Εγώ οδηγώ προς τη θλιμμένη χώρα,

εγώ προς τον απέθαντο τον πόνο,

εγώ προς τις ψυχές τις κολασμένες.

[…]

Την πάσα ελπίδα αφήσατε όσοι περνάτε.

Δάντης, Θεία Κωμωδία

«ΠΩΣ είναι δυνατόν, σε μια ασθμαίνουσα οικονομία, όταν κανείς κάνει αφαίμαξη (πόρων, μέσων, δυναμικού αλλά και ελπίδας) να περιμένει ανάκαμψη και ευημερία;». Αν κάποιος θέσει τούτο το ερώτημα σε έναν απλό, κοινό νου, δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριστούμε πως θα λάμβανε μια απάντηση περίπου ως εξής: «Μα δεν υπάρχει περίπτωση να ανακάμψει!»

Σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να είμαστε απόλυτοι στις απόψεις μας, αλλά η πιθανότητα οι σκέψεις αυτές να τριγυρίζουν στο μυαλό της πλειοψηφίας των Ελλήνων της εποχής μας θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη. Και όταν η λογική μοιάζει να χάνεται από τα επιχειρήματα που οι κυβερνώντες και οι αποφασίζοντες για το μέλλον μας χρησιμοποιούν, ίσως ο καλύτερος δρόμος για το λογισμό των πολιτών, προκειμένου να βρουν τις απαντήσεις που αναζητούν, να είναι η προβολή στο μέλλον τούτου του τόπου και η θεώρησή του από τη σκοπιά του παρόντος. 

Και τι είναι πιθανόν να αντικρίσει ένας υποτιθέμενος επισκέπτης στην Ελλάδα του αύριο; Ανεργία σε τρομακτικά μεγάλα ποσοστά που θα αναγκάσει τον πληθυσμό είτε να μεταναστεύσει προκειμένου να μεριμνήσει για το μέλλον των παιδιών του είτε να δεχτεί να εργάζεται με όρους μεσαιωνικούς. Έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για την κοινωνική συνοχή και συνέχεια των πολιτειών που ζούμε. Πολιτική αστάθεια, η οποία με τη σειρά της θα «εξασφαλίζει» εις το διηνεκές την πλήρη εξάρτηση της χώρας από ξένα κέντρα εξουσίας και συμφερόντων. Οικονομική εξαθλίωση και επιβίωση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και ανέχειας. Κατάρρευση θεσμών που στηρίζουν κάθε ευνομούμενο κράτος, όπως η ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία, η δικαιοσύνη κ.λπ. Έντονα πολιτικά πάθη και εθνικιστικές εξάρσεις, γνωστά πολιτικά εργαλεία του «διαίρει και βασίλευε» με πολλούς και πρόθυμους εφαρμοστές σε όλες τις ιστορικές εποχές, τα οποία υποσκάπτουν τα θεμέλια των κοινωνικών συμβάσεων. Σταχυολογούμε βεβαίως ορισμένα από τα μελλούμενα γιατί ο κατάλογος δεν σταματάει εδώ, ο άνθρωπος όμως είναι ένας και η ζωή του μία και είναι εντελώς παράλογο να τον υποβιβάζουμε σε μια απολύτως αριθμητική ποσόστωση που το μόνο που αξίζει πάνω της να είναι η φοροδοτική της ικανότητα!

Οι Κασσάνδρες βεβαίως μπορούν πολλά να «προβλέψουν», είναι γνωστό όμως ότι το κάνουν κυρίως για να τρομάξουν τους αποδέκτες των μηνυμάτων τους. Εμείς ουδόλως επιθυμούμε κάτι τέτοιο, αναρωτώμεθα όμως, εύλογα ή μη δεν έχει σημασία, πώς οι -κατά κοινή ομολογία πια- αποτυχημένες πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα, συνεχίζουν να εφαρμόζονται ακόμα; Οι φόροι και η εξαθλίωση είναι δυνατόν να παράγουν οικονομικά αποτελέσματα; Είναι δυνατόν να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη όταν οι φορείς που παράγουν τον πλούτο στη χώρα στραγγαλίζονται καθημερινά και δεν μπορούν πλέον να ανασάνουν; Πόσο πιθανό δε, είναι ένας εργαζόμενος που αμείβεται με ποσά που κάποτε θεωρούταν «χαρτζιλίκι» και με την αβεβαιότητα να τον συνοδεύει σε κάθε ανάσα του επί καθημερινής βάσεως, να προγραμματίσει το μέλλον του, να ανοίξει τη δική του επιχείρηση, να κάνει οικογένεια και να μεγαλώσει παιδιά; Μοιάζει πια να έχει πεθάνει και η ελπίδα στο πιθάρι της Πανδώρας!

Θα ήταν άραγε υπερβολή αν σκεφτόταν κανείς ότι άλλο δρόμο έχουν σχεδιάσει για το μέλλον της βόρειας Ευρώπης και άλλο για το φτωχό νότο και ειδικότερα για την Ελλάδα; Μήπως τα τελευταία χρόνια η χώρα μετατρέπεται σε εκκολαπτήριο φτηνών εργατικών χεριών; Μήπως γινόμαστε το τόπος απόθεσης κάθε τι μη επιθυμητού στον εξευγενισμένο βορρά; Μήπως απλώς είμαστε βορά στο αδηφάγο σύστημα της απληστίας των οικονομικών συστημάτων που διαφεντεύουν τον πλανήτη; Μοιάζει, για την περίπτωση της χώρας μας, να παίρνει σάρκα και οστά η φράση του Σαίξπηρ, «Hell is empty, and all the devils are here» (μετάφραση: «Η κόλαση άδειασε κι όλοι οι διάβολοι είναι εδώ») με τους διαβόλους, ναι, έχουν πέσει πάνω σε τούτον τον ανάδελφο λαό για να τον καταστρέψουν για τα καλά τούτη τη φορά!

Αν επανέρθουμε στην ερώτηση με την οποία ξεκινήσαμε το σκεπτικό μας, ίσως η απάντηση να είναι απλούστερη από όσο φανταζόμαστε. Μήπως τελικά, δεν μας κυβερνούν πολιτικοί, αλλά… τραπεζίτες; 

Ο νοών νοείτω…

*Ο Κώστας Θερμογιάννης είναι δημιουργός και διαχειριστής του δικτυακού τόπου tovivlio.net