Μας επέβαλαν να κάψουμε τα καπνά

Μας παρακολουθούσαν με γραβάτες και τα χέρια στην τσέπη


«H Αυστραλία δεν ήταν παράδεισος, όπως πολλοί μετανάστες την φαντάστηκαν. Μακράν αυτού…»

“΄Εμειναν πάμπτωχοι να αντικρίζουν τη μαυρισμένη γη…”

Είναι μια δήλωση που κάνει σε μια σπάνια συνάντηση μαζί μου η καταξιωμένη συγγραφέας και ποιήτρια Βάσω Καλαμάρα. Για του λόγου το αληθές, με παίρνει σ’ ένα ταξίδι στο χρόνο που επιχειρεί και καταθέτει τη δική της συναρπαστική εμπειρία. Πίσω στη δεκαετία του 1950 και λίγο πριν όταν απόφοιτη Γυμνασίου στην Αθήνα, συναντά τον μελλοντικό σύντροφο της ζωής της, Λεωνίδα Καλαμάρα.

Εκεί, στο αυστηρό περιβάλλον του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών που θα φοιτούσαν και οι δύο, έκαναν την πρώτη γνωριμία τους και θα αποφάσιζαν να «δέσουν» τη ζωή τους.

Η Αυστραλία σίγουρα δεν ήταν στα μελλοντικά τους σχέδια. Γεννήθηκε, όμως, σύντομα από την διακαή επιθυμία που είχε ο Λεωνίδας να γνωρίσει τον πατέρα του που τον είχε αφήσει έξι μηνών το 1932, όταν αποφάσισε το ταξίδι της επανόδου στη Δυτική Αυστραλία, όπου είχε μεταναστεύσει το 1924 και επισκέφθηκε την πατρίδα του Φλώρινα το 1930.

Εκεί έγινε η γνωριμία του νέου ζευγαριού με την άγρια φύση της Αυστραλίας και τη σχεδόν πρωτόγονη ζωή των ανθρώπων.

Κάπου 20-30 Έλληνες από χωριά της Μακεδονίας, στην περιοχή γύρω από το χωριό Manjimup έριχναν τα πελώρια δέντρα και καθάριζαν τη γη από τις βαθιές τους ρίζες για να καλλιεργήσουν καπνό. Ένα είδος φυτού που δεν είναι απαιτητικό και ευδοκιμεί και σε άγονα εδάφη.

Όλοι, χωρίς εξαίρεση, ζούσαν σε αντίσκηνα.

«Εμείς βρεθήκαμε από τη μια μέρα στην άλλη σ’ ένα καλύβι. Όλοι γύρω μας στην ίδια κατηγορία. Όλοι εργάτες γης που ο ένας βοηθούσε τον άλλον να επιβιώσει. Κανείς δεν πληρωνόταν. Είχαμε ένα σημειωματάριο όπου γράφαμε τα μεροκάματα.

Ο Λεωνίδας και ο πατέρας του δούλευαν δυο μέρες στη δική μας γη και τις υπόλοιπες στους άλλους για να ξεπληρώσουν τα μεροκάματα.

Και ας μη φανταστεί κανείς ότι ήταν γείτονες. Μέσα από τα πυκνά δάση, σε απόσταση 2, 5 ή και 7 χιλιομέτρων, διανύοντας όλη αυτή την απόσταση για να βοηθήσει ο ένας τον άλλον να βγάλει το ψωμί του.

Μπορεί να με φώναζαν ‘η Αθηναία’, είχα όμως προσαρμοστεί πολύ γρήγορα στη νέα ζωή.

Το μόνο που δεν κατάφερα, θα πει χαριτολογώντας, είναι να αρμέγω τις γελάδες. Τη μόνη φορά που το επιχείρησα η γελάδα αντέδρασε όχι ακριβώς με τον φιλικότερο τρόπο, ο δε πεθερός μου έκρινε ότι δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος απόδρασης από τα εγκόσμια!».

«Για δέκα χρόνια», αναπολεί η διακεκριμένη συγγραφέας σήμερα, «δεν βλέπαμε τίποτε άλλο, εκτός από την απεραντοσύνη του δάσους».

ΦΟΥΡΝΙΖΕ ΤΟΝ ΚΑΠΝΟ

Στη συνέχεια περιγράφει πώς «φούρνιζε» η ίδια τον καπνό για να στεγνώσει εντελώς και να μη μουχλιάσει, μια δύσκολη τέχνη που έτσι και αστοχήσεις, πάει όλος ο κόπος σου, αλλά και ο καπνός, χαμένος.

Πελώρια, ασήκωτα ξύλα, να καίνε έξω από το φούρνο ο οποίος δεν έπρεπε να σβήσει μέχρι ο καπνός να πάρει χρώμα χρυσαφί.

Μετά, πήγαινε σε μπάλες στην αγορά.

Ένα ‘ταξίδι’ επίπονο, μια διαδρομή εξοντωτική, που όταν όμως σταμάτησε, έσπειρε τον όλεθρο παντού.

«Δόθηκε διαταγή να καούν όλες οι καλλιέργειες, αλλά και ό,τι υπήρχε αποθηκευμένο. Ζήσαμε έναν εφιάλτη που μέχρι σήμερα είναι δύσκολο να σβήσουμε από τη μνήμη μας.

Καλούμαστε να καταστρέψουμε ό,τι πολύτιμο είχαμε. Αυτό το ψωμί των παιδιών μας που κοίταζαν τις φλόγες, τα αυστηρά πρόσωπα των εκπροσώπων της Πολιτείας με τις γραβάτες και τo ανέκφραστo βλέμμα, χωρίς να καταλαβαίνουν».

Πώς μπορεί, όμως, το παράλογο να χωρέσει σ’ ένα παιδικό μυαλό όταν οι ίδιοι οι μεγάλοι αδυνατούν να καταλάβουν;

ΚΛΑΥΘΜΟΣ ΚΑΙ ΟΔΥΡΜΟΣ

«Κλαυθμός και οδυρμός, απερίγραπτος, ακολούθησε την καταστροφή. Γυναίκες να θρηνούν απαρηγόρητες και άλλοι να βάζουν τέρμα στη ζωή τους.

Όσοι είχαν χρεωθεί για να αγοράσουν τρακτέρ και γεωργικά εργαλεία, τους τα κατάσχεσαν.

Έμειναν πάμπτωχοι να αντικρίζουν τη μαυρισμένη γη που τους απαγορευόταν από εδώ και μπρος να καλλιεργήσουν το μόνο φυτό που ευδοκιμούσε εκεί.

Πώς να χωρέσει το ανθρώπινο μυαλό μια τέτοια καταστροφή;»

Ξαφνικά και απροειδοποίητα, το βλέμμα της στρέφεται σ’ εκείνη, τον άντρα της και τα παιδιά της: «Χάσαμε τα πάντα. Δεν είχαμε λεφτά ν’ αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια στα παιδιά μου. Το μοναδικό ζευγάρι που είχαν, το έκρυβαν για καλό.

Όταν κατεβαίναμε στην πόλη, ήθελα να είμαστε όλοι καλοντυμένοι και κανένας να μην μπορεί να καταλάβει ότι υποφέραμε. Ο Λεωνίδας είχε ένα μοναδικό κοστούμι, τα δε παιδιά τα έντυνα με ρούχα που τους έραβα από φτηνά ρετάλια. Είχαμε την ελληνική περηφάνια και αξιοπρέπεια. Να μη φαινόμαστε έξω φτωχοί».

ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ

Δεν αργεί, εντούτοις, να κυριεύσει πάλι το νου της συνομιλήτριάς μου, η γενική εικόνα.

«Ακολούθησε ένας ομαδικός θρήνος, έτσι όπως καιγόταν ένα ολόκληρο χωριό, έτσι όπως γίνονταν στάχτη ο αγώνας και τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής.

Σκηνές απίστευτης σκληρότητας και απανθρωπιάς ακολούθησαν όταν, στη συνέχεια, οικογενειάρχες έχαναν τα φτωχόσπιτά τους, γιατί τα χρωστούσαν, τα τρακτέρ τους, τα εργαλεία τους, οτιδήποτε μπορούσε να μετατραπεί σε χρήμα.

Την άλλη μέρα της καταστροφής, όταν οι ελπίδες 250 οικογενειών από την Ελλάδα που καλλιεργούσαν στο Manjimup τον καλύτερο ποιοτικά καπνό στον κόσμο, καταποντίστηκαν και μια ολόκληρη κοινωνία βυθίστηκε στην καταστροφή.

Την ώρα που περιμέναμε να αποζημιωθούμε για τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής, μας είπαν κυνικά ότι δεν χρειάζονταν πλέον τον καπνό μας. Ότι βρήκαν φθηνότερο στη Ροδεσία. Εκεί που σκλάβοι δούλευαν χωρίς πληρωμή κάτω από την απειλή του βούρδουλα».

«Η μεγάλη δυστυχία, όμως, αν δεν σε σκοτώσει, σε κάνει πιο δυνατό.

Όσοι επέζησαν, βρήκαν αλλού δουλειά, έκαναν τις δικές τους επιχειρήσεις, προόδευσαν, σπούδασαν τα παιδιά τους και τίμησαν το ελληνικό όνομα. Τρέφω απεριόριστο σεβασμό γι’ αυτούς τους ανθρώπους» καταλήγει συγκινημένη η Βάσω Καλαμάρα, συγκεντρώνοντας η ίδια και ο αείμνηστος καταξιωμένος γλύπτης Λεωνίδας Καλαμάρας, τον δικό μας απεριόριστο σεβασμό και θαυμασμό συνάμα, για το έργο τους.