητής στο καλύτερο σχολείο της χώρας». (Ο Τραμπ ποτέ δεν αρίστευσε στις σπουδές του, έστω κι αν ισχυρίζεται το αντίθετο σε όλα τα βιογραφικά του).
(Για την υπεροχή του): «Δεν υπάρχει κανένας άλλος στην ηλικία μου που να έχει πετύχει περισσότερα. Δεν μπορεί να είναι όλοι οι καλύτεροι». (Περιαυτολογώντας το 1987, σε ηλικία 41 ετών).
(Για τις ερωτικές κατακτήσεις του): «Συχνά όταν κοιμόμουν με την αφρόκρεμα των γυναικών του κόσμου έλεγα στον εαυτό μου, σκεπτόμενος το αγόρι από το Queens, «Μπορείς να πιστέψεις τι λαβράκια βγάζεις;»»
(Όταν έθετε υποψηφιότητα για την Προεδρία): «Είμαι το πιο πετυχημένο άτομο που έχει θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία, κατά πολύ μάλιστα… Θα έχουμε τόσες νίκες αν εκλεγώ που μπορεί να πλήξετε από τις νίκες».
(Επηρμένος από τις νίκες του): «Εγώ κερδίζω, κερδίζω, πάντα κερδίζω. Στο τέλος, πάντα κερδίζω. Είτε πρόκειται για γκολφ, είτε για τένις, είτε για τη ζωή, απλώς πάντα κερδίζω». (Από το βιβλίο Trump Nation: The art of being Donald – Η τέχνη του να είσαι ο Ντόναλντ).
(Προς τους εχθρούς του): «Συγγνώμη ηττημένοι κι εχθροί μου, αλλά το IQ μου είναι από τα υψηλότερα – και όλοι σας το ξέρετε!» (Από τουίτ προς όλους τους εχθρούς του, το 2013).
(Από τηλεοπτική συνέντευξη): «Ο κόσμος με αγαπάει. Και ξέρετε κάτι, υπήρξα πολύ πετυχημένος. Όλοι με αγαπούν». (Σ’ αυτούς που τον αγαπούν συγκαταλέγονται, σύμφωνα με τον ίδιο, οι ‘όμορφες γυναίκες’, οι ‘Λατίνος’, οι ‘Ευαγγελιστές’, οι ‘φτωχοί’, οι ‘τραπεζίτες’, οι ‘άνθρωποι του Χόλιγουντ’ κτλ).
(Για την ιδιοφυΐα του): «Είμαι ιδιοφυής. Ορισμένοι θα έλεγαν πως είμαι πολύ, πολύ, πάρα πολύ ιδιοφυής». (Συνέντευξη στο περιοδικό «Fortune», 2000).
(Για το ταμπεραμέντο του): «Έχω σπουδαίο ταμπεραμέντο. Το ταμπεραμέντο μου είναι πολύ καλό, πολύ ήρεμο». (Αντιθέτως, οι βιογράφοι του τον κατηγορούν για ‘bullying και παρενόχληση’ και για το άγριο ταμπεραμέντο του).
(Για τη σπουδαιότητα του να κερδίζεις): «Πιστεύω στο να κερδίζει κανείς. Είμαι πολύ καλός στο να κερδίζω». (Από συνέντευξη στο Bloomberg, 2015).
(Για τα πλούτη του): «Το ωραίο μ’ εμένα είναι πως είμαι πολύ πλούσιος». (Στο Good Morning America).
(Για το μέγεθος της περιουσίας του): «Εγώ αξίζω περισσότερο από 10 δισεκατομμύρια δολάρια». (Αντιθέτως, κατά το Bloomberg & Forbes, η περιουσία του κυμαίνεται μεταξύ $2,9 και $4,5 δις).
(Για τις ερωτικές του επιδόσεις): «Εγώ ποτέ μου δεν είχα πρόβλημα στο κρεβάτι…» (Από το βιβλίο Trump: Surviving at the top – Τραμπ: Επιβιώνοντας στην κορυφή).
(Για τη μνήμη του): «Έχω μια από τις φοβερότερες μνήμες όλων των εποχών». (Στο «The Hollywood Reporter»).
(Για το διαμέρισμά του): «Το διαμέρισμά μου το δείχνω σε πολύ λίγους ανθρώπους. Προέδρους. Βασιλιάδες». (Σχόλιο στο «The Apprentice»).
(Για τη μεταχείριση των γυναικών): «Πρέπει να τις μεταχειρίζεσαι [τις γυναίκες] σαν σκατά». (Σύμφωνα με άρθρο του περιοδικού «New York»).
(Για τα αισθήματά του προς τις γυναίκες): «Τίποτα δεν αγαπώ περισσότερο από τις γυναίκες». (Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2015, το 62 τοις εκατό των γυναικών ψηφοφόρων είχαν αρνητική γνώμη για τον ίδιο).
(Περί ρατσισμού): «Είμαι ο λιγότερο ρατσιστής που υπάρχει. Και νομίζω πως οι περισσότεροι που με ξέρουν θα σας το επιβεβαιώσουν. Είμαι ο λιγότερο ρατσιστής». (Απαντώντας σε μια κριτική, μετά από συνέντευξη Τύπου για τον Ομπάμα).
(Για τους μαύρους): «Η τεμπελιά είναι ένα χαρακτηριστικό των μαύρων… Μαύροι [τραπεζίτες] να μετρούν τα χρήματά μου! Το μισώ αυτό. Το μόνο είδος ανθρώπων που θέλω να μετρούν τα χρήματά μου είναι μικρόσωμα ανθρωπάκια που φορούν yarmulkes κάθε μέρα». (Παράθεμα από βιβλίο πρώην συναδέλφου του Τραμπ, το οποίο αργότερα ο τελευταίος ισχυρίστηκε πως ‘μπορεί να αληθεύει’).
(Για την κατάσταση στην Αμερική): «Οι ΗΠΑ έχουν καταντήσει χωματερή για τα προβλήματα όλων… Όταν το Μεξικό στέλνει τους πολίτες του, δεν στέλνει τους καλύτερους. Στέλνει άτομα με ένα σωρό προβλήματα… φέρνουν ναρκωτικά, φέρνουν έγκλημα. Είναι βιαστές. Και ορισμένοι, υποθέτω, είναι καλοί άνθρωποι». (Σχετικά με την ανάγκη ανύψωσης τείχους 3.200 χιλ. Μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού).
(Για τη μεταναστευτική πολιτική του): «Εγώ θα χτίσω ένα μεγάλο τείχος – και κανείς δεν χτίζει τείχη καλύτερα από μένα, πιστέψτε με – και θα το χτίσω πολύ ανέξοδα. Θα χτίσω ένα μεγάλο, μεγάλο τείχος στα νότια σύνορά μας, και θα αναγκάσω το Μεξικό να πληρώσει γι’ αυτό το τείχος. Να θυμάστε τα λόγια μου».
(Για το άτομό του και την οικογένειά του): «Εγώ είμαι καλός άνθρωπος. Στους ανθρώπους που με ξέρουν αρέσω. Αρέσω στην οικογένειά μου; Νομίζω ναι».
(Για την κόρη του): «Έχει πολύ ωραίο σώμα. Έχω πει ότι αν η Ιβάνκα δεν ήταν κόρη μου, ίσως να της έκλεινα ραντεβού». (Σχετικά με το πώς θα αντιδρούσε ο ίδιος αν η κόρη του πόζαρε για το περ. «Playboy»).
(Περί εγωισμού): «Δείξτε μου κάποιον χωρίς εγωισμό, κι εγώ θα σας δείξω έναν αποτυχημένο». (Απαντώντας στο γιατί χρειάζεται να αναγράφει το ‘Τραμπ’ με τεράστια γράμματα σε ό,τι χτίζει ή κατέχει).
(Πώς ανταποδίδει τα ίσα): «Αν κάποιος σας χτυπήσει, χτυπήστε τον δέκα φορές δυνατότερα». (Ο Τραμπ έχει μηνύσει, μεταξύ άλλων, μια ιθαγενή φυλή της Αμερικής, ένα μικρομάγαζο, τις πρώην συζύγους του, το λαό της Σκωτίας και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης).
(Για την κλιματική αλλαγή): «Η αντίληψη περί υπερθέρμανσης του πλανήτη δημιουργήθηκε από και για τους Κινέζους προκειμένου να καταστήσουν την αμερικανική βιομηχανία μη ανταγωνιστική».
(Για τα σωματικά του προσόντα): «Τα δάχτυλά μου είναι μακριά και όμορφα, όπως έχει τεκμηριωμένα αποδειχθεί, είναι και διάφορα άλλα μέρη του σώματός μου». (Απαντώντας σε επικρίσεις του περιοδικού «Spy» τη δεκαετία του ’80).
(Για τους Ρεπουμπλικάνους συνυποψήφιους): «Κοιτάξτε αυτό το πρόσωπο! [τον Carly Fiorina] Θα τον ψήφιζε κανείς; Μπορείτε να το φανταστείτε αυτό, το πρόσωπο του επόμενου προέδρου μας;».
(Για την Χίλαρι Κλίντον): «Εάν η Χίλαρι Κλίντον δεν μπορεί να ικανοποιήσει τον σύζυγό της, τι την κάνει να νομίζει πως μπορεί να ικανοποιήσει την Αμερική;». (Ένα τουίτ που ο Τραμπ διέγραψε σύντομα, αλλά που πρόλαβε να διαβαστεί).
(Για την Αριάννα Χάφινγκτον): «Η Αριάννα Χάφινγκτον είναι ασυμπάθιστη εσωτερικά κι εξωτερικά. Κατανοώ πλήρως γιατί ο πρώην σύζυγός της την παράτησε για έναν άντρα – πολύ καλή απόφαση». (Σχόλιο κατά της ιδρυτού του «Huffington Post» το οποίο δήλωσε πως θα κάλυπτε την εκστρατεία του Τραμπ όχι ως σοβαρό πολιτικό ρεπορτάζ αλλά ως διασκεδαστικό).
(Για την Αντζελίνα Ζολί): ‘Πραγματικά καταλαβαίνω από ομορφιά. Και θα σας πω, αυτή δεν είναι [όμορφη] – είμαι κάτοχος της Μις Υφήλιος. Είμαι κάτοχος της Μις ΗΠΑ. Θέλω να πω, εγώ κατέχω πολλά διαφορετικά πράγματα. Καταλαβαίνω από ομορφιά, και αυτή δεν είναι [όμορφη].’
*
Εκ πρώτης όψεως έχουμε ένα ανεκδοτολογικό ανθολόγιο. Ωστόσο, το ταπεινό αυτό πόνημα υπερβαίνει την σατιρική του πρόθεση, καθώς προσφέρει έναν ικανοποιητικό όσο κι απολαυστικό μπούσουλα σκιαγράφησης ενός ατόμου που φιλοδόξησε να κατακτήσει το υψηλότερο και πολυτιμότερο (γι’ αυτόν) ίσως «λάφυρο»: το αξίωμα της αμερικανικής Προεδρίας. Πρόκειται για ένα βιβλιαράκι που, εκτός απ’ τον εμφανώς ευτράπελο χαρακτήρα του, προσφέρει αρκετό food «for thought» (τροφή για σκέψη) και βέβαια ευρύτερο προβληματισμό για την πολιτική, τους πολιτικούς, τους ψηφοφόρους, αλλά και τη δημοκρατία στο παρόν και το μέλλον.
Αλλά ποιος και τι ακριβώς είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου; Ένας μεγαλομανής, ναρκισσιστής, ένας αλλοπρόσαλλος δημαγωγός, ή μήπως ένας ιδιοφυέστατος επιχειρηματίας; Ένας αλτρουιστής, αληθινός ευπατρίδης μεσσιανικών αντιλήψεων που θέλει να σώσει τη χώρα του από την παρακμή και απαξίωση και να την «ξανακάνει μεγάλη»; Παρακινδυνευμένοι και ίσως άδικοι χαρακτηρισμοί –θα πουν μερικοί– πριν καν την ορκωμοσία και ανάληψη των καθηκόντων του. Μπορεί. Αν και συμφωνώ με την ορθή επισήμανση του καθηγητή-ψυχιάτρου Στέλλιου Στυλιανίδη (ότι «πρέπει να εμπλουτίσουμε τα αναλυτικά μας εργαλεία μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση» προκειμένου να απαντήσουμε ικανοποιητικά σε ερωτήσεις όπως οι παραπάνω, συνεπώς «οι κοινωνιολόγοι, οι ανθρωπολόγοι, οι ψυχαναλυτές, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ίσως έχουν πολύ μεγαλύτερη χρησιμότητα στα πολιτικά επιτελεία από τους επικοινωνιολόγους και τους δημοσκόπους» [«Ο Τραμπ στο ντιβάνι», «Το Βήμα», 20.11.2016]), θα ήθελα να πω τούτο: Κρίνοντας από το περιεχόμενο του εν λόγω ανθολογίου, δικαιούμαστε, πιστεύω, να προβούμε σε μια προκαταβολική αποκρυπτογράφηση της προσωπικότητας του νεοεκλεγέντος Προέδρου.
Για να το πούμε απερίφραστα: Πολλοί, ακόμα και σοβαροί αναλυτές, φρονούν ότι πρόκειται για έναν ψυχοπαθολογικό τύπο, που θυμίζει – τηρουμένων των αναλογιών πάντα – την εγωπάθεια και μεγαλομανία των Χίτλερ, Μουσολίνι, Στάλιν και Μάο. Κάτι που ο ίδιος βέβαια ουδέποτε θα παραδεχόταν, εξαιτίας του υπερτροφικού «εγώ» ή «υπερ-εγώ» του που δεν του επιτρέπει οποιαδήποτε στοιχειώδη ενδοσκόπηση, αυτογνωσία και αυτοκριτική, πόσο μάλλον… ψυχανάλυση. Διότι αν ήταν τόσο πετυχημένος και κραταιός όπως διατείνεται, θέλοντας να πείσει τους πάντες για την υπεροχή του σε όλα, τότε πώς εξηγείται η αυταρχικότητα, η ωμότητα και οι μύδροι που εξαπολύει, αυτός ο οχετός που εξέρχεται από την ψυχή και το στόμα του; Προφανώς κάτι σοβαρό συμβαίνει με την ψυχολογία Τραμπ, όπως επισημαίνει ο Στυλιανίδης, «Για την αυταρχική προσωπικότητα του Τραμπ, έτσι όπως την περιέγραφαν η σχολή της Φρανκφούρτης (Τ. Αντόρνο 1950) και η σύγχρονη ψυχανάλυση, οι πρωτόγονες αμυντικές διεργασίες, όπως διχοτόμηση (καλό-κακό), ακατέργαστη εξιδανίκευση του εαυτού («η Αμερική είμαι εγώ και θα την κάνω ξανά μεγάλη»), δεν τον αφήνουν να αρκείται στην ήττα του αντιπάλου. Η κακοήθης επιθετικότητα και καταστροφικότητα αυτής της κουλτούρας του ναρκισσισμού τον οδηγεί στο να διατυπώνει ανερυθρίαστα ότι ο χαμένος (loser) πρέπει να είναι ταπεινωμένος, αποκλεισμένος, αντικείμενο απόρριψης ενώ ο νικητής στον καπιταλιστικό του κόσμο πρέπει να τα παίρνει όλα (winners take all)» (ό.π.). Εξ ου και το «πορτραίτο» που στοιχειοθετεί το υπό συζήτηση τομίδιο καταδεικνύει τα εξής:
Μπορεί αρχικά ο Τραμπ να έδινε την εντύπωση ενός ιδιόρρυθμου, γραφικού υποψήφιου, με ελάχιστες πιθανότητες εκλογής. Ενός εκκεντρικού ζάπλουτου που απλώς ήθελε να κάνει ένα ακόμη «show» ικανοποιώντας την άμετρη φιλοδοξία της εγωπάθειάς του. Ωστόσο, στην πορεία εξελίχθηκε σ’ έναν επικίνδυνο δημαγωγό, με τελικό αποτέλεσμα την κατάκτηση του υψηλότερου αξιώματος της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη, διαψεύδοντας συνάμα τη συντριπτική πλειοψηφία των δημοσκοπικών προβλέψεων.
Η υποψηφιότητα και μόνο του Τραμπ για την Προεδρία της Αμερικής αντικατοπτρίζει τον εκτροχιασμό της Δημοκρατίας σε επικίνδυνους (γι’ αυτή τη χώρα αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο) ατραπούς και τυχοδιωκτισμούς. Πολύ περισσότερο όταν η αναπάντεχη νίκη του έρχεται να εδραιώσει, καθιερώσει και διεθνοποιήσει τα οράματα και τις επαγγελίες των λαϊκίστικων ακροδεξιών πολιτικών μορφωμάτων ανά την υφήλιο, οδηγώντας, ενδεχομένως, την ανθρωπότητα σε ανεξέλεγκτες περιπέτειες.
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, μολονότι ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος προβάλλει και αυτοπροβάλλεται ως ένας ασυνήθιστα για τη χώρα του αδίστακτος εκπρόσωπος ωμότητας, επιθετικότητας, και βαναυσότητας, σε πολλές κοινωνικές ομάδες (εθνοτικές μειονότητες, μαύρους, μουσουλμάνους, γυναίκες, ανέργους, ομοφυλόφιλους, περιθωριακούς, κτλ) αλλά και άλλα κράτη, όπως π.χ. το Μεξικό (με την ανύψωση τείχους στα σύνορα), την Κίνα (με προστατευτικούς δασμούς, κτλ), εντούτοις βρίσκει απήχηση. Διότι ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα των Αμερικανών ψηφοφόρων σαγηνεύεται από την ακραία ρητορική και τις παραπλανητικές επαγγελίες του, βλέποντάς τον ως την αυθεντική ενσάρκωση της διαμαρτυρίας τους και το αντίβαρο όλων όσων έχουν καταρρεύσει γύρω τους (θεσμοί, πολτικό σύστημα, κτλ). Για όλους αυτούς, ο Τραμπ αντιπροσωπεύει τον τιμωρό των υπαίτιων για τα δεινά τους, την ελπίδα για επανόρθωση των αδικιών και του χαμένου «αμερικανικού ονείρου» τους και, φυσικά, της πληγωμένης εθνικής τους αξιοπρέπειας.
Εξίσου ανησυχητικό όμως με το τελικό αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών αλλά κι επικίνδυνο για το μέλλον της δημοκρατίας, είναι το γεγονός ότι η κατάκτηση της εξουσίας στην Αμερική επετεύχθη με τη χρήση κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου. Όπως π.χ. την παραπληροφόρηση του εκλογικού σώματος, τη σκόπιμη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, τις διάφορες συνωμοσιολογίες, την καλλιέργεια αποπροσανατολισμού των ψηφοφόρων με αυταπάτες, την απαξίωση των θεσμών (π.χ. με τη μη αναγνώριση του εκλογικού αποτελέσματος εάν νικούσε η αντίπαλος!), τους φιλιππικούς κατά του ανάλγητου και διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου της Ουάσινγκτον (έστω κι αν ο ίδιος αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο και αναπόσπαστο τμήμα της επιχειρηματικής ελίτ του συστήματος). Κι ακόμη, την κατάργηση των δημοκρατικών κατακτήσεων και αντικατάστασής τους από έναν πανίσχυρο απολυταρχικό ηγέτη (τον ίδιο) που, αν και αδίστακτος, ανήθικος πλουτοκράτης (βαυκαλίζεται για την ικανότητά του να αποφεύγει να πληρώνει φόρους) ενώ, αντιστοίχως, εκφράζει τη βούληση να… λύσει όλα τα προβλήματα των φτωχών και αδικημένων της χώρας που υποφέρουν εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, απευθυνόμενος κυρίως στο φανταστικό (κι ελάχιστα στο λογικό) όλων των αδικημένων και περιθωριοποιημένων από το Σύστημα.
Εξού και η επικράτηση της «συναισθηματικής δημοκρατίας», όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο καθηγητής Στυλιανίδης: «Η συναισθηματική δημοκρατία, ο θρίαμβος του θυμικού και της εκφόρτισης των πολλών απέναντι στην αποξένωση των κυρίαρχων μειοψηφιών, καταφέρνει και αποκωδικοποιεί με άμεσο τρόπο τον θυμό, την απελπισία και την προσδοκία του ψηφοφόρου. Η ήττα του ορθολογισμού είναι τόσο συντριπτική ώστε στο πρόταγμα του Τραμπ «Τι έχετε να χάσετε; Ψηφίστε με» συσκοτίζονται από το συλλογικό φαντασιακό οι δομικές αντιφάσεις του λόγου του: ταξική ψήφος, μισογυνισμός, σεξισμός, προκατάληψη και τιμωρία απέναντι στις μειονότητες, απομονωτισμός μιας ανοιχτής αγοράς και εθνικιστική περιχαράκωση ως απάντηση στην παγκοσμιοποίηση» (ό.π.). Προφανώς ο νέος Πρόεδρος εθελοτυφλεί και/ή υποκρίνεται αναιδέστατα στο γεγονός ότι η Αμερική υπήρξε ο πρωτεργάτης της παγκοσμιοποίησης και αυτή επωφελήθηκε τα μέγιστα, κυρίως από το ελεύθερο εμπόριο, εκμεταλλευόμενη την ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και το άνοιγμα των αγορών. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο Τραμπ κατάφερε να πετύχει το αδιανόητο: Να καταστήσει εαυτόν τον πιο απρόβλεπτο και γι’ αυτό – ενδεχομένως – τον πιο επικίνδυνο ηγέτη του κόσμου. Το εάν αυτό θα επαληθευτεί, εναπομένει να το δείξει ο μέγιστος κριτής όλων – ο χρόνος.
Υπό το φως των προαναφερθέντων, επανερχόμαστε στο αρχικό καίριο ερώτημά μας («Ποιος και τι ακριβώς είναι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου;») για να κλείσουμε με μια πιθανή απάντηση. Παραδόξως, φαίνεται να είναι προϊόν της παγκοσμιοποίησης που ο ίδιος αντιμάχεται. Μιας παγκοσμιοποίησης, οι ελίτ της οποίας αποδεικνύονται ανάλγητοι στα διαρκώς διογκούμενα προβλήματα των λαών, αλλά και ανίκανοι για οποιαδήποτε λύση. Κι επειδή, ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται το κενό, το τελευταίο έρχονται να συμπληρώσουν οι εκάστοτε εθνικιστές δημαγωγοί με τη λαϊκίστικη ρητορική τους, επισείοντας τον μπαμπούλα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας κτλ. Κι αυτά επόμενο είναι να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις παραπάνω ομάδες που έχουν πληγεί από την ανεξέλεγκτη οικονομία των αγορών. Απ’ αυτή την άποψη, ο Τραμπ αποτελεί προϊόν της κουλτούρας της νεο-Δεξιάς που εξαπλώνεται ραγδαία κι επικρατεί σε Αμερική κι Ευρώπη. Ένα φαινόμενο που πρέπει να αντιμετωπιστεί «και με όρους ψυχολογικής κατανόησης του συλλογικού φαντασιακού», κατά τον Στυλιανίδη. Διότι, όπως παρατηρεί, «η κατανάλωση, το μάρκετινγκ, η πολιτική ως διαφημιστικό προϊόν, η επιθυμία για απόδραση και διασκέδαση, η σεξουαλικότητα χωρίς αναστολές, η ελπίδα για μακρά νεότητα, η προσδοκία για ευημερία, η λατρεία του fitness, ο θρίαμβος του ατομικισμού, όλα αυτά είναι στοιχεία του «μειλίχιου τέρατος» [Π. Σιμόνε, 2008] που διαβρώνει συστηματικά την υποκειμενική ταυτότητα, τον ψυχισμό, διαλύει την ηθική διακήρυξη της Αριστεράς για αλληλεγγύη και ευσπλαχνία» (ό.π.).
Εν κατακλείδι, και σ’ αυτό το πνεύμα, η απάντηση του πανεπιστημιακού (ΑΠΘ) Θεόδωρου Παπαγγελή έρχεται να ολοκληρώσει εύστοχα και ιδανικά, πιστεύω, την επιχειρηματολογία του Στυλιανίδη την οποία και παραθέτω: «[…] ο Ντόναλντ δεν είναι τίποτε αν δεν είναι αίτιο και αιτιατό της αμερικανικής μαζικής πολιτισμικής βιομηχανίας: εικόνισμα της χρυσοτόκου μπίζνας, αρχιερέας του μάρκετινγκ, ζεν πρεμιέ του τηλεοπτικού trash, «μπεστ-σελερίστας» στην κατηγορία της συνταγογράφησης τύπου «πώς να γίνετε πλούσιος», χορηγός καλλιστειακών εμποροπανηγύρεων, ένοικος διαρκούς σαπουνόπερας όπου η γοητεία οφείλεται σε up market μοντέλες και η τόλμη στις μάτσο ορμόνες του. […]» («Ο Τραμπ, η αμερικανική ποπ κουλτούρα και οι Ευρωπαίοι «σνομπ»» («Το Βήμα», 20.11.2016).