Άγνωστα παραμένουν τα ανταλλάγματα που ζήτησε ή ενδέχεται να ζητήσει στο μέλλον η κυβέρνηση Trump από την Αυστραλία, μετά την υποχώρηση του νέου προέδρου των ΗΠΑ, υποχώρηση που προβλέπει την εφαρμογή της συμφωνίας που επετεύχθη μεταξύ του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Barack Obama και του πρωθυπουργού της Αυστραλίας Malcolm Turnbull, για εγκατάσταση των 1,800 προσφύγων που βρίσκονται στο κέντρο κράτησης των νησιών Ναούρου και Μάνους, στις ΗΠΑ.
Η ειδική μεταχείριση της Αυστραλίας, αφορά το πρόσφατο διάταγμά του Donald Trump για την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ σε μετανάστες και άτομα που έχουν γεννηθεί σε εφτά μουσουλμανικές χώρες, το Ιράν, Ιράκ, Λιβύη, Σομαλία, Υεμένη, Σουδάν και Συρία.
Ο πρωθυπουργός Turnbull με λακωνικό τρόπο επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση Trump θα τιμήσει την συμφωνία αποφεύγοντας να σχολιάσει το διάταγμα Trump, λέγοντας ότι δεν είναι της αρμοδιότητάς του. Αξίζει να αναφέρουμε ότι πολλοί αρχηγοί κρατών αλλά και μέλη του κόμματος των Ρεπουμπλικάνων στις ΗΠΑ καταδίκασαν, το διάταγμα Trump.
Απαντώντας στην κριτική που δέχθηκε για την στάση του λίγες ώρες μετά, ο κ. Τurnbull είπε ότι κύριο μέλημά του είναι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Αυστραλίας και των πολιτών της και ότι τις όποιες απόψεις του για το διάταγμα αν χρειαστεί να τις μοιραστεί, θα τις μοιραστεί απευθείας με τον Αμερικανό πρόεδρο τον οποίο όπως ανέφερε θεωρεί ως φίλο του.
Η διαβεβαίωση ότι όντως οι ΗΠΑ θα δεχθούν τους 1,800 πρόσφυγες, η πλειοψηφία των οποίων κατάγεται από τις εφτά χώρες που ο Donald Trump υποδεικνύει στο διάταγμά του ως χώρες προέλευσης τρομοκρατών, προήλθε από τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε η Αυστραλή υπ. Εξωτερικών Julie Bishop.
«Μετά από τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Mike Pence με διαβεβαίωσε ότι στο διάταγμα θα συμπεριληφθεί και ειδική εξαίρεση για την Αυστραλία» είπε η κ. Bishop.
Εν τω μεταξύ και ενώ ο κ. Turnbull δήλωνε ότι οι ΗΠΑ θα τηρήσουν τη συμφωνία και θα δεχθούν τους πρόσφυγες της Αυστραλίας, δημοσιεύματα που επικαλούνταν πηγές του Λευκού Οίκου αλλά και αξιωματούχος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αυστραλία ανέφεραν ότι παρά τις διαβεβαιώσεις του Αυστραλού πρωθυπουργού, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θα τιμήσει την συμφωνία που επισύναψε ο προκάτοχός του και ότι το υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ βρίσκεται σε συνεχή επαφή με το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ προκειμένου να διαπιστώσει τις εξαιρέσεις που θα συμπεριληφθούν στην πολιτική που θεσπίζει το διάταγμα Trump.
Ο διπλωμάτης δεν αναφερόταν αποκλειστικά στους 1.800 πρόσφυγες αλλά σε όλους τους Αυστραλούς πολίτες, που έχουν παράλληλα και την υπηκοότητα μίας εκ των εφτά χωρών που αναφέρονται στο διάταγμα Trump, των οποίων η είσοδος στις ΗΠΑ -σύμφωνα με το διάταγμα Trump- δεν επιτρέπεται.
Το γεγονός ότι τόσο ο πρωθυπουργός Turnbull όσο και η κ. Bishop ανέφεραν ότι ο αμερικανός πρόεδρος έκανε ιδιαίτερη χάρη στην Αυστραλία δεσμευόμενος οι ΗΠΑ να δεχθούν τους 1,800 πρόσφυγες, αφού βέβαια η αμερικανικές αρχές κάνουν «εξονυχιστικούς ελέγχους» για την αυθεντικότητα της αίτησής τους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε, εγείρει μία σειρά ερωτηματικά για τα ανταλλάγματα που ζήτησε ή έχει κατά νου να ζητήσει η αμερικανική πλευρά από την Αυστραλία.
Σύμφωνα με άρθρο της εφημερίδας The Australian, που επικαλείται αξιωματούχους του Λευκού Οίκου, το επιτελείο Trump θεωρεί ότι η εξαίρεση που έκανε για την Αυστραλία αποδυναμώνει το μήνυμα του διατάγματος και είναι δυσαρεστημένοι με την συγκεκριμένη εξέλιξη, ενόχληση και υποχώρηση που θα προσπαθήσει να εξαργυρώσει με άλλους τρόπους.
Με δεδομένες τις μέχρι τώρα δηλώσεις Trump ότι είναι αποφασισμένος να πολεμήσει την τρομοκρατία στο Ιράν και τη Συρία, η προοπτική οι ΗΠΑ να ζητήσουν από την Αυστραλία μεγαλύτερη στρατιωτική συμμετοχή, στις χώρες αυτές, εικάζεται ότι μπορεί να είναι ένα απ’ αυτά τα ανταλλάγματα που η σύμμαχος χώρα έχει κατά νου να ζητήσει από τη χώρα μας στο εγγύς μέλλον αν βέβαια δεν το έκανε ήδη.
Ένα άλλο θέμα που είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσει περαιτέρω πονοκεφάλους στην κυβέρνηση Turnbull αν ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ στραφεί στην συνδρομή της Αυστραλίας για να κάνει τις προεκλογικές του εξαγγελίες, πράξη είναι αυτό της Νότιας Σινικής Θάλασσας.
Ήδη η κυβέρνηση Τrump έχει εκνευρίσει την Κίνα και με το θέμα της Νότιας Σινικής θάλασσας και προειδοποίησε το Πεκίνο να μην προσπαθήσει να θέσει υπό τον έλεγχό του διεθνή ύδατα.
H επιθετική ρητορική του Τrump προεκλογικά επιβεβαιώθηκε πριν από λίγες μέρες από τον εκπρόσωπο Τύπου της κυβέρνησης των ΗΠΑ, Sean Spicer ο οποίος δήλωσε ότι εάν αυτά τα νησιά βρίσκονται πράγματι σε διεθνή ύδατα και δεν ανήκουν στην Κίνα, τότε οι ΗΠΑ θα εγγυηθούν «την υπεράσπιση» των (διεθνών) συμφερόντων και δεν θα επιτρέψουν να καταληφθούν από μια χώρα.
Η άμεση απάντηση του υπ. Εξωτερικών της Κίνας δείχνει ότι οι δηλώσεις Spicer δεν πτοούν την γείτονα χώρα μας. H Χούα Τσούνγινγκ, εκπρόσωπος του Κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών λίγο μετά έκανε γνωστό στο νέο «πλανητάρχη» πως η χώρα της είναι αποφασισμένη να προστατεύσει την κυριαρχία της και τα θαλάσσια δικαιώματά της στη Νότια Σινική Θάλασσα.
Υπενθυμίζουμε ότι το Πεκίνο διεκδικεί το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Σινικής Θάλασσας, όμως άλλα γειτονικά κράτη -όπως οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, το Μπρουνέι και η Μαλαισία- έχουν επίσης διεκδικήσεις και κάθε μία από αυτές ελέγχει αρκετά νησάκια σε αυτή την τεράστια θαλάσσια περιοχή.
Η Αυστραλία μέχρι τώρα έχει κρατήσει μία σχετικά ουδέτερη στάση στην διένεξη μεταξύ των κρατών που διεκδικούν τμήματα της Νότιας Σινικής Θάλασσας λέγοντας ότι η διευθέτηση της διένεξης επαφίεται στα εμπλεκόμενα κράτη τα οποία θα πρέπει να συνεργαστούν για την επίτευξη μίας ειρηνικής λύσης, ενώ παράλληλα αποδέχθηκε την απόφαση του δικαστηρίου της Χάγης που πριν από μερικούς μήνες απεφάνθη ότι οι διεκδικήσεις της Κίνας στην συγκεκριμένη περιοχή δεν έχουν καμία νομική βάση.
Αν η κυβέρνηση των ΗΠΑ όμως αποφασίσει να κάνει την επιθετική της ρητορική πράξη, ζητώντας την στήριξη (στρατιωτική ή άλλη) της Αυστραλίας η Αυστραλία και η κυβέρνηση Turnbull θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση αντιμετωπίζοντας σοβαρά εμπορικά αλλά και γεωστρατηγικά διλήμματα με συνέπειες που θα έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην θέση της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή του Νοτίου Ειρηνικού αλλά και των σχέσεων μας με την Κίνα.