Το ζήτημα της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία αποτελεί διαχρονική πληγή της παροικίας μας.

Όλοι γνωρίζουμε για τη σταδιακή μείωση των εγγραφών, την απώλεια ενδιαφέροντος από μαθητές δεύτερης και τρίτης γενιάς, αλλά και για κινήσεις που απειλούν να καταστήσουν τη διδασκαλία της Ελληνικής είδος προς εξαφάνιση, όπως για παράδειγμα η περυσινή ανακοίνωση δύο σχολείων της Βικτώριας (Northcote και Balwyn High School) για μελλοντική κατάργηση των αντίστοιχων προγραμμάτων.

Όμως αντί να διατηρούμε μια μοιρολατρική στάση ή να προσπαθούμε να βρούμε αποδιοπομπαίους τράγους στο πρόσωπο των γονιών ή των μαθητών, οι καιροί επιβάλλουν έναν ψύχραιμο απολογισμό προκειμένου να σχεδιάσουμε με ρεαλιστικά βήματα το μέλλον.

Για το σκοπό αυτό αναζητήσαμε τη γνώμη του ειδικού Γιάννη Μηλίδη, πτυχιούχου εκπαιδευτικού και φιλόλογου, ο οποίος συγκεντρώνει εμπειρία 36 χρόνων διδασκαλίας των ελληνικών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, από το δημοτικό και το λύκειο έως και ιδρύματα της τριτοβάθμιας.

Μεταξύ άλλων, ο κ. Μηλίδης έχει εργαστεί στα τμήματα γλωσσικών σπουδών των Πανεπιστημίων La Trobe, Deakin και Monash και έχει διδάξει Ελληνικά τόσο σε ημερήσια όσο και σε απογευματινά σχολεία. Διετέλεσε επί σειρά ετών διευθυντής των σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης καθώς και απογευματινών σχολείων του παροικιακού χώρου. Επίσης, ήταν ο ιδρυτικός διευθυντής του σχολείου της Κοινότητας Κυπρίων Βορείων Προαστίων της Μελβούρνης, ενώ ήταν και αυτός που εισήγαγε το Πρόγραμμα Ελληνικών στο Κολλέγιο του Epping, St Monica’s, το πρώτο σε καθολικό σχολείο. Επί του παρόντος διδάσκει στο κολλέγιο Aquinas του προαστίου Ringwood.

ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

Η μείωση των εγγραφών στα προγράμματα εκμάθησης της Ελληνικής είναι αισθητή τα τελευταία χρόνια. Τα απογευματινά σχολεία αριθμούν σήμερα 6.000 μαθητές σε σύγκριση με 8.000 το 2009, ενώ οι αριθμοί μαθητών στα κρατικά ημερήσια για τα αντίστοιχα χρόνια έπεσαν από 4.000 σε περίπου 2.900.

Στις εξετάσεις του VCE, μεταξύ 2014-2016 ο αριθμός των παιδιών που επέλεξαν να εξεταστούν στο μάθημα έχει μείνει σταθερός – γύρω στους 260 με 280 συμμετέχοντες – όπως επίσης και ο μέσος όρος επιτυχίας τους που κυμαίνεται μεταξύ 70 και 75%, και όπως μας πληροφορεί ο κ. Μηλίδης δεν έχει πέσει ποτέ κάτω από αυτό το επίπεδο.

Αξίζει μάλιστα να συγκρίνει κανείς αυτές τις επιδόσεις με άλλα μαθήματα των τελικών εξετάσεων, όπως τα Αγγλικά όπου το μέσο ποσοστό επιτυχίας δεν ξεπερνά το 60 %.

Σε αντίθεση με τα Αγγλικά, το μάθημα των Ελληνικών συγκαταλέγεται σε αυτά με αυξημένο συντελεστή δυσκολίας που μεταφράζεται σε 5 επιπλέον πόντους στο σύστημα βαθμολόγησης.

Γίνεται επομένως κατανοητό πως σε ενδεχόμενο επιτυχίας υψηλής βαθμολογίας, οι μαθητές των Ελληνικών αποκτούν σημαντικό προβάδισμα για την εισαγωγή στη σχολή της επιθυμίας τους.

Σύμφωνα με τον κ. Μηλίδη, αυτό καταρρίπτει μάλιστα την συχνή παρανόηση ότι το μάθημα των Ελληνικών στο επίπεδο VCE εξυπηρετεί μόνο όσους σκοπεύουν να ακολουθήσουν Ανθρωπιστικές Σπουδές. Στην πραγματικότητα, οι καλές επιδόσεις στα Ελληνικά μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην ενίσχυση της τελικής βαθμολογίας ανεξαρτήτως από την πανεπιστημιακή σχολή όπου στοχεύουν να γίνουν δεκτοί οι μαθητές.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Αρχικά, η εγγραφή σε μαθήματα Ελληνικών γίνεται φυσικά ύστερα από παρακίνηση των γονέων, όμως ήδη από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου οι μαθητές έχουν διαμορφώσει τη δική τους άποψη και έχουν την ωριμότητα να αποφασίσουν από μόνοι τους εάν θα συνεχίσουν.

Τα 12 έτη επομένως είναι καθοριστικά και η πιο συχνή ηλικία που οι έφηβοι παρατούν τα Ελληνικά.

Γι’ αυτό όπως επισημαίνει ο κ. Μηλίδης, “στο ελληνικό σχολείο, ο δάσκαλος πρέπει να έχει κερδίσει το ενδιαφέρον του παιδιού”.

“Διαφωνώ κατηγορηματικά με όσους εκπαιδευτικούς ρίχνουν το βάρος στους γονείς λέγοντας ότι δεν πολυενδιαφέρονται να φέρουν το παιδί στο ελληνικό σχολείο ή τους κατηγορούν πως δεν μιλούν Ελληνικά στο σπίτι”.

Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι στην εκμάθηση άλλων γλωσσών η μη εξάσκηση στο σπίτι δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για τη συνέχιση σε επόμενες τάξεις.

“Στην Αυστραλία μπορεί να μην έχουμε μεγάλη κοινότητα Γάλλων. Και όμως 42.000 παιδιά σε όλη τη Βικτώρια κάνουν Γαλλικά και μάλιστα περίπου 1.750 στο επίπεδο του VCE.”

Πρόκειται για παιδιά που δεν ακολουθούν 12 χρόνια σπουδών στη γλώσσα όπως τα Ελληνόπουλα, ούτε μιλούν Γαλλικά στο σπίτι.

Το πρόβλημα, προσθέτει, πηγάζει από την απώλεια ενδιαφέροντος του παιδιού, ευθύνη που βαρύνει τον εκπαιδευτικό και τη μέθοδο που ακολουθεί το εκάστοτε σχολείο, δεδομένου μάλιστα ότι οι σημερινοί γονείς δεν έχουν την ίδια επαφή με τη γλώσσα όπως οι μετανάστες των δεκαετιών ’60 και ’70 και επομένως έχουν υψηλές απαιτήσεις από την επίσημη διδασκαλία.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟ VCE

Σύμφωνα με τον ειδικό, υπάρχει ένας καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει την επιλογή του παιδιού για το αν θα ακολουθήσει ή όχι το μονοπάτι του VCE.

Ο λόγος για το άγχος και τον συνακόλουθο φόβο αποτυχίας στις εξετάσεις που συχνά αγνοείται και οδηγεί σε πτώση των εγγραφών.

“Αρχίζουν να νιώθουν μεγάλη πίεση λόγω των 5-6 μαθημάτων στα οποία πρέπει να δώσουν βαρύτητα με σκοπό να προγραμματίσουν τις μελλοντικές τους σπουδές. Εάν το παιδί δεν αισθάνεται ότι το ελληνικό σχολείο το έχει προετοιμάσει κατάλληλα για να επιτύχει υψηλούς βαθμούς στο VCE, αποφασίζει να μη συνεχίσει το μάθημα.”

Στην σωστή προετοιμασία και καλλιέργεια αυτοπεποίθησης, σημαντικό ρόλο παίζει η έγκυρη ενημέρωση τόσο των μαθητών όσο και των γονέων για το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και τη διδακτέα ύλη.

Όπως μας λέει ο κ. Μηλίδης, αυτό είναι κάτι που λείπει από τα περισσότερα αν όχι όλα τα απογευματινά σχολεία.

Δεδομένου ότι η προετοιμασία για το εξεταστέο μάθημα των Ελληνικών στο επίπεδο VCE ξεκινάει από το Year 11, είναι απαραίτητο να τίθενται στόχοι διετίας από το κάθε σχολείο και αυτοί να επικοινωνούνται στα παιδιά, ενώ εναπόκειται επίσης στους εκπαιδευτικούς να εργάζονται με γνώμονα τη σταδιακή εξοικείωση των μαθητών με το αυξανόμενο επίπεδο δυσκολίας.

“Σε κάθε χρονιά προτεραιότητα είναι όχι μόνο η διδαχή της ύλης αλλά και η προετοιμασία για την επόμενη τάξη, ώστε να αποκτά το παιδί το αίσθημα της επιτυχίας και της ψυχολογικής νίκης” αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ενδεικτική είναι η συνήθης «παγίδα» του θέματος της έκθεσης στην οποία πέφτουν οι εξεταζόμενοι και τους κοστίζει βαθμούς, με την πλειοψηφία να υστερεί ιδιαίτερα σε βασικές φιγούρες και έννοιες της ελληνικής ιστορίας.

Η λύση προτείνει είναι να δίνεται η αρμόζουσα βαρύτητα στον επίσημο οδηγό του Υπουργείου Παιδείας από τους εκπαιδευτικούς, ώστε οι μαθητές να εξοικειώνονται όχι μόνο με γνώριμα θέματα, αλλά να πραγματεύονται μια ευρεία θεματολογία με έμφαση σε εξέχουσες προσωπικότητες Ελλήνων, πρακτική που θα οδηγήσει ακόμη περισσότερο στην εμπέδωση της εθνικής και πολιτιστικής τους συνείδησης.

Συνιστάται επίσης η πολύπλευρη προσέγγιση των θεμάτων, που προχωρά πέρα από την κατανόηση στην κριτική ανάλυση και κατόπιν καλλιέργεια γραπτής και προφορικής έκφρασης.

Τέλος, απαραίτητη είναι και η σωστή παράδοση του μαθήματος, με την τάξη να πραγματεύεται ένα θέμα ανά δεκαπενθήμερο, όπου όχι απλά θα ζητείται από τα παιδιά να γράψουν για ένα οποιοδήποτε θέμα, αλλά θα τους διδάσκεται ο τρόπος συγγραφής της έκθεσης.

ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Το μάθημα των Ελληνικών εισήχθη στα σχολεία της Αυστραλίας τη δεκαετία του ’70. Με την πάροδο των χρόνων όμως ακολούθησαν εσφαλμένες πολιτικές που οδήγησαν στη μείωση των εγγραφών, με πρώτο λάθος τη χρησιμοποίηση των ίδιων βιβλίων που διδάσκονταν στην Ελλάδα.

Επρόκειτο, όπως εξηγεί ο κ. Μηλίδης για εκπαιδευτικό υλικό “πολιτιστικά ακατάλληλο” για τους μαθητές της Αυστραλίας, δεδομένου ότι δεν είχε σχέση με τις εδώ εμπειρίες, ενώ η γλώσσα ήταν δυσνόητη για τα Ελληνόπουλα της ομογένειας.

Το τέλμα ξεπεράστηκε με την εισαγωγή του προγράμματος “Παιδεία Ομογενών”, το οποίο συνέγραψε ύστερα από γνωμοδότηση με εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές το Πανεπιστήμιο Κρήτης με τη στήριξη επιχορήγησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι αλλαγές που εφαρμόστηκαν επεκτάθηκαν τόσο στη μέθοδο όσο και στο υλικό διδασκαλίας την μετέπειτα εικοσαετία.

Ο εφησυχασμός και η έλλειψη διορατικότητας όμως φαίνεται ότι επισκίασαν αυτή τη σημαντική νίκη για την ελληνομάθεια της διασποράς.

Αυτό που λείπει σήμερα επισημαίνει είναι η παραγωγή ανανεωμένου και κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού, κάτι που θα μπορούσε να αυξήσει και τις εγγραφές παιδιών μη ελληνικής καταγωγής.

“Εκεί έχουμε αποτύχει παταγωδώς, όχι μόνο ως παροικία αλλά και ως ελληνισμός της διασποράς. Δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να εκδόσουμε μια σειρά διδακτικού υλικού για αρχαρίους που απευθύνεται σε μη ελληνικής καταγωγής μαθητές, όπως έχουν κάνει οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Κινέζοι και ούτω καθεξής”.

Λαμβάνοντας ακόμη υπόψη ότι η διδασκαλία της γλώσσας διαφέρει από χώρα σε χώρα και ότι στην Αυστραλία επικρατεί η επικοινωνιακή μέθοδος δεν είναι αρκετό να έχουμε βιβλία αλλά και οπτικοακουστικό υλικό που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των παιδιών που ζουν στην χώρα.

Ακόμη και στις μεμονωμένες περιπτώσεις που αυτό έχει συμβεί, δεν υπάρχει, υποστηρίζει, πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των σχολείων για να γίνουν ευρέως διαθέσιμες οι καινοτόμες μέθοδοι και τα υλικά διδασκαλίας.

Μάλιστα, εφιστά την προσοχή μας στις περαιτέρω επιπτώσεις της αντικατάστασης της συνεργατικότητας από ένα πνεύμα ηγεμονίας στο χώρο της εκπαίδευσης γενικότερα.

“Έχει γίνει τεράστιο πολιτικό λάθος στο θέμα της διοίκησης των σχολείων από την πολιτειακή κυβέρνηση της Βικτώριας και προκειμένου να αλλάξει ο νόμος είναι απαραίτητη η κινητοποίηση όλων μας και η άσκηση πίεσης σε πολιτικούς εκπροσώπους”.

Μέχρι πρότινος, η διοίκηση ήταν αρμοδιότητα του σχολικού συμβουλίου σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας και με τα κατά τόπους γραφεία, τώρα, όμως, η εξουσία λήψης αποφάσεων συγκεντρώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον διευθυντή του εκάστοτε σχολείου, γεγονός που έχει πλήξει ιδιαίτερα τις διάφορες εθνοτικές και γλωσσικές κοινότητες της Βικτώριας.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Northcote High School, όπου πέρυσι η διοίκηση υποστήριξε την κατάργηση του προγράμματος Ελληνικών Σπουδών και την προώθηση άλλων γλωσσών με κριτήριο το οικονομικό συμφέρον και όχι με γνώμονα μια εκπαιδευτική πολιτική που σέβεται τους μαθητές και την πολιτιστική τους κληρονομιά.

Τέλος, υπάρχει ανάγκη αυτοκριτικής και στο χώρο της παροικίας μας από πλευράς οργανισμών. “Δεν δίνονται από τους παροικιακούς οργανισμούς αρκετές θετικές εμπειρίες και ευκαιρίες στους νέους για να συνδέσουν την αξία του πολιτισμού μας με την αξία της συμμετοχής τους στο ελληνικό σχολείο. Αν δεν κερδίσουμε τους νέους πολιτιστικά δεν θα τους παρακινήσουμε να φέρουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία”.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ: Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗ

Σύμφωνα με τον κ. Μηλίδη, παρά την φυσική πτώση του επιπέδου χρήσης της γλώσσας από παιδιά τρίτης και δεύτερης γενιάς, όπως φαίνεται από τις επιδόσεις των μαθητών στις εξετάσεις VCE η κατάσταση είναι ικανοποιητική.

Προκειμένου όμως να εξακολουθήσουμε να βλέπουμε αριστούχους στο μέλλον, αλλά και να επιτευχθεί η βελτίωση των προγραμμάτων, κλειδί είναι η διορατικότητα εκ μέρους του εκπαιδευτικού προσωπικού και των παροικιακών μας φορέων.

“Συνεχώς πρέπει να αξιολογούμε με κριτική και αυτοκριτική διάθεση εάν τα προγράμματα που διδάσκονται ανταποκρίνονται στις ανάγκες των παιδιών της Αυστραλίας”, λέει, προτείνοντας για παράδειγμα τη διοργάνωση σεμιναρίων με τη συμμετοχή δασκάλων της παροικίας που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα σημεία στα οποία υστερούμε αλλά και το ρόλο που διαδραματίζει το πολιτιστικό περιβάλλον της Αυστραλίας.

Αντιτίθεται μάλιστα στην πρακτική των τελευταίων χρόνων, όπου εκπαιδευτικοί από την Ελλάδα έρχονται για να γνωμοδοτήσουν σχετικά, πρακτική που όπως λέει επιβαρύνει με μεγάλο χρηματικό κόστος τους παροικιακούς οργανισμούς χωρίς να έχει επιφέρει ουσιώδη αποτελέσματα.

Βέβαια το έργο αναθεώρησης των μεθόδων διδασκαλίας και του αντίστοιχου υλικού απαιτεί τη συνεργασία τόσο μεταξύ των ημερήσιων και απογευματινών σχολείων, όσο και των φορέων της παροικίας.

“Πρέπει να αλλάξει ο τρόπος προσέγγισης του ελληνικού προγράμματος, να δοθεί έμφαση στο συντονισμό και την αλληλοϋποστήριξη για επιμόρφωση και αξιολόγηση των δασκάλων και για εκσυγχρονισμό του διδακτικού υλικού” αναφέρει.

Με τη λήψη σωστών βοηθημάτων, το μέλλον διαγράφεται αισιόδοξο, ειδικά μάλιστα αν υπολογίσει κανείς τις προοπτικές που συνεπάγεται η άφιξη νέων μεταναστών από την Ελλάδα.

“Τα οφέλη είναι πολλαπλά τόσο από άποψη παιδαγωγικής όσο και για την ελληνομάθεια, καθώς τα παιδιά δεύτερης και τρίτης γενιάς βλέπουν στα πρόσωπα των νεοφερμένων ένα “γλωσσικό μοντέλο”.

Δημιουργείται ένας υγιής ανταγωνισμός μεταξύ των παιδιών, ενώ τα παιδιά που έχουν γεννηθεί εδώ βλέπουν ένα ζωντανό παράδειγμα της συνεχούς εξέλιξης της γλώσσας.

Αντιλαμβάνονται ότι η ελληνική, όπως φυσικά και κάθε άλλη γλώσσα, δεν είναι κάτι στατικό αλλά αλλάζει με την πάροδο των χρόνων και επομένως αποκτούν κίνητρο να συνεχίσουν τις σπουδές τους εάν θέλουν το επίπεδο ομιλίας και κατανόησής τους να παραμείνει επίκαιρο.

Είναι νωρίς, όπως λέει, να διακρίνουμε ουσιώδη βελτίωση στο επίπεδο της γλώσσας, όμως πιστεύει ότι εάν το ρεύμα μεταναστών συνεχιστεί θα υπάρξει θετικός αντίκτυπος σε ολόκληρη την τάξη.

Η αισιοδοξία του για το μέλλον της διδασκαλίας της Ελληνικής πηγάζει από την ακατάπαυστη προσπάθεια όλων μας να εξασφαλίσουμε τη διάσωση και συνεχή βελτίωσή της.

“Η παροικία μας έχει διατηρήσει σε μεγάλο ποσοστό τη γλώσσα μας. Επειδή ακριβώς ο Έλληνας πιστεύει και νιώθει υπερήφανος γι’ αυτήν και θέλει τα παιδιά του να τη μάθουν”.